Βυθισμένος ουρανός

της Κικής Τσιλιγγερίδου

Η Ξένια Χατζή βρέθηκε νεκρή στο αυτοκίνητό της που είχε βυθιστεί στη θάλασσα του Μαραθώνα. Ατύχημα, αυτοκτονία ή φόνος; Η ιδιόμορφη και ξεχωριστή αστυνόμος Στέλλα Άνταμς αναλαμβάνει την υπόθεση, χωρίς όμως να σταματήσει λεπτό να αντιμετωπίζει τους δικούς της εφιάλτες που την έδιωξαν από την Αμερική και το FBI.

Η Στέλλα Άνταμς είναι 35 ετών, με κοντά και κόκκινα ατίθασα μαλλιά, γαλακτερή επιδερμίδα και γυαλιά ηλίου που δεν τα βγάζει ποτέ, ακόμη και σε εσωτερικούς χώρους, Ήρθε μόλις ένα χρόνο πριν από την Αμερική όπου ζούσε για 25 χρόνια ως κόρη του Έλληνα συμβούλου και προμηθευτή του αμερικανικού Υπουργείου Αμύνης. Είναι εκπαιδευμένη στη συμπεριφορική ανάλυση, σε τεχνικές μάχης και στην αντιμετώπιση τρομοκρατικών χτυπημάτων, σπούδασε Κοινωνιολογία, έγινε μέλος ενός Σώματος πρακτόρων του FBI που αντιμετώπιζε τρομοκρατικές ενέργειες με πολιτική, θρησκευτική ή απλώς εγκληματική βάση και τώρα είναι σε ελληνικό έδαφος ως επικεφαλής της Τέταρτης Ομάδας του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής, που αποσπάστηκε από τις άλλες τρεις για να μπορεί να δρα συνδυαστικά στις υποθέσεις που αναλαμβάνει και με μεγαλύτερη ευελιξία εφόσον κάποιες από αυτές χρονίζουν λόγω δικαιοδοσίας των διαφόρων τμημάτων.

Η υπόθεση σε γενικές γραμμές έχει αυστηρό κέντρο βάρους και δεν ξεφεύγει από το στενό φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον της νεκρής, κάτι που ίσως εκτιμηθεί απ’ όσους δεν αγαπούν τα πολυπρόσωπα κείμενα. Επίσης, η ομάδα της Στέλλας Άνταμς αποτελείται από ανθρώπους με φυσιολογικά χαρακτηριστικά και δυνατότητες, όπως ο Αστυνόμος Β΄ Αρίστος Αλεξιάδης ή Πατέρας, ο μυώδης και χοντροκομμένος Υπαστυνόμος Ιωσήφ Ντηλ, η επίσης Υπαστυνόμος Έλενα Ράλλη και ο ατημέλητος Νάσος Παπαδάκης, ειδικός στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Ο καθένας τους αναλαμβάνει κι ένα κομμάτι έρευνας, με την ελπίδα να βρεθούν στοιχεία που θα οδηγήσουν στον ένοχο και θ’ αποκαλύψουν τι πραγματικά συνέβη εκείνη τη νύχτα στα Δικαστικά του Μαραθώνα.

Τι συνέβη λοιπόν και δεν μπόρεσα ούτε τη Στέλλα Άνταμς να συμπαθήσω ούτε την υπόθεση και τους πρωταγωνιστές ν’ αγκαλιάσω με ενδιαφέρον; Η αστυνόμος πάσχει από μια μορφή συνδρόμου μετατραυματικού στρες και έχει πολλά ψυχολογικά προβλήματα που κάποιες φορές την εμποδίζουν να έχει τη διαύγεια που απαιτείται για την έρευνα. Οι φοβίες και οι ψυχώσεις που βιώνει μετά τα περιστατικά στην Αμερική αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της, όσο κι αν τις διώχνει και βγάζει την περιττή ένταση μέσα από βίαιες μαζοχιστικές πράξεις σεξ. Όπως παραδέχεται κι η ίδια, τελικά δεν τη βοήθησε η φυγή ούτε η ενασχόλησή της με τις υποθέσεις του Εγκλημάτων Κατά Ζωής. Η πλοκή διαδραματίζεται μέσα σε μόλις τρία 24ωρα που δεν είναι γεμάτα από ένταση κι αποκαλύψεις αλλά έχουν ως σημείο αναφοράς τις χιλιάδες σκέψεις και αναλύσεις της παράξενης αστυνόμου. Ομολογώ ότι προσπέρασα πάρα πολλές σελίδες με σκηνές μάχης, πάλης σώμα με σώμα, σεξουαλικής πείνας καθώς και εσωτερικούς μονολόγους που φωτίζουν μεν τον χαρακτήρα και τη νοοτροπία της Στέλλας, καθυστερούν όμως υπερβολικά την καθαυτή δράση.

