Αντέχεις;

της Χριστίνας Πομόνη

Δεκαετία του 1990. Ένα τηλεφώνημα θα ανατρέψει τη ζωή του καταξιωμένου ηθοποιού Κωστή Ιωάννου και θα ξεκινήσει μια αλυσιδωτή σειρά γεγονότων που θα ξεσκεπάσουν κάποια ανομολόγητα μυστικά του παρελθόντος. Ο Κωστής, παρακινημένος από ένα ανώνυμο τηλεφώνημα, ετοιμάζεται να ταξιδέψει στο Μαίναλο, όπου έχασε τους γονείς του και την αδερφή του σε τροχαίο, μόνο και μόνο για να του πουν σήμερα πως αυτό ήταν δολοφονία. Από τα Άγραφα στην Αθήνα κι από κει στην Καρύταινα («το Τολέδο της Ελλάδας») γυναίκες που μεγαλώνουν παιδιά με αυταρχικό και μειωτικό τρόπο, γυναίκες που πέφτουν θύματα βιασμού και της ανομολόγητης σιωπής σε μια κλειστή κοινωνία, άνθρωποι που παίζουν διπλό παιχνίδι καταπατώντας ιδανικά και τύχες αθώων, όλα μπλεγμένα σε ένα κουβάρι που θα λυθεί από όσους αντέξουν μέχρι το τέλος. Μια ιστορία που ξεδιπλώνεται στο σήμερα σχεδόν παράλληλα με το χτες μέσα από τις αναμνήσεις των πρωταγωνιστών.

Η ιστορία του βιβλίου, χωρίς να είναι πολυπρόσωπη, απαίτησε αρκετή συγκέντρωση, τουλάχιστον μέχρι να καταλάβω τι πραγματικά συμβαίνει ανάμεσα στις δύο βασικές οικογένειες και ποιοι είναι οι δεσμοί που τους ενώνουν. Η αφήγηση ρέει αβίαστα, τα γεγονότα ακολουθούν το ένα το άλλο με καταιγιστικό ρυθμό και τα πιόνια παίρνουν τις θέσεις τους πριν το τελικό ρουά ματ. Η συγγραφέας έχει στήσει αριστοτεχνικά έναν ιστό από τον οποίο δύσκολα θα ξεφύγει κάποιος από τους ήρωες που διάλεξε να αγαπήσει (ή μήπως να μισήσει, μιας και όλοι τους είναι λες και ανέβηκαν σε ένα roller coaster που τους μεταφέρει με μεγάλη ταχύτητα στις πιο ακραίες γωνίες του μυαλού τους). Παράλληλα με την ιστορία της οικογένειας του Κωστή Ιωάννου εκτυλίσσεται το δράμα και μιας άλλης γυναίκας, η οποία μεγαλώνει τρία παιδιά με τόσο απότομο και άσχημο τρόπο που δημιουργεί βαθιά τραύματα με ανυπολόγιστες συνέπειες. Ποιος είναι ο συνεκτικός δεσμός ανάμεσά τους; Τι έχει συμβεί στη ζωή αυτής της γυναίκας για να έχει αυτήν τη νοοτροπία; Ή μήπως τη δύναμη της φύσης να επηρεάζει με τη μουντάδα της την ψυχολογία και την πνευματική ανάπτυξη των ανθρώπων (δεν είναι τυχαίο πως τα γεγονότα διαδραματίζονται σε ορεινά τοπία κι όχι σε ηλιόλουστες παραθαλάσσιες περιοχές);

Οι χαρακτήρες αρχικά φάνηκαν να κινούνται παράλληλα και κατά τόπους σε αλλεπάλληλα επίπεδα, δημιουργώντας μου την αίσθηση πως έχουμε δύο ιστορίες, με διαφορετική κεντρική ιδέα και ξεχωριστή σκιαγράφηση χαρακτήρων. Σύντομα όμως οι δεσμοί μεταξύ των πρωταγωνιστών και των δευτεραγωνιστών μπλέχτηκαν σφιχτά ενώ τα μυστικά και οι ανατροπές διαδέχονταν η μία την άλλη. Τι θέλησε άραγε η κυρία Πομόνη να στηλιτεύσει και να τονίσει με αυτό το μυθιστόρημα; Την ανθρώπινη υπόσταση της μάνας, που διάλεξε να αναθρέψει τα παιδιά της επίτηδες κατ’ αυτόν τον τρόπο, μη γνωρίζοντας κάτι καλύτερο; Ταυτόχρονα όμως σε μια συγκλονιστική σκηνή, ακριβώς αυτή η μητρότητα εξυψώνεται και λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας απέναντι σε ένα τραγικό γεγονός. Μήπως θέλησε να δείξει πως τα μυστικά, όσο βαθιά κι αν θαφτούν, κάποια στιγμή θα έρθουν στην επιφάνεια οπότε καλείται ο άνθρωπος, με όλες του τις αδυναμίες, να πάρει τις σωστές αποφάσεις; Οι απαντήσεις ποικίλουν, όπως και οι αναγνώστες.

Από την άλλη, διαβάζοντας τη σελίδα 98, σκέφτηκα μήπως το κείμενο είναι ένας λυρικός τρόπος αποχαιρετισμού της συγγραφέως στην αθωότητα των πρώτων μας χρόνων, με τις πιο πολύτιμες αναμνήσεις, με τη σφυρηλάτηση του Εγώ και του Υπερ-Εγώ μας. Συγκινήθηκα όταν διάβασα αυτές τις γραμμές: «Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τα ξένοιαστα παιδικά χρόνια. Οι τόποι που ζήσαμε έχουν πάνω τους χαραγμένα τα χνότα και τα σημάδια μας, τις δικές μας στιγμές, νότες από τραγούδια που σκαρώσαμε, λάθη, φορτία, ψέματα και νύχτες που μας χαράμισαν, κτίρια πέτρινα με τοξωτά παράθυρα και τοίχους γεμάτους γκράφιτι και τα χνάρια του χρόνου αφημένα πάνω τους σαν χρώματα πεταμένα άναρχα, πιτσιλιές μιας ζωής γεμάτης όνειρα και αναμνήσεις, όλα αφημένα μέσα μας για να μπορούμε να τα βρίσκουμε κάθε φορά που το παρόν δεν φτάνει για να καλύψει το κενό».

