Γυναίκες της μικρής πατρίδας

του Θοδωρή Παπαθεοδώρου

Η νοσοκόμα Αρετή Λάσκαρη, ξαδέλφη του Ίωνα Δραγούμη  και γαλουχημένη με τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία του, και η δασκάλα Φωτεινή Βαρσάμη είναι δυο γυναίκες που συμμετέχουν με όλη τους την ψυχή και τη γενναιότητα στον Μακεδονικό Αγώνα, δυο ηρωίδες που δε λιποτακτούν, δε δειλιάζουν, αντίθετα, μπολιασμένες με τις ιδέες του ελληνισμού και γεμάτες πίστη στο δίκαιο για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, παλεύουν, αντιστέκονται, φυγαδεύουν, υποστηρίζουν. Και χωρίς να το ξέρουν έχουν αγαπήσει τον ίδιο άντρα. Έτσι ξεδιπλώνεται ένα εκπληκτικό ιστορικό μυθιστόρημα, γεμάτο μάχες, ηρωισμούς, δράση, ανατροπές και ιδεώδη, που με ταξίδεψε από τη σφαγμένη Κρήτη και τον διωκόμενο ελληνισμό της Φιλιππούπολης του 1896 ως τη Θεσσαλονίκη του 1904 και την κοιμώμενη Αθήνα που κώφευε μπροστά στις αδήριτες ανάγκες των βόρειων περιοχών.

Πρόκειται για ένα τεκμηριωμένο και ταυτόχρονα συναρπαστικό βιβλίο, με πάμπολλα θετικά χαρακτηριστικά, που με συντρόφεψε για πολλές ώρες. Οι ζωές των δύο γυναικών ξεδιπλώθηκαν μοναδικά, παράλληλα, με εντελώς διαφορετικές αφετηρίες και υπό αντίθετες κοινωνικές καταστάσεις, κάτι που έδωσε την ευκαιρία στον συγγραφέα να ζωντανέψει πολλές τραγικές ιστορίες από την υπόδουλη ακόμη τότε Ελλάδα. Πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, προερχόμενοι από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και εντελώς παράταιρες ρίζες, έφτιαξαν ένα παζλ με σκοτεινά και φωτεινά κομμάτια, λουσμένα στο φως μα και στο σκοτάδι. Η Φωτεινή και η Αρετή, μεγαλωμένες σε αστικά περιβάλλοντα, μέσα από τα τραγικά γεγονότα που βιώνουν ωριμάζουν, αντρειώνονται, ατσαλώνονται, αφήνουν για πάντα πίσω τους την παιδική αθωότητα.

Οι λέξεις του κειμένου, διαλεγμένες μία προς μία, σχηματίζουν εικόνες γεμάτες δύναμη, ένταση, ρεαλισμό, τοποθετημένες κατά τέτοιο τρόπο που το βάρος της πρότασης να δίνεται σε ουσιαστικά κι επίθετα, κάτι πρωτόγνωρο σε ένα πεζογράφημα. Η εξίσου διαφορετική σύνταξη των προτάσεων αποπνέει μια αίσθηση ποίησης και λυρισμού, με το ρήμα, τοποθετημένο στο τέλος, να αφήνει στους επιθετικούς προσδιορισμούς και στα αντικείμενα τη δυναμικότητα της αφήγησης. Κάθε γεγονός που περιγράφει ο συγγραφέας δίνεται σε όλες του τις λεπτομέρειες με εύληπτο και καθόλου φλύαρο τρόπο. Ο κύριος Παπαθεοδώρου επικεντρώνεται στον χαρακτήρα και στις συγκεκριμένες περιστάσεις που διάλεξε να ζωντανέψει, χωρίς να χάνει στιγμή το μέτρο ή να πλατειάζει με λεπτομέρειες ανούσιες. Το παραμικρό που φωτίζεται στις σκηνές έχει τη θέση του, τον ρόλο του και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησης. Πρόκειται για έναν πλούτο πληροφοριών και γεγονότων που εντάσσονται αρμονικά, σωστά και ευσύνοπτα, χωρίς να κουράσουν ούτε στιγμή. Άλλωστε, για όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα πράγματα πάνω στα γεγονότα, υπάρχουν οι αναλυτικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, καθώς και η εκτενής βιβλιογραφία.