Επομένως, έχουμε αργή εξέλιξη της πλοκής, έμφαση στις εσωτερικές σκέψεις της Στέλλας που αναμασούσε ξανά και ξανά όλες τις πιθανές πτυχές της υπόθεσης που ανέλαβε (τη σκότωσε αυτός γι’ αυτόν τον λόγο, όχι, ο άλλος για κείνο τον λόγο, σίγουρα δεν αυτοκτόνησε για τούτο τον λόγο) και ταυτόχρονα ζούσε τις εφιαλτικές στιγμές που βίωσε και της δημιούργησαν το στρες και τους εφιάλτες. Θα αναφέρω επίσης πως οι ανακρίσεις και οι διάλογοι ήταν το πιο κουραστικό και μονότονο κομμάτι της αφήγησης (έχασα τον λογαριασμό με το πόσες φορές εμφανίζεται το «ναι» της αμηχανίας, της αμφιβολίας και του δισταγμού). Η πλήρης καταγραφή του προφορικού λόγου πολλές φορές φέρνει αποτελέσματα αντίθετα από αυτά που ίσως επιδιώκει ο συγγραφέας, μιας και η πλήρης παράθεση κομπασμών, αναμασημάτων και επαναλήψεων δε δίνει αληθοφάνεια αλλά αμηχανία και αδυναμία. Ίσως σε αυτές τις σελίδες παρ’ όλ’ αυτά να κρύβονταν κάποια ψήγματα που οδηγούσαν στην αλήθεια πίσω από τη δολοφονία, η οποία μου φανερώθηκε σχεδόν απότομα και ίσως ουρανοκατέβατα (εδώ δίνω το benefit of the doubt, μήπως τυχόν η Στέλλα είχε βρει τη λύση μέσα σε όλο αυτόν τον κυκεώνα που γινόταν στο μυαλό της).

Σε αντίθεση με όλα αυτά, η Αθήνα παρουσιάζεται με μουντά χρώματα και πολύ καλές παρομοιώσεις ενώ διάφορα καλολογικά στοιχεία βρίσκονται σκόρπια στο κείμενο, δίνοντάς του μια καλοδεχούμενη σπιρτάδα: «Έξω έβρεχε ακόμη, και ίσως, σκέφτηκε, να μη σκόπευε να σταματήσει ποτέ. Αλλά όχι για να πνίξει την πόλη με έναν κατακλυσμό: απλώς για να την κρατά πάντα έτσι, νοτισμένη, αμήχανη, πελαγωμένη  μέσα σε γκρίζα πέπλα νωθρής βροχής. Μια πόλη-σκηνικό, μια πόλη όπου απλώς έβρεχε, ή, σε άλλη περίπτωση, όπου απλώς έκανε θηριώδη ζέστη καταπίνοντας τα πάντα με βουλιμία, γιατί δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει. Και δεν υπήρχε κάτι καλύτερο να γίνει» (σελ. 111-112). Ειλικρινά, δε θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερο φόντο και σκηνικό δράσης για μια τέτοια ιστορία!

Η τριλογία της Στέλλας Άνταμς ξεκινάει με τον «Βυθισμένο ουρανό» και μια μυστηριώδη δολοφονία γυναίκας παγιδευμένης σε αυτοκίνητο που έπεσε στη θάλασσα. Υπάρχουν αξιοπρόσεκτα δείγματα γραφής αλλά και επιμονή στον εσωτερικό κόσμο της κεντρικής ηρωίδας που παρατίθεται πιο αναλυτικά απ’ όσο θα έπρεπε. Πιστεύω πως ο οποιοσδήποτε πειραματισμός στην πρώτη απόπειρα της συγγραφέως θα έχει μετριαστεί και βελτιωθεί στο δεύτερο μυθιστόρημα, το οποίο και θα διαβάσω εν ευθέτω χρόνω.

Πάνος Τουρλής