Αν οι νεκροί δεν ανασταίνονται

του Philip Kerr

Στο Βερολίνο του 1934 ο Bernie Gunther εργάζεται πλέον στο ξενοδοχείο Άντλον και μια σειρά από γεγονότα θα τον οδηγήσουν σ’ έναν τεράστιο μηχανισμό που δραστηριοποιείται στον χώρο των κατασκευών της Ολυμπιάδας που θα διεξαχθεί σε δύο χρόνια. Οι Εβραίοι έχουν εκδιωχθεί από κάθε πλευρά της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, μια Αμερικανίδα δημοσιογράφος έρχεται στην πόλη για να μποϊκοτάρει με τα άρθρα της τους Ολυμπιακούς Αγώνες ενώ οι Ναζί δε διστάζουν να κάνουν τα πάντα προκειμένου να τονίσουν τη δύναμη της ανερχόμενης Γερμανίας. Είκοσι χρόνια μετά, οι βασικοί ήρωες της ιστορίας θα συναντηθούν στην Αβάνα για το τελικό ξεκαθάρισμα.

Ο πρωταγωνιστής αναγκάστηκε σε παραίτηση από το σώμα επιθεωρητών της αστυνομίας του Βερολίνου εξαιτίας της πίστης του στην παλιά Δημοκρατία της Βαϊμάρης κι αυτό τον έχει γεμίσει πίκρα: «Τα λάθη της Δημοκρατίας ήταν πολλά, αυτό ήταν αλήθεια, αλλά τουλάχιστον ήταν πραγματική δημοκρατία. Και μετά την κατάρρευσή της το Βερολίνο, η πόλη όπου γεννήθηκα, ήταν σχεδόν αγνώριστο. Προηγουμένως ήταν το πιο φιλελεύθερο μέρος στον κόσμο. Τώρα έδινε την εντύπωση πως ήταν χώρος στρατιωτικών παρελάσεων. Οι δικτατορίες πάντα φαίνονται καλές, μέχρι που κάποιος αρχίζει να σου υπαγορεύει» (σελ. 17). Με τους νέους νόμους περί καθαρότητας της αρίας φυλής, ο Gunther, με γιαγιά Εβραία, αγωνίζεται να σβήσει το παρελθόν του και καταφεύγει στην «άρια μετάγγιση» μέσω έμπιστού και ικανού πλαστογράφου. «Δεν είμαι Ναζί. Είμαι Γερμανός. Και ένας Γερμανός είναι διαφορετικός από τους Ναζί. Γερμανός είναι αυτός που κατορθώνει να ξεπερνάει τις χειρότερες προκαταλήψεις του. Ναζί είναι αυτός που τις κάνει νόμους» (σελ. 130). Και δε χάνει στιγμή προκειμένου να τονίζει πόσο ολέθρια είναι όλη αυτή η κατάσταση με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ: «Είναι η μοίρα κάθε φυλής να πιστέψει πως είναι η εκλεκτή του Θεού… Αλλά είναι η μοίρα λίγων μόνο φυλών να είναι αρκετά ηλίθιες ώστε να προσπαθήσουν να το εφαρμόσουν» (σελ. 404).

Ταυτόχρονα, έχει να αντιμετωπίσει την καταγγελία ενός πελάτη του πολυτελούς ξενοδοχείου στο οποίο εργάζεται ότι κλάπηκε ένα κουτί ασιατικής τεχνοτροπίας που τελικά έχει εξαφανιστεί από το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, τον Έριχ Λίμπερμαν φον Σόνενμπεργκ, επικεφαλής της Δίωξης Εγκλήματος του Βερολίνου, που του ζητά να μελετήσει κάνα δυο υποθέσεις του επιθεωρητή Ρίχαρντ Μπέμερ και να τον συμβουλεύσει για την πορεία των ερευνών που οφείλει ο τελευταίος να κάνει, κι όλα αυτά σε μια ατμόσφαιρα που μυρίζει μπαρούτι: στην πόλη φτάνει ένα μέλος της Αμερικανικής Ολυμπιακής Επιτροπής για να αποφασίσει αν είναι κατάλληλη για να φιλοξενήσει τους Αγώνες σε δύο χρόνια, με αποστολή να βρει στοιχεία για το αν η κυβέρνηση κάνει διακρίσεις εναντίον των Εβραίων. Η εισήγησή του είναι θετικότατη και η Επιτροπή δέχτηκε την πρόσκληση της Γερμανίας να συμμετάσχει στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στο πλαίσιο της δυσαρέσκειας για τη θετική αυτήν εισήγηση, στο Άντλον καταλύει η Νορίν Χαραλαμπίδη, θεατρική συγγραφέας και δημοσιογράφος στη Herald Tribune της Νέας Υόρκης, με σκοπό να γράψει ένα αντικειμενικό άρθρο για την επικείμενη Ολυμπιάδα του Βερολίνου. Προτείνει λοιπόν στον Gunther να ερευνήσει για λογαριασμό της την ταυτότητα και τις συνθήκες θανάτου του πτώματος ενός Εβραίου που σταμάτησε να εξιχνιάζει πλέον ο Μπέμερ λόγω της φυλής του νεκρού. Τα ίχνη οδηγούν στις κατασκευές των ολυμπιακών έργων. «Μια Ολυμπιάδα χωρίς την Αμερική δε θα είχε νόημα. Γι’ αυτό είναι σημαντικό το μποϊκοτάζ. Επειδή αν οι Αγώνες δεν διεξαχθούν εδώ, θα ήταν το πιο σοβαρό χτύπημα που θα μπορούσε να υποστεί το κύρος των Ναζί μέσα στη Γερμανία» (σελ. 223).

