Γλώσσα από μάρμαρο

της Ιφιγένειας Θεοδώρου

Θάσος. Μια κλειστή, σιωπηλή και ως εκ τούτου ένοχη κοινωνία. Η Τούλα, καθημερινό θύμα ξυλοδαρμού. Τα πεθερικά της ξέρουν αλλά σιωπούν. Το χωριό (ποιο χωριό; τα καλύβια στην παραλία) ξέρουν αλλά σιωπούν. Έπρεπε να έρθει ο ανηψιός του μεγαλοεργολάβου που ονειρεύεται να αγοράσει τις καλύβες και να χτίσει ξενοδοχείο για να αρχίσουν να κινούνται τα νήματα. Κι ακόμη περισσότερο, έπρεπε να έρθει η Ελένη, Έλσα πια, θύμα κι αυτή κακοποίησης αλλά χήρα για να πάρει τη δύναμη η Τούλα και να καταγγείλει τον άντρα της στην αστυνομία.

Ένα βιβλίο για τη γυναικεία κακοποίηση. Αυτό από μόνο του αρκεί για να το διαβάσει κανείς. Έλα όμως που είναι και καλογραμμένο! Καθόλου πρόχειρο, καθόλου επιφανειακό, καθόλου "στο πόδι". Η συγγραφέας αργεί να κατονομάσει την περίπτωση της Τούλας, μας περιγράφει πρώτα τις συνθήκες και τα περιστατικά, τα χωνεύουμε (αν αυτό είναι δυνατόν) και μετά μας κατονομάζει τα πώς, τα γιατί και τα τι.

Η Ιφιγένεια Θεοδώρου περιγράφει πολλές ιστορίες και μας συστήνει πολλούς χαρακτήρες στήνοντας ένα αληθέστατο σκηνικό κλειστών επαρχιακών στομάτων αλλά και απληστίας. Δεν έχουμε μόνο τις κακοποιημένες γυναίκες αλλά και τους πλούσιους εργολάβους που θέλουν κι άλλα λεφτά, τους φτωχούς χωρικούς που είναι δεμένοι με τον τόπο τους και δεν θέλουν να φύγουν όμως το δέλεαρ είναι μεγάλο.

Ωραίος και ακέραιος χαρακτήρας είναι ο Σάββας ο φονιάς. Που σκότωσε για χάρη της Ελένης τον άντρα της που την κακοποιούσε και φυλακίστηκε. Τώρα επέστρεψε στο νησί και κλείστηκε στον εαυτό του. Η Ελένη επιστρέφει λοιπόν και το μυστικό τους ίσως αποκαλυφθεί. Τι έζησε η Ελένη όταν έφυγε από το νησί; Και τώρα που γύρισε εν όψει του μεγαλοεργολάβου, θα πουλήσει την περιουσία της στην παραλία ή όχι; Τι πραγματικά συνέβη εκείνο το βράδυ του φόνου;

Τραγική ηρωίδα (όπως και κάθε γυναίκα) η Τούλα: "Μάζευε μέσα της την ενοχή. Για τον πατέρα που δεν γύριζε. Για τη μάνα που μαράζωνε με το στίγμα της παρατημένης. Για το βάρος που προκαλούσε η παρουσία της στο σπίτι. Αυτό πίστευε. Κανείς δεν τη διέψευδε". 

Διάλογοι ολοζώντανοι, γλαφυρότατοι, χαρακτήρες υπέροχοι κι αληθινοί. Σύντομες και κοφτές προτάσεις βγάζουν μια τραχύτητα και μια στερεότητα αλλά η συνεχής χρήση σε κάνει να νιώθεις ότι πίνεις σταγόνες νερού από στερεμένη βρύση ενώ διψάς σαν τρελός. Ο νταής Βασίλης (η γυναίκα του φταίει που δεν κάνουν παιδιά), οι γονείς του Μαρίκα και Σταύρος (τη μεν τη νοιάζει μόνο η ταβέρνα και το ελάχιστο μεροκάματο, επιπλέον σιχαίνεται τη νύφη της τη στέρφα, ο δε παραμένει σιπωηλός δίπλα στην αυταρχική γυναίκα του), η κακοποιημένη Τούλα, ο Σάββας ο φονιάς και η Ελένη, ο Σπύρος που ξετυλίγει άθελά του τον μίτο της Αριάδνης και ζωντανεύει τον Μινώταυρο του νησιού. Γλώσσα από μάρμαρο άσπρο κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο, μάρμαρο εξίσου καλό με της Πάρου, γλώσσα από μάρμαρο που σφραγίζει στόματα.
Κι οι λέξεις μπαίνουν μέσα σου και σε πονάνε: "Αναφιλητά πνιχτά που έψαχναν δρόμο να ξεσπάσουν. Τον ήξεραν το δρόμο μα δεν τολμούσαν, γιατί το κλάμα ερεθίζει. Το κλάμα ζητάει βία και η βία φέρνει κλάμα".

Δεν γίνεται να μη σταθείς και να μην ξαναδιαβάσεις αυτές τις γραμμές:
"Γυναίκες σκληρόκαρδες, σαν βράχια που κόβουν. Χωρίς χαραματιά, έστω μια τόσο δα ρωγμούλα για να ρουφήξουν φως, να μαλακώσουν. Μάνες!...όλες με ρημαγμένα σπλάχνα από γέννες, όλες το ίδιο αναίσθητες στον πόνο που προκαλούν στις άλλες. Σαν να το έκαναν επίτηδες, ευχαριστιόνταν, χαίρονταν όταν έσπερναν δάκρυα. Θαρρείς από εκδίκηση. Η ώρα μου, η ώρα σου! Σκληρόπετσες! Ν' αντέχουν. Το ξύλο, τα αίματα, τις ταπεινώσεις. Πού πάει και χάνεται η τρυφεράδα που γλυκαίνει τα χείλη τους στα πρώτα φιλιά; Σαν τις οχιές δαγκώνουν και ύστερα φτύνουν δηλητήριο. Μέχρι και στο ζυμάρι του ψωμιού τους. Πικρό ψωμί! Το δίνουν στα παιδιά τους. Να συνηθίζουν χάδια τραχιά" .

"Να φύγει! Όχι από δρόμο στεριανό. Η άσφαλτος μπορεί να τη γυρνούσε πίσω. Ήταν γραμμένη με αρχή και τέλος. Αρκούσε μια στιγμή να στρέψει το κεφάλι της. Αν όμως ήταν πάνω στο πλεούμενο! Το κύμα σβήνει κάθε μονοπάτι, το καταπίνει. Δε θα είχε γυρισμό" .
Διαβάστε το και διαδώστε το. Αξίζει αυτές οι γυναίκες να σωθούν και να πάψουν να κουβαλούν στην πλάτη τους το δικό τους μάρμαρο.

Πάνος Τουρλής