Από δρυ παλιά κι από πέτρα

της Noelle Baxer

«Πες μου κι εσύ το γένος σου κι ο τόπος σου ποιος είναι. Μήτε από δρυ γεννήθηκες παλιά, μήτε από πέτρα» (Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία τ στίχοι 162-163).

Με αυτήν τη ρήση η συγγραφέας μας καλωσορίζει στη ζωή της Πηνελόπης, που γεννιέται στο Αϊδίνι αλλά η μητέρα της τη στέλνει να ζήσει στην οικογένεια του Βρετανού υπηκόου και μεγάλου υφασματέμπορα Καλφατζή που ζούσε στην Κερύνεια της Κύπρου. Η Πηνελόπη μεγαλώνει, μαθαίνει τη ζωή, κάνει σκέψεις κι όνειρα και το ριζικό της την προορίζει να παντρευτεί και να μετακομίσει στη Σμύρνη λίγα χρόνια πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Κάνει παιδιά, οι Τούρκοι της παίρνουν τα όνειρα και τις ελπίδες και καταφεύγει με την οικογένειά της πίσω στην Κερύνεια αλλά όχι για πολύ: ριζώνουν στην Αθήνα και γίνονται εκλεκτά μέλη της αστικής τάξης. Με την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου τους φυγαδεύουν μαζί με τους υπόλοιπους Βρεετανούς υπηκόους στην Αίγυπτο κι από κει στην Ινδία. Τα παιδιά θέλουν να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο κι η Πηνελόπη πάντα εκεί να τα συντρέχει και να αγωνιά γι? αυτά. Η μεταπολεμική ζωή της οικογένειας κυλά σχετικά ήρεμα πίσω στην Ελλάδα.

Μου άρεσε το στυλ, μου άρεσε το γράψιμο, η ιδέα να μας μιλούν εναλλάξ η Πηνελόπη και αργότερα η κόρη της σε πρώτο ενικό, και καλά σαν μια φανταστική συζήτηση μεταξύ τους Δυστυχώς αυτό το μοτίβο ακολουθείται αργότερα κι από τα εγγόνια της Πηνελόπης και ψιλο-χάνεται η μπάλα αλλά η συγγραφέας βοηθά με τον τρόπο της, που δεν γίνεται περιττός ή χαζός, να σε καθοδηγήσει σωστά στο πρόσωπο που αφηγείται. Η Σμύρνη με τα μάτια της Πηνελόπης, τα πλούτη της, η ζωή των Ελλήνων, τα όνειρα και οι προσδοκίες με την άφιξη του ελληνικού στρατού το 1919 αλλά και η οργή και οι βιαιοπραγίες των Τσετών το 1922 κι αργότερα ο όλεθρος του δεύτερου πολέμου.

Ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου ξεφυτρώνουν και το εμπλουτίζουν στίχοι από την Οδύσσεια που δένουν τόσο μα τόσο ωραία με τη ροή του κειμένου που του δίυνον νέα εικόνα, νέα πνοή. Φυσικά δεν ακολουθείται παράλληλη πορεία Οδύσσειας και Πηνελόπης σε καμία περίπτωση, απλλώς τυχαίνει κάποιοι στίχοι να ταιριάζουν με τα αισθήματα των ηρώων και τα περιστατικά που μας αφηγείται η συγγραφέας.

Ολοζώντανοι χαρακτήρες, μια ολοκληρωμένη γυναίκα (κοριτσάκι, μητέρα, γιαγιά) και μια ωραία τοιχογραφία των γεγονότων των αρχών του 20ού αιώνα μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας που αγάπησε, γέννησε, πόνεσε, μάτωσε.

Κι εδώ ακριβώς είναι η αντίρρησή μου. Χωρίς να μειώνω τη σημαντική αξία του κειμένου, την κατάθεση ψυχής της συγγραφέως, το γεγονός ότι ούσα Ελληνο-βρετανίδα η Μπάξερ μιλάει αντικειμενικά για την Ελλάδα και τις καταστροφές της, δεν μπορώ να δεχτώ ως Έλληνας αναγνώστης έτσι αγόγγυστα το γεγονός ότι η ηρωίδα του μυθιστορήματος γλύτωσε από πολλά χάρη στη βρετανκή υπηκοότητά της. Ναι δεν υπερηφανεύεται ούτε κομπιάζει ότι «γιούπι γλυτώσαμε» αλλά στη μεν μικρασιατική καταστροφή επιβιβάστηκε σε βρετανικό πλοίο, στη δε Κατοχή φυγαδεύτηκε μαζί με άλλους βρετανούς στην Αίγυπτο και παρ? όλ? αυτά κλαίει και οδύρεται για όσα έχασε και που ξεκινάει από την αρχή. Δε χρειάζεται να θυμίσω νομίζω τους βιασμούς και τους εξευτελισμούς που υπέστησαν Αρμένιοι και Έλληνες από τους Τούρκους ούτε την πείνα και τα βασανιστήρια που έζησαν οι κατακτημένοι Έλληνες από τους Γερμανοϊταλούς, οπότε το θεωρώ τουλάχιστον ειρωνία να κλαίει μια γυναίκα που απλώς έχασε το βιος της και δε φυλακίστηκε ούτε βασανίστηκε ούτε μισοτρελάθηκε ούτε έχασε την παρθενιά της ούτε είδε εικόνες φρίκης ούτε αντιστάθηκε ούτε πείνασε. Η υπόθεση σώζεται από την έλλειψη κομπασμού και έπαρσης αλλά και πάλι μου γεν΄νηθηκαν αυτές οι σκέψεις.

Καλογραμμένο κείμενο, νοσταλγικό και τρυφερό, συναισθηματικό χωρίς να καταντά μελό και επίπεδο κι επιφανειακό, με βάθος και περιεχόμενο.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

Για τη Σμύρνη: «Πουθενά στον κόσμο δεν υπήρχε ανάλογη πόλη που να συνδυάζει τον ελληνικό νου, τη γλυκιά ραθυμία της Ανατολής, το εμπορικό δαιμόνιο των Εβραίων, την εργατικότητα των Αρμενίων, την κομψότητα του Παρισιού, τη φραγκολεβαντίνικη ευθυμία, τη στιβαρή ευρωπαϊκή ιδιοσυγκρασία. Όλα αυτά σε μια γη απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς και ιστορικής κληρονομιάς» (σελ, 52).

«Όλη τη νύχτα κατάπινα με βουλιμία ωραίες εικόνες και τώρα, βαρυστομαχιασμένη, τις χώνευα ήδη για να μεταμορφωθούν σε πανέμορφες αναμνήσεις» (σελ. 185).

«Οι αναμνήσεις είναι καταμέτρηση των απωλειών, των χαμένων προσώπων, των λησμονημένων στιγμών, των κωφάλαλων λέξεων. Οι αναμνήσεις είναι μνήματα. Τα αισθήματα που δεν πονάνε πια είναι μια οδυνηρή ανακάλυψη. Οι θρήνοι οι ξεχασμένοι, τίποτα πιο θλιβερό. Εκτός ίσως από το θρήνο που δε θυμάσαι την αιτία. Ένας αναίτιος θρήνος, ανόητος, συνεχής, γιατί χωρίς αιτία του λείπει η αρχή και χωρίς αρχή δεν έχει τέλος» (σελ. 366).

Πάνος Τουρλής