Έχουμε και πάλι μικρές ψηφίδες που συγκροτούν ένα μεγαλύτερο παζλ διαφθοράς, καχυποψίας, προδοσίας και φρίκης, με τον ναζισμό να κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος και τον Gunther να αποκτά όλο και περισσότερους εχθρούς. Είμαστε ακόμη στα πρώτα του βήματα στο σύμπαν που δημιούργησε ο διορατικός συγγραφέας Philip Kerr, οπότε είναι πιο καυστικός από ποτέ και έντονα αντίθετος στον ρόλο που αρχίζει να δείχνει πως έχει ο Αδόλφος Χίτλερ. Περνάει τα πάντα από κόσκινο και σχολιάζει με τον δικό του τρόπο τα γεγονότα, χαρακτηριστικό που άρχισε να μαλακώνει, αν όχι να λειαίνεται, από τα μεταγενέστερα συμβάντα της ζωής του που παρατέθηκαν σε άλλα βιβλία της σειράς. Το γεγονός πως είμαστε στην αρχή του τέλος του κόσμου όπως τον ήξεραν δίνει άφθονη τροφή στον Gunther να προφητεύει και να μαντεύει τα μελλούμενα, αλλά όχι και το μέγεθος της επαπειλούμενης φρίκης. Ειδικά στο δεύτερο μέρος υπάρχουν πολλές αναφορές στις περιπέτειες που έζησε κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά και αργότερα, στην Αργεντινή, ιστορίες που γνωρίζουμε μέσα από τα άλλα βιβλία με ήρωα αυτήν την αξιοπρόσεκτη προσωπικότητα.

Έχοντας πάψει από την αρχή σχεδόν να ψάχνω με ποια σειρά πρέπει να διαβάσω τα βιβλία με πρωταγωνιστή τον Gunther, επικεντρώνομαι πλέον στην υποβλητική ατμόσφαιρα της εκάστοτε εποχής και περιοχής που διαλέγει ο συγγραφέας να τοποθετήσει τον ήρωά του και στην εκπληκτική ψυχογράφηση του ήρωα αυτού, που σε κάθε μα κάθε βιβλίο όλο και κάποιο πετραδάκι προστίθεται. Ο Gunther, που παραμένει είρων, πανέξυπνος, φλύαρος και αντιναζιστής, σε αυτό το βιβλίο, εκτός του ότι και πάλι μπλέκεται σε μπελάδες που θ’ αλλάξουν τη ζωή του ριζικά, ανακαλύπτουμε πως αγαπάει πολύ τον μοντελισμό και συγκεκριμένα τα τρενάκια: «Μου αρέσει ο τρόπος που πηγαίνουν γύρω γύρω, σαν μια απλή, αθώα σκέψη στο κεφάλι μου. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορώ να αγνοώ όλες τις άλλες σκέψεις εκεί μέσα» (σελ. 398).

Η ιστορία όμως λύνεται κατά το ήμισυ, θα έλεγα, για να μεταβούμε είκοσι χρόνια αργότερα στην Κούβα του δικτάτορα στρατηγού Φουλχένσιο Μπατίστα που υποστηρίζεται σθεναρά από τις Ηνωμένες Πολιτείες κι έχει αναγνωριστεί ως Πρόεδρος της χώρας του τη στιγμή που ο Φιντέλ Κάστρο ετοιμάζει την απάντησή του. Ο Gunther έχει φύγει από την Αργεντινή και ζει στην Κούβα, προσπαθώντας να βρει τρόπο να επιστρέψει στη Γερμανία για να εξαφανιστεί και πάλι. Φυσικά θέλει να αποφύγει το Βερολίνο γιατί είναι περίκλειστο από την κομμουνιστική Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας αλλά κυρίως επειδή καταζητείται για τη δολοφονία δύο γυναικών στη Βιέννη το 1949 (άλλη μια επιτυχημένη παγίδα των εχθρών του).

