Α αβνταχά: η υπόσχεση

του Δημήτρη Ι. Καλανδράνη

Ο Αλέξανδρος και η Μύριαμ ζουν με τις οικογένειές τους στη Θεσσαλονίκη. Εκείνος χριστιανός, εκείνη Εβραία. Όταν μπαίνουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα μετά τη συνθηκολόγηση τα πάντα ανατρέπονται. Θα επιβιώσει ο έρωτάς τους σε αυτές τις άγριες και απάνθρωπες συνθήκες; Ως πού είναι πρόθυμος να φτάσει ο Αλέξανδρος για την αγάπη του για τη Μύριαμ; Πόσο ριζικά θα ανατραπούν οι ζωές, οι ελπίδες, τα όνειρά τους;

Ο κύριος Δημήτρης Καλανδράνης με το τρίτο του μυθιστόρημα ζωντανεύει τη ρομαντική ιστορία δύο νέων ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές φυλές, έχουν άλλες κουλτούρες και συνήθειες αλλά αγαπιούνται, μόνο που ο συγγραφέας χαράζει ένα εντελώς διαφορετικό αφηγηματικό μονοπάτι που δείχνει με ενάργεια, αντικειμενικότητα και καθαρότητα τα ερείπια που άφησε πίσω του ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος σε πόλεις και ψυχές. Μπορεί να ξεκινάει ως βιβλίο που όλοι περιμένουν να γίνει το αναπόφευκτο (πόσοι άλλωστε Εβραίοι κατάφεραν να ξεφύγουν από τα τρένα για το Άουσβιτς; ), σύντομα όμως διαπιστώνουμε πως η Θεσσαλονίκη και ο αφανισμός του εβραϊκού πληθυσμού είναι μόνο η αρχή ενώ οι εκπλήσσεις έρχονται η μία πίσω από την άλλη. Εθνική Αντίσταση και σαμποτάζ, κατασκοπεία και φυγή στη Μέση Ανατολή, το στρατόπεδο του Άουσβιτς και η «σφηκοφωλιά» του Καΐρου είναι μερικά μόνο από τα μέρη όπου μας ταξιδεύει το μυθιστόρημα, ρίχνοντας βορά στα γρανάζια του πολέμου τους δύο πρωταγωνιστές και τις οικογένειές τους.

Η ιστορία ξεκινάει στα Ιωάννινα, την 6η Απριλίου 1941, ημέρα παράδοσης της Ελλάδας στους Γερμανούς, οπότε μια βόμβα καταστρέφει το νοσοκομείο όπου ο δεκανέας Λεόν Πίντο περίμενε να εγχειριστεί κι έτσι μεταφέρεται στο Αγρίνιο. Την κρίσιμη κατάσταση σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ο Λεόν τη μαθαίνει από τον συνονόματό του Λεόν Μάτσα, υπάλληλο της Εθνικής Τράπεζας Αγρινίου. Με χίλια βάσανα καταφέρνει να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη και να δει ξανά μετά από επτά μήνες τη γυναίκα του, Σάρα και τα παιδιά του, Ιωσήφ και Μύριαμ, καθώς και τ’ αδέλφια του, Σαούλ και Αλμπέρτο. Ο πιο στενός του φίλος είναι ο Λάζαρος Τερζίδης, που έχει το ραφτάδικο στη γειτονιά τους, με δυο παιδιά που ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους: ο Ζαφείρης έγινε μέλος της 3Ε (Εθνική Ένωσις «Ελλάς»), μια οργάνωση με αντικομμουνιστές, αντισημίτες και φασίστες, η οποία παραδόξως είχε καταργηθεί από τον Ιωάννη Μεταξά αλλά άρχισε να δραστηριοποιείται ξανά τώρα με την Κατοχή και ο Αλέξανδρος έχει ερωτευτεί τη Μύριαμ, κάτι που θα δημιουργήσει προβλήματα στις δύο οικογένειες λόγω των διαφορετικών θρησκειών, γλωσσών και εθίμων. Όλα αυτά πάντως είναι μόνο η αρχή, μιας και βιώνουμε πολλά ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα εκείνης της εποχής, χωρίς όμως αυτή η πληθώρα να κουράζει ή να αποθαρρύνει την ανάγνωση χάρη στην έξυπνη παράθεση των σκηνών και τις ενδιαφέρουσες ανατροπές.