Μελετημένα, τεκμηριωμένα και παραστατικά είναι τα πραγματολογικά στοιχεία που προσδίδουν αληθοφάνεια στα γραφόμενα. Η Αθήνα, η Φιλιππούπολη, η Θεσσαλονίκη και τα Χανιά των τελών του 19ου αιώνα ζωντανεύουν, φοβούνται, μαθαίνουν γεγονότα μέσα από εφημερίδες ή από στόμα σε στόμα, υποδέχονται τη μέρα και τη νύχτα τους με ποικίλους τρόπους, ενώ η πένα του συγγραφέα αναπαριστά με ρεαλισμό και πολλές λεπτομέρειες τοπόσημα, οδούς και μνημεία, με το καθένα τους να έχει τη σωστή θέση στις αντιλήψεις και την καθημερινότητα των ανθρώπων της εποχής: η πορεία ως το Βρεφοκομείο όπου ένα μωρό θα αφεθεί στην τύχη του με έκανε να νιώσω σα να ήμουν μπροστά στην τραγικότητα της στιγμής, η φύση της Ανατολικής Ρωμυλίας με το στενό γεφύρι, όπου θα ξεδιπλωθεί το θεαματικότερο και φρικτότερο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, περιγράφηκε ολοζώντανη μπροστά μου, τα εσωτερικά σημαντικών κτηρίων περιγράφονται μοναδικά, οι τίτλοι των εφημερίδων εμφανίζονται για να τεκμηριώσουν τη διάθεση των αντίπαλων παρατάξεων κ. π. ά. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Φιλελευθέρων και Συντηρητικών με την Εθνική Εταιρεία για τον τελικό ξεσηκωμό της Κρήτης κατά των Τούρκων κατακτητών (εκατόν είκοσι χρόνια αδιάκοπου αγώνα ήταν αυτά που ματοκυλούσε η Κρήτη) και την ένωση «με μια Ελλάδα που επισήμως έδειχνε αδιάφορη» (σελ. 155), ακόμη και οι λεηλασίες των ελληνικών μαγαζιών στα Χανιά του 1896, με παρεμφερείς σκηνές μ’ αυτές των Σεπτεμβριανών του 1955 να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μου ενώ η αρχική ουδετερότητα των συμμαχικών πλοίων στο πρώην ενετικό λιμάνι μου θύμισε έντονα την καταστροφή της Σμύρνης, είναι ελάχιστα από τα στοιχεία που συγκράτησα και που ένωσαν αρμονικά την πραγματικότητα με τη δεξιοτεχνική φαντασία.

Ιδιωματισμοί, ορολογίες, λεξιλόγιο αντίστοιχο με όποιο πρόσωπο μιλάει (απλό, σχεδόν αργκό οι φτωχοί, με ντοπιολαλιά οι Ρωμυλιώτες και οι Κρήτες, πιο πλούσιο και καθόλου εξεζητημένο  οι λόγιοι), πλούτος μεταφορών και παρομοιώσεων είναι κάποια άλλα χαρακτηριστικά από τα οποία βρίθει το μυθιστόρημα: «…αν έπιανε τον σοφά στο σαχνισί με τον καφέ στο χέρι, νόμιζε πως η ζωή της φύραινε..» (σελ. 32), «σάμπως να της ανακάτεψαν τα σωθικά με το φουρνόξυλο» (σελ. 35), «…κι αν δεν βρισκόταν εκεί ο Στέργιος, ο χαμάλμπασης θα είχε αποδημήσει, να χαζεύει τον κόσμο απ’ τα ψηλά χαγιάτια» (σελ. 11), «Ασβολερό σεντόνι, νεκρικό. Έτσι έμοιαζε ολάκερη η συνοικία του Τοπανά ετούτη την αυγή» (σελ. 168), «Όχι πως ένιωθε τον πόνο, μια πέτρα ανθρωπόμορφη ήταν μονάχα» (σελ. 177), «…έπεσε στα πιάτα σαν δερβίσικο φουσάτο» (σελ. 200) κ. ά. Επίσης, ποιος δε θα κατανεύσει θετικά διαβάζοντας: «…Σάββατο, μέρα για πάστρεμα στα σπίτια και για ψώνια στο τσαρσί» (σελ. 139). Παρ’ όλο τον πόνο, τις μελανές σελίδες, τις δυσκολίες του ελληνισμού που περιγράφονται, υπάρχει χώρος και για λίγο χιούμορ: «-Ο αρχαίος ημών πρόγονος, ο μέγας Ευριπίδης, έγραφε πως η γυναίκα πρέπει να είναι ικανή για όλα μέσα στο σπίτι και επίσης ικανή για τίποτε έξω απ’ το σπίτι. -Γι’ αυτό κατάφερε να δημιουργήσει τόσες τραγωδίες, αγαπητέ μου…» (σελ. 78).