Στο σημαντικό αυτό νησί ο Gunther συναντάει ξανά τη Νορίν Χαραλαμπίδη και συναναστρέφεται ανθρώπους που πιστεύουν και υποστηρίζουν έμπρακτα την αγάπη του Φιντέλ Κάστρο για τον λαό, επομένως οι επαναστατικές του κινήσεις για την ανατροπή της δικτατορίας βρίσκουν άφθονους θιασώτες. Τελικά βρίσκει δουλειά ως γενικός διευθυντής σ’ ένα καλό τοπικό ξενοδοχείο και καζίνο και μπλέκεται για τα καλά σ’ έναν φόνο που είναι σε θέση να ξεσηκώσει πόλεμο συμμοριών στο νησί! Εδώ το ιστορικό μυθιστόρημα μετατρέπεται καθαρά σε αστυνομικό νουάρ, με την εμπλοκή του πρωταγωνιστή στον υπόκοσμο του νησιού και με τα βήματα που ακολουθεί ως την επίλυση της δολοφονίας ενώ ταυτόχρονα αγωνίζεται να διατηρήσει ισορροπίες με το καθεστώς ώστε να μπορέσει να διαφύγει. Όσο συναρπαστικό και γνώριμο ήταν το στυλ, το ύφος και το περιεχόμενο του πρώτου μέρους, τόσο διεκπεραιωτικά διάβαζα το δεύτερο, απλώς και μόνο για να δω γιατί κάποιοι σημαντικοί χαρακτήρες του βιβλίου ξαναβρέθηκαν και πώς θα επηρεάσει αυτό τις σχέσεις τους. Το αποτέλεσμα είναι μια ψυχολογική μεταστροφή του Gunther, απότοκη όχι μόνο των γεγονότων του 1934 αλλά και όλων σωρευτικά των περιπετειών που βίωσε σε Σιβηρία, Γερμανία και όπου αλλού τον έστειλε η λαίλαπα για την οποία είχε εξαναγκαστεί να δουλεύει. Η εμμονή μάλιστα στις γνωστές λεπτομέρειες που αναπαριστούν υπέροχα την ατμόσφαιρα και τον τόπο με κούρασε λίγο περισσότερο, αφού πλέον είχα ήδη νιώσει πλήρης με το πρώτο μέρος.

Νουάρ ατμόσφαιρα, οι γνωστές ειρωνικές και πετυχημένες παρομοιώσεις και μεταφορές του πρωταγωνιστή κατά την αφήγησή του («Η φωνή της φάνηκε να κομπιάζει, να πιάνεται κάπου σαν κασμιρένιο πουλόβερ σε καρφί», σελ. 413), ισοπεδωτικό και απρόσμενο χιούμορ («Το μαγιό ήταν αφημένο στο μονοπάτι για την πισίνα, δίπλα στα σάλια μου», σελ. 464), πολλές πληροφορίες και τοποθεσίες του Βερολίνου και της Κούβας, διαδοχικά βήματα επίλυσης της υπόθεσης, μικρά συναρπαστικά περιστατικά που δείχνουν τον κύκλο του Gunther και διαδέχονται το ένα το άλλο ώστε να σχηματίσουν καλύτερα τον τόπο, την ατμόσφαιρα και τα καθήκοντα του πρώην αστυνομικού πριν μπούμε στην καθαυτή δράση είναι μερικά από τα γνωστά θετικά χαρακτηριστικά των βιβλίων με ήρωα τον Bernie Gunther που κι εδώ με κέρδισαν ως έναν βαθμό. Δε γίνεται να μη βγεις κερδισμένος ως αναγνώστης από βιβλίο που τελειώνει έτσι: «Ίσως τελικά το σπίτι να ήταν στοιχειωμένο. Και αν δεν ήταν στοιχειωμένο, ξέρω πως ήμουν εγώ, μάλλον για πάντα. Κάποιοι από μας πεθαίνουν σε μια μέρα. Κάποιοι, όπως εγώ, χρειάζονται πολύ περισσότερο χρόνο. Ίσως και χρόνια… Αν οι νεκροί δεν ανασταίνονται, τότε τι συμβαίνει στο πνεύμα ενός ανθρώπου; Και αν τελικά ανασταίνονται, σε ποιο σώμα θα κατοικήσουν; Δεν είχα τις απαντήσεις. Κανείς δεν τις είχε. Ίσως αν μπορούσαν να αναστηθούν οι νεκροί και να είναι αδιάφθοροι και αν μπορούσα εγώ να αλλάξω εν ριπή οφθαλμού για πάντα, τότε ίσως αυτός ο θάνατος να άξιζε τον κόπο να σκοτωθώ ή ν’ αυτοκτονήσω» (σελ. 599).

Πάνος Τουρλής