Με αφορμή  το μυθιστόρημα έμαθα πολλά για την ισραηλίτικη κοινότητα της συμπρωτεύουσας, για τη γλώσσα και τα έθιμα των Εβραίων, για τα ρωμανιώτικα (διάλεκτο των πρώτων Εβραίων που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα ήδη από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου) και για τη λαντίνο (γλώσσα των Σεφαραδιτών Εβραίων που είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη το 1492 μετά την εκδίωξή τους από την Ισπανία) και τώρα, με τη σκληρή Κατοχή από τρεις Δυνάμεις, αναπαριστώνται με σαφήνεια και τεκμηριωμένα τα μέτρα που πήραν οι Γερμανοί κατά της εβραϊκής κυρίως κοινότητας, τι κατέσχεσαν, πόσο έντονη ήταν η προπαγάνδα κατά των Εβραίων μέσα από φιλοχριστιανικά έντυπα, πώς αντιμετωπίστηκαν οι επιφανείς Εβραίοι, πώς οι κατακτητές αφαιρούσαν δικαιώματα και περιόριζαν ελευθερίες, πώς ήταν η καθημερινή ζωή στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη κι όλα αυτά μόνο για αρχή! Πείνα, ανέχεια, μαύρη αγορά, σκληρός χειμώνας, εκπεσμός, φιλογερμανοί πολιτικοί, γκετοποίηση, όλα δίνονται με σεβασμό και αντικειμενικότητα. Και πόσο ανάγλυφη είναι η πίκρα τους όταν στην αρχή πίστευαν στην προστασία του ελληνικού κράτους αλλά σύντομα διαπίστωσαν πως ούτε η επίσημη κυβέρνηση αλλά ούτε και επιφανείς φορείς ασχολήθηκαν μαζί τους, οπότε, με τις επόμενες κινήσεις των κατακτητών αντιλαμβάνονται πως είναι μόνοι, ανήμποροι και αβοήθητοι απέναντι στο επερχόμενο Ολοκαύτωμα! Η πλατεία Ελευθερίας της 11ης Ιουλίου 1942 με τη συγκέντρωση 9000 Εβραίων από 18 έως 45 ετών που εστάλησαν σε καταναγκαστικά έργα σε όλη την Ελλάδα, η καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου με πάνω από 300.000 τάφους, που πολλοί υπήρχαν από την εποχή της πρώτης εγκατάστασης τον 15ο αιώνα, οι συνοικισμοί του Χιρς και τα τρένα για το Άουσβιτς είναι σελίδες που ζωντανεύουν με γλαφυρότητα και συγκίνηση ενώ στη συνέχεια βιώνουμε ταυτόχρονα την αποκτήνωση του Άουσβιτς και τα σαμποτάζ στην Αίγυπτο που καθυστερούν τις προελάσεις των Γερμανών στην έρημο.

Το «Α Αβνταχά» είναι ένα μυθιστόρημα που, με αφορμή τον «απαγορευμένο» έρωτα μεταξύ ενός χριστιανού και μιας Εβραιοπούλας, πρεσβεύει την ειρήνη στον κόσμο και καταγράφει με διαφάνεια και ειλικρίνεια τον αφανισμό της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο. Διακριτικές μεταφορές και παρομοιώσεις, σωστοί διάλογοι και ενδιαφέρουσες ανατροπές συγκροτούν μια συγκινητική ιστορία αγάπης και ταυτόχρονα φρίκης. «Τα μεγαλύτερα εγκλήματα διαπράττονται όταν τα θύματα είναι ανυπεράσπιστα στο έλεος του θύτη. Για την επιβολή του πειθαναγκασμού σε πεινασμένους και ταλαιπωρημένους πολίτες μιας πόλης με την απειλή της εκτέλεσης, ο επιεικέστερος χαρακτηρισμός είναι αυτός της ανανδρίας και του αυταρχισμού» (σελ. 125), σημειώνει γεμάτος συγκίνηση ο συγγραφέας. Επίσης, μέσα από ενδιαφέρουσες και καθόλου κουραστικές συζητήσεις, τονίζεται η εσωστρέφεια του εβραϊκού στοιχείου και η κεκλεισμένων των θυρών συμπεριφορά του, κάτι που αυτόματα το απομονώνει από τον οποιονδήποτε κοινωνικό περίγυρο, χωρίς όμως να μένει αλώβητος από τη συγγραφική πένα και ο χριστιανισμός, με απόψεις που δεν κατακρίνουν ούτε παίρνουν το μέρος κάποιας από τις δύο πλευρές, απλώς παρατίθενται για λόγους ισομέρειας μέσα από διαξιφισμούς μεταξύ των χαρακτήρων του βιβλίου. Τονίζεται ξανά και ξανά η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, δε διαφέρουν σε τίποτα ως οντότητες αλλά άρχισαν να φαγώνονται όταν ίδρυσαν τις διαφορετικές θρησκείες: «Έξυπνος είναι ο άνθρωπος που, παρ’ όλο που διδάχθηκε και ακολουθεί κάποια θρησκεία, κατορθώνει να ξεπεράσει τα ταμπού της θρησκείας του που του επέβαλαν οι ιερείς ή οι ραβίνοι και αντιλαμβάνεται πώς λειτουργεί ο κόσμος» (σελ. 163-164). Πρόκειται για ένα υπέροχο, προσεγμένο μυθιστόρημα που ισορροπεί ανάμεσα στο ρομαντικό και στο ιστορικό είδος, που κλείνει με έναν αναπάντεχο κύκλο τη στιγμή που έλεγα πως όσα αγάπησα τελείωσαν και με άφησε βουρκωμένο και δακρυσμένο να αναρωτιέμαι γιατί τόσο μίσος κάποτε από ανθρώπους για ανθρώπους, σε τέτοιο βαθμό που ούτε ο έρωτας δεν κατάφερε να εξευμενίσει τη σκληρότητα και την κτηνωδία.

Πάνος Τουρλής