Δεν είναι όμως μόνο η μελετημένη χρήση της γλώσσας και της σύνταξης, ούτε η αληθοφάνεια από τα πραγματολογικά στοιχεία, ούτε καν οι μεταφορές και παρομοιώσεις που κάνουν το μυθιστόρημα αξιόλογο, λεπτοδουλεμένο και συναρπαστικό.  Υπάρχουν και διαχρονικά νοήματα που δίνουν εγκυρότητα στο κείμενο, όπως: «-Δασκάλα θα την κάνω. Ελληνικά να διδάξει, τη γλώσσα μας και την ιστορία του γένους μας. Από εκεί ξεκινάνε όλα, απ’ τη γνώση και την πίστη. Όχι απ’ τα τουφέκια και τα σπαθιά, αυτά έρχονται μετά» (σελ. 152), «Ρακί, φουστάνι και κουμάρι, οι τρεις σατανάδες των αντρών» (σελ. 205), «Τούτος ο κόσμος έχει φτιαχτεί από άντρες για άντρες, εμείς υπάρχουμε μόνο για να τον γεμίζουμε με ακόμη περισσότερους» (σελ. 336), «…κάθε φαμίλια τα δικά της βάσανα και τα δικά της έχει μυστικά, και δεν είναι σωστό ξένος να στήνει αυτί σαν χοντρόπετσος κουσκουσούρης» (σελ. 517).

Το βιβλίο περιγράφει γεγονότα μεταξύ των ετών 1883-1903, επομένως περιλαμβάνονται, εκτός του Μακεδονικού Αγώνα, οι σφαγές στην Κρήτη, ο διωγμός και το ξεκλήρισμα του ελληνικού στοιχείου της Ανατολικής Ρωμυλίας, το άνοιγμα της Διώρυγας της Κορίνθου και τα υπέρογκα δάνεια, η ίδρυση αξιόλογων και δραστήριων φορέων όπως ο Σύλλογος Γυναικών υπέρ της γυναικείας παιδεύσεως, η Φιλόπτωχος Εταιρεία Κυριών, η Εν Χριστώ Αδελφότης Κυριών, όλες από γυναίκες με περιουσία και καλούς τρόπους, που αγωνιούσαν να βοηθήσουν τον συνάνθρωπο και να δημιουργήσουν καλύτερες κοινωνικές και πνευματικές συνθήκες για τα παιδιά και τις γυναίκες, καθώς και οι αβάσταχτες οικονομικές συνέπειες του φαφλατά Επαμεινώνδα Δεληγιάννη, που οδήγησε τη χώρα στο αιματηρό 1897.

Ως συνέχεια λοιπόν των αναφορών στην προηγούμενη παράγραφο περί διαχρονικότητας, τονίζω εδώ πως οι συνθήκες που ακολούθησαν το μαύρο 1897 αποδίδονται σε λίγες μόνο προτάσεις, από τις οποίες αν αφαιρέσεις το υποκείμενο ή τις γενεσιουργούς αιτίες μεταστροφής του λαού, είναι σα να διαβάζεις τα γενικά χαρακτηριστικά μας από την αρχή της Ιστορίας μέχρι σήμερα: [μόλις ήρθε ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης στην εξουσία, πριν το 1897 και την επερχόμενη επέμβαση του ΔΟΕ]«Τα τραγικά δάνεια, τα απλήρωτα χρέη και τα οικονομικά αδιέξοδα ξεχάστηκαν, θάφτηκαν πίσω από ελληνικές σημαίες και ολυμπιακές γιρλάντες, πίσω από αρχαιολατρικές γελοιότητες και δημαγωγικές κορόνες. Άρκεσαν λίγα λόγια συμπάθειας από τους πρώην μισητούς φραγκοφόρους και κάποιοι φανφαρόνικοι λόγοι τους περί αρχαίου κλέους για να αντικατασταθεί η απέχθεια με τη συνήθη δουλοπρέπεια. Ενθουσιασμός, παραλήρημα, έπαρση, μεγαλαυχία και μια γερή δόση από παλιό καλό ραγιαδισμό. Όλα ένα κουβάρι και η λογική απούσα μαζί με τον ρεαλισμό… μια χώρα πανηγύρεων και αναθεμάτων…» (σελ. 191-192).

