Αστικό ορατόριο

της Ελένης Σανίκου

Στο μικρό αυτό βιβλίο με σύντομες, αλλά καίριες - ως προς το μήνυμα που θέλουν να μεταδώσουν - προτάσεις, η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία μιας αστικής οικογένειας που εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη για να ξεκινήσει τη ζωή της απ' την αρχή στην Ελλάδα, στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι ήρωες κινούνται σε τρεις περιόδους της ελληνικής Ιστορίας:  Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος  βρίσκει τον γενάρχη -καπετάνιο και ιδιοκτήτη ενός στόλου ρυμουλκών -  στην Κωνσταντινούπολη, κι αργότερα, τη φρικτή χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής, όλη την οικογένεια στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος, που ακολούθησε αμέσως μετά, βρίσκει την κόρη του και μητέρα της αφηγήτριας να αντιμετωπίζει την Κατοχή με μια σπάνια γενναιότητα. Η Χούντα, η προδοσία και καταστροφή της Κύπρου και η περίοδος της μεταπολίτευσης, που τελειώνει με τη μεγάλη οικονομική κρίση που βιώνουμε σήμερα, είναι η εποχή που βιώνει άμεσα η αφηγήτρια.

Η φωνή σόλο που υψώνεται μέσα από το σύντομο αυτό ορατόριο είναι εκείνη της μητέρας. Είναι εκεί. Υπάρχει ως ένα αρχέτυπο γυναίκας που αντιστέκεται και προσφέρει. Προσφέρει την αμέριστη βοήθειά της, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στους αντάρτες και στους Εβραίους που κρύβει στο σπίτι της και που στη συνέχεια στέλνει  να πολεμήσουν στη Μέση Ανατολή. Αργότερα, όταν ο πόλεμος τελειώνει, συνεχίζει το έργο της ράβοντας εκατοντάδες ρούχα για τα ξεκληρισμένα χωριά της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Παρασημοφορημένη από το κράτος του Ισραήλ για τη βοήθεια που πρόσφερε και τη δράση της στην Κατοχή, προσπαθεί με το παράδειγμά της να οριοθετήσει την πραγματικότητα και να βοηθήσει με κάθε τρόπο τη ζωή των παιδιών της. Η φωνή της ακούγεται συνεχώς μέσα ακόμα και από το ρετσιτατίβο της εισαγωγής και τις τρομπέτες και τα τύμπανα που υπόκωφα ηχούν, όταν με συντομία περιγράφονται οι φυσιογνωμίες του καπετάνιου παππού και των βουτηχτάδων του  θείου Σάλβο. Ακόμα και η ερωτική περιπέτειά της, στη διάρκεια της κατοχής, μοιάζει σαν μια φυσιολογική συνέπεια της προσωπικότητάς της.

Όταν η φρίκη εκείνων των χρόνων καταλάγιασε και ήρθε η εποχή της ευμάρειας, η μητέρα αρνείται  να παραχωρήσει το σπίτι για αντιπαροχή, σίγουρη ότι η επιβίωση θα είναι δύσκολη σε διαμέρισμα «χωρίς φρουτόδεντρα, λαχανόκηπο, πηγάδι και ξυλόσομπα»! Ακόμα και στην περίοδο της αφθονίας συνεχίζει να παραμένει απτόητη από το κάλεσμα των Σειρήνων της κατανάλωσης και της αλόγιστης σπατάλης.

Η μορφή, όμως, και το παράδειγμα αυτής της μητέρας, δεν είναι παρά μια ευκαιρία για τη συγγραφέα να μιλήσει για όλα αυτά που απασχολούν κυρίως τους νέους σήμερα, που αισθάνονται ότι το μέλλον τους δεν έχει καμία προοπτική εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Με ένα απαλό και υπαινικτικό τρόπο, χωρίς καμιά δασκαλίστικη διάθεση, είναι σαν να τους λέει πως τίποτα από όσα τους απασχολούν σήμερα δεν είναι τόσο τραγικό. Ότι, για παράδειγμα, κάποτε για να κάνει μια κοπέλα έρωτα με τον φίλο της, κρυφά σε κάποια ρεματιά, σκόνταφτε πάνω σε μισοθαμένα πτώματα, θύματα του Εμφυλίου. Ότι για να παίξει ένα παιδί στη γειτονιά, έπρεπε διαρκώς να προσέχει μην το βρει κάποια αδέσποτη σφαίρα. Ή ακόμα και ότι υπήρχαν μεγάλες περίοδοι της σύγχρονης ιστορίας μας κατά τις οποίες μια εκδρομή με αυτοκίνητο στο Σούνιο ήταν κάτι που δεν άντεχε εύκολα η τσέπη μας, διότι το κόστος των καυσίμων και των αυτοκινήτων ήταν απαγορευτικό για την πλειοψηφία των πολιτών. Εν τέλει είναι σαν να σου ψιθυρίζει καθησυχαστικά στο αυτί ότι δεν είναι δα και κάτι το φοβερό αυτή η κρίση. Ακόμα περισσότερο, ίσως είναι μια ευκαιρία για όλους μας να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες μας και να εξετάσουμε από την αρχή τις προτεραιότητές μας.

Όταν κλείνεις το μικρό αυτό βιβλίο αισθάνεσαι ότι όλα θα πάνε καλά στο τέλος, παρ' όλες τις δυσκολίες, και πως το πιο σημαντικό σε αυτή τη ζωή δεν είναι η επάρκεια αγαθών, αλλά κυρίως η ποιότητα των ανθρώπων. Πως την πιο ουσιαστική Ιστορία του κόσμου δεν την γράφουν οι αστοί, οι προλετάριοι, οι πλούσιοι ή οι φτωχοί, παρά μονάχα οι Άνθρωποι. Οι Άνθρωποι που προσφέρουν και αντιστέκονται, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους ή τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Οι Άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ ως στόχο την κατανάλωση στη ζωή τους και γι' αυτό ακριβώς το λόγο κατάφεραν να ζήσουν αυτή τη ζωή στην ύψιστη ουμανιστική της ουσία. Άνθρωποι και ιστορίες που μπορούν ακόμα να διδάξουν, αρκεί οι άλλοι να μπορούν να «ακούσουν».

Ζέφυρος Καυκαλίδης, συγγραφέας.