Τέλος, η κυρία Πομόνη είναι άτεγκτη και αυστηρή απέναντι στην ελληνική οικογένεια: «Η αγία ελληνική οικογένεια στην οποία καθένας ξέρει διαφορετική εκδοχή για το ίδιο γεγονός και μόνο ένας γνωρίζει ολόκληρη την αλήθεια. Και άξαφνα, όταν όλα βγαίνουν στη φόρα, σαν από θαύμα οι μισοί ήξεραν αλλά δε μιλούσαν… Χίλιες φορές ορφανός παρά με δαύτους!» (σελ. 191).

Η δεκαετία του 1990, τόσο κοντά μας και ταυτόχρονα τόσο μακριά, εμφανίζεται σποραδικά από πραγματολογικής άποψης στο κείμενο, δίνοντας αληθοφάνεια και μελετημένο φόντο στο μυθιστόρημα, χωρίς να υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες που θα βαρύνουν την ανάγνωση. Αυτό όμως που με μάγεψε στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι η ικανότητα της συγγραφέως να δημιουργεί εκπληκτικά τοπία με τη γραφή της. Μουντά, γκρίζα και άχρωμα βουνά, κλειστά σπίτια και στόματα, απομονωμένες ρεματιές και ψυχές, αποδίδουν μοναδικά τις κλειστοφοβικές σεκάνς που διάλεξε η κυρία Πομόνη να περιγράψει με τη δική της, χαρακτηριστική γραφή. Τα Άγραφα αποδίδονται με μαεστρία:

«Ορεινή και άβατη η περιοχή, οχυρωμένη ανάμεσα σε θεόρατα βουνά, απέραντα δάση και ορμητικά ποτάμια, είχε δικαίως ονομαστεί Άγραφα από την εποχή της Τουρκοκρατίας» (σελ. 28).  Και συνεχίζει: «Ο χρόνος είχε αφήσει τα σημάδια του στα σπίτια και τα χωράφια του τόπου μα περισσότερο στα ρυτιδιασμένα πρόσωπα και τα ροζιασμένα χέρια των λιγοστών κατοίκων» (σελ. 29). Ενώ στη σελ. 127 περιγράφεται ακριβώς το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσονται όλες αυτές οι τραγωδίες: «Οι οροσειρές των Αγράφων ήταν χιονισμένες και η καταχνιά, μόνιμη σύντροφος του χειμωνιάτικου τοπίου, έδινε μια μελαγχολική χροιά στον απομακρυσμένο τόπο. Οι κορυφές των δέντρων, ανεμοδαρμένες και έρημες, εξαφανίζονταν πίσω από τα πυκνά σύννεφα και στο βάθος του ορίζοντα μόλις που αχνοφαίνονταν οι αχτίνες του ήλιου».

Η τραγική ειρωνεία και το σασπένς είναι εξίσου βασικά χαρακτηριστικά, με δύο κεφάλαια να είναι τα πιο τραγικά και ταυτόχρονα τα πιο κομβικά σε όλο το βιβλίο. Εκτεταμένες συζητήσεις, πολυσέλιδες σκηνές που αντί να ατονήσουν την ιστορία, στην κυριολεξία την απογείωσαν, μιας και οι μεγαλύτερες εκπλήξεις, που όμως θα οδηγήσουν σε νέα ανείδωτα μονοπάτια, διημείφθησαν σε εκείνα τα σημεία. Κάθε παράγραφος και μία έκπληξη, κάθε σελίδα κι ένα δυνατό χαστούκι στον ανυποψίαστο αναγνώστη, ο οποίος προσπαθεί ταυτόχρονα με τους ήρωες του βιβλίου από τη μια να ξεμπερδέψει το κουβάρι κι από την άλλη να δει ως πού είναι σε θέση να φτάσουν οι ψυχικές του αντοχές προκειμένου να μάθει την αλήθεια αλλά να υποστεί και τις συνέπειες. Και δεν είναι μόνο η δυνατή, ανατρεπτική πλοκή αλλά και η σωστή επιλογή λέξεων, που τοποθετούνται ακριβώς στη θέση που τους αρμόζει ενώ η ποικιλία του λεξιλογίου είναι πραγματικά μεγάλη.

Το «Αντέχεις;», με το κάπως ιδιαίτερο εξώφυλλο, είναι ένα δυνατό, στιβαρό μυθιστόρημα για τις ανθρώπινες σχέσεις, τον τρόπο που διαλύονται και τις ανυπολόγιστες συνέπειες που επιφέρουν στον ψυχισμό του καθενός ενώ καταγράφει στυγνά, ανελέητα και ωμά το πόσο τρωτοί και αδύναμοι είμαστε όλοι. Λίγα πρόσωπα, δεμένα με λίγο δυσνόητες και ίσως κατά τόπους υπερβολικά συμπτωματικές μεταξύ τους σχέσεις, ζουν και κινούνται σε ένα άτονο περιβάλλον, αναζητώντας λίγη λιακάδα αλήθειας και δικαίωσης. Θ’ αντέξουν το τίμημα αυτής της χίμαιρας;

Πάνος Τουρλής