Το μυθιστόρημα είναι τόσο ζωντανό και απτό που δε γίνεται να μην παρασυρθείς από τις περιγραφές του αιματοκυλίσματος των Ελλήνων από τους Βουλγάρους ή το ξεκλήρισμα των Κρητικών από τους πλιατσικολόγους, να μη συγχαρείς τα φλογερά λόγια του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, που αν και ιερέας ήταν ζωσμένος με φισεκλίκια, να μη βάλεις τα κλάματα όταν ξεκινάει η πρώτη μέρα στο σχολείο στο ακριτικό Ράκοβο Φλώρινας με ούτε τον στοιχειώδη εξοπλισμό για μαθητεία, έτσι όπως καταγράφει ο συγγραφέας τη λαχτάρα, την αδημονία και τη χαρά αυτών των μικρών παιδιών, να μην κρατήσεις την ανάσα σου όταν η Αρετή αγωνίζεται να πείσει την Καλλιρρόη Παρρέν να δημοσιεύσει κείμενά της στην Εφημερίδα των Κυριών σε μια συζήτηση εξαιρετική, όπου τα επιχειρήματα πηγαινοέρχονται και στα λόγια των οποίων αντικαθρεφτίζονται τα όνειρα και οι ιδέες του Ίωνα Δραγούμη από τη μια, ο συντηρητισμός και η αβεβαιότητα για τη χρησιμότητα ενός αγώνα υπέρ της Μακεδονίας απ’ την άλλη. Εξίσου τεκμηριωμένα δοσμένες είναι οι συνθήκες εργασίες στις αποθήκες και στα εργοστάσια της Θεσσαλονίκης (και όχι μόνο) με τις απάνθρωπες και εξαντλητικές ώρες εργασίας μα και χιλιάδες άλλες μικρολεπτομέρειες που έστησαν λες μια σκηνή μπροστά μου κι άρχισαν να αναπαριστούν τρισδιάστατα τις περιπέτειες των χαρακτήρων.

Και όλα αυτά τα περιστατικά, οι αγώνες για τη λευτεριά, οι διώξεις του ελληνικού στοιχείου, οι τοιχογραφίες που στο φόντο τους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν η Αρετή κι η Φωτεινή, είναι μια αριστοτεχνική προετοιμασία για την κυρίως εξιστόρηση, αυτήν του Μακεδονικού Αγώνα, που ο συγγραφέας καταγράφει ακριβοδίκαια και με λαχτάρα μικρού παιδιού, σα να ήταν κι εκείνος εκεί τότε και να μοιράζεται το ίδιο πάθος με τους αγωνιστές της λευτεριάς και της Ένωσης. Οι διωγμοί της Φιλιππούπολης και η σφαγή των Χανίων σφυρηλάτησαν τις ψυχές που θα πρωταγωνιστήσουν στον κυρίως κορμό του μυθιστορήματος, με πρωτοστάτη τον Ίωνα Δραγούμη, ξάδελφο της Αρετής, που τοποθετήθηκε στο ελληνικό προξενείο του Μοναστηρίου, με στόχο και όραμα να εμψυχώσει και να χαλυβδώσει το εθνικό φρόνημα των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Με τα δικά του μάτια περιγράφονται καταστάσεις ανήκουστες, επαίσχυντες και άκρως προδοτικές, που τον έκαναν να καταλάβει με πόνο ψυχής πως δεν μπορεί να στηρίζεται στο ελληνικό κράτος (που φοβόταν να μην κατηγορηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις για αλυτρωτισμό κι εθνικισμό και χάσει την εύνοιά τους, δίνοντας όμως έτσι αφορμή για κορύφωση της σλαβικής προπαγάνδας) παρά μόνο σε φλογερούς πατριώτες σαν αυτόν, καταστάσεις που για άλλη μια φορά ομοιάζουν με τη σημερινή εποχή, όπου βιώνουμε μια εξίσου κρίσιμη για το ελληνικό έθνος και το μακεδονικό ζήτημα καμπή: «…προσπαθούσε να συνεγείρει τις συνειδήσεις του απλού κόσμου, αλλά κυρίως τα σφραγισμένα πορτοφόλια των χρυσοκάνθαρων της Αθήνας και την ελαστική ηθική των κομματαρχών. Πάλευε με νύχια και δόντια να ξυπνήσει το κοιμισμένο ελληνικό κράτος, που, πνιγμένο στη διαφθορά και στο ρουσφέτι, αγνοούσε εγκληματικά τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε η αλύτρωτη βόρεια πατρίδα» (σε. 341).

Η Φωτεινή από τη Φιλιππούπολη κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, η Αρετή από παρατημένο βρέφος έγινε δασκάλα και μυστικός σύνδεσμος στα μακεδονικά χωριά, ο Μάνος από την Κρήτη δεν κατάφερε να γλυτώσει την οικογένειά του από το λεπίδι του Τούρκου και στρατεύτηκε για να πολεμήσει τον εχθρό, ο Κοσμάς γράφτηκε στα εργατικά συνδικάτα προσδοκώντας σε καλύτερες συνθήκες εργασίας... Άνθρωποι, άνθρωποι, άνθρωποι, εμποτισμένοι με τα ίδια ιδεώδη, ζουν συνταρακτικές στιγμές στις προσωπικές τους ζωές, εξίσου έντονες και ανατρεπτικές όσο και της πατρίδας για την οποία πολεμά με τον τρόπο του ο καθένας. Έχοντας μόλις τελειώσει το βιβλίο κι αναμένοντας με αγωνία τη συνέχειά του, τα «Λιανοκέρια της μικρής πατρίδας», ξαναπερνούν μπροστά από τα μάτια μου τα γεγονότα που περιγράφονται στις σελίδες του και προσπαθώ να γράψω όσο γίνεται πιο ανεπηρέαστος από τον συναισθηματικό φόρτο του κειμένου, κάτι ανέφικτο κι ανεδαφικό.

Ο κύριος Παπαθεοδώρου κατέγραψε, απέδειξε, φώτισε, μέσα από σοβαρή, στιβαρή κι επιστάμενη μελέτη, τεκμηριωμένη με βιβλιογραφία και πηγές, τα πραγματικά αίτια και τις αφορμές που ζύμωσαν και γέννησαν τον Μακεδονικό Αγώνα. Ήταν και είναι ακόμη τέτοιες οι συνθήκες που δε χωράει αντικειμενικότητα στην εξιστόρηση κι εδώ ένιωσα τον σφυγμό ενός πατέρα που αγωνιά για την τύχη της αιμάσσουσας κόρης του, της Μακεδονίας. Πώς μπορείς να πεις πως το νόμισμα έχει δύο πλευρές όταν κομιτατζήδες και Σλάβοι σφαγιάζουν, λεηλατούν και βιάζουν ή Τουρκοκρητικοί, μέχρι χτες γείτονες, είναι οι πρώτοι που θα μπουκάρουν για πλιάτσικο στα σπίτια των Ελλήνων; Πώς μπορείς να σκεφτείς ότι υπάρχει και το άλλο δίκιο, όταν οι αποδείξεις για την ελληνικότητα και την ιστορικότητα ενός χώρου είναι οι ίδιοι οι σβώλοι του χώματος που θα πατήσει κάποιος φτάνοντας στα μέρη αυτά; Ο συγγραφέας γνωρίζει το βάρος της ιστορίας που έχει να διαχειριστεί κι αν δεν παίρνει ίσες αποστάσεις από τα γεγονότα καταφέρνει να δείξει μέσα από το μυθιστόρημά του πως οι συνέπειες θα είναι πάντα οι ίδιες, για νικητές και ηττημένους: οδύνη και απώλεια (προσέξτε μεταξύ άλλων τη σημείωση 28 στο τέλος του κειμένου και τις σελίδες 414-415). Από την άλλη, η ίδια η Αρετή το τόνισε: «Μα πού και πού καλό είναι να καθαρίζει το μάτι μας για να ζυγιάζουμε καλύτερα τις κρίσεις μας» (σελ. 523).

Μέσα από τις σελίδες του νέου ιστορικού μυθιστορήματος του κυρίου Θοδωρή Παπαθεοδώρου έζησα τις ματωμένες σελίδες του Μακεδονικού Αγώνα, βούτηξα τα χέρια μου στο αίμα της προδοσίας και της αδιαφορίας, έσφιξα την καρδιά μου για ν’ αντέξει τις σφαγές, τις δηώσεις και τις λεηλασίες του ελληνικού στοιχείου από την Κρήτη ως τη Θράκη και άγγιξα με σέβας τις λέξεις που σα δάφνινα στεφάνια αναπαύονται στα κεφάλια των ηρώων που διάλεξε ο συγγραφέας για να ζωντανέψει τις λαμπρές σελίδες των πρώτων χρόνων του ελληνικού 20ού αιώνα. Το λεπίδι επιτίθεται στο γέλιο, το αίμα στεγνώνει από τα όνειρα, η χαρά γεννοβολάει θάνατο κι ο αναγνώστης που θα ξεκινήσει ένα μυθιστόρημα του σημαντικού αυτού Έλληνα συγγραφέα δε θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος όταν το τελειώσει. Ένας μεγάλος λογοτέχνης που γεννήθηκε σε μια μικρή πατρίδα μας χάρισε άλλο ένα κείμενο-στολίδι.

Πάνος Τουρλής