Ανησυχία

του Ζουλφί Λιβανελί

Ο Ιμπραήμ, σημαντικός και γνωστός δημοσιογράφος σε μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα, ζει και εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη ώσπου η είδηση του θανάτου ενός άντρα στο Τζάκσονβιλ των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής από αντιισλαμιστές ρατσιστές τού τραβάει την προσοχή. Ο νεκρός ήταν ο Χουσεΐν Γιλμάζ, παιδικός του φίλος, κι έτσι ο Ιμπραήμ αποφασίζει να επιστρέψει στη γενέτειρά του, το Μάρντιν, στα σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία, ώστε να μάθει τι συνέβη στον άνθρωπο αυτόν. Η επιστροφή όμως θα είναι ένα ταξίδι σε μια άγνωστη πλέον περιοχή, με τα δικά της, καινούργια και σημαντικά προβλήματα, ενώ το προσφυγικό που ταλανίζει τη χώρα και οι διαφορές των συροϊακωβιτών και των Γεζιντί με τον ISIS είναι η αφετηρία για ένα ταξίδι βαθιά μέσα στη θρησκευτική νοοτροπία της Τουρκίας.

Το κείμενο είναι λυρικό και εξισορροπημένο απέναντι στις κάθε είδους διαφορές που ταλανίζουν φυλές ή και ολόκληρα κράτη. Το γνωστό ονειρεμένο, τρυφερό και βαθιά φιλοσοφημένο συγγραφικό στυλ της τουρκικής λογοτεχνίας έχει βρει τον καλύτερο εκπρόσωπό του στον Ζουλφί Λιβανελί. Η ιστορία εκτυλίσσεται σταδιακά, ορθά, με ανθρώπινες, συγκινητικές και ρεαλιστικές σκηνές ενώ το ταξίδι που κάνει ο Ιμπραήμ είναι γεμάτο περιγραφές χαρακτήρων και καταστάσεων, χωρίς πουθενά να ξεφεύγουμε από τον άξονα ενός μυθιστορήματος για να παρασυρθούμε είτε σε φιλοσοφική ποίηση στυλ Χαλίλ Γκιμπράν είτε σε προκλητικό, εριστικό, μονόπλευρο μανιφέστο κατά του ISIS και του φανατισμού.

Το κείμενο είναι ένα γάργαρο ποτάμι, ήσυχο και διακριτικό, που ρέει ανάμεσα σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον στο οποίο θες να μείνεις για όσο περισσότερο γίνεται ενώ ταυτόχρονα από τη βοή του και την ορμή του ξέρεις πως θα είναι θανάσιμο έτσι και υπερχειλίσει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και οι ιδέες που παραθέτει ο συγγραφέας, η κοσμοθεωρία του, αυτά που θέλει να πει, καταγράφονται διακριτικά, ακριβοδίκαια, πλειστάκις όμως η αδικία που νιώθει, οι ακρότητες που γίνονται εις το όνομα του Αλλάχ, η αδιαφορία των επίσημων χειλέων απέναντι σε απάνθρωπες συμπεριφορές και ωμότητες, είναι καταστάσεις που γεμίζουν την πένα του με οργή και μένος. Δεν αρχίζει όμως να «κηρύττει από άμβωνος», προτιμά να παραμείνει στο ταπεινό ύψος της ανθρώπινης ψυχής και να φέρει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τον βαθμό παραφροσύνης μέσα από παραστατικές εικόνες και να τον κάνει κοινωνό των ανομολόγητων βασανισμών που υφίστανται αθώοι άνθρωποι από κτήνη που πιστεύουν τυφλά απλώς σε μια διαταγή ενός χαλίφη! Η ήρεμη σχετικά οικογενειακή ζωή στο Μάρντιν αντιδιαστέλλεται με τις περιπέτειες μιας προσφυγοπούλας που περνάει του λιναριού τα πάθη μέχρι να ξεφύγει και να βρει άσυλο στην Τουρκία.

Πολλές φορές η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ιμπραήμ εναλλάσσεται με τα κεφάλαια-μονολόγους κάποιων ανθρώπων που συναντάει ο αφηγητής στην πόλη όπου επέστρεψε κι έτσι αντί να έχουμε διάλογο και ερωταποκρίσεις ο Λιβανελί κατέφυγε στο τέχνασμα του μονόλογου, δίνοντας σε κάθε έναν συνομιλητή διαφορετικό ύφος και λεξιλογικό πλούτο, αμεσότητα και ζωντάνια. Άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του μυθιστορήματος είναι το χιούμορ, που πετάγεται στις πιο φορτισμένες περιστάσεις, χαρίζοντας μια ανάσα στον πιεσμένο συναισθηματικά αναγνώστη. Ποτέ όμως το χιούμορ δεν είναι ειρωνεία ή σαρκασμός, απλώς δίνει μια ανάλαφρη νότα σε δύσκολες καταστάσεις, με κύριο «εκπρόσωπο» τη μητέρα του Χουσεΐν Γιλμάζ, τον άνθρωπο που αντιπροσωπεύει το μεταίχμιο ανάμεσα στο φωτισμένο και σαφώς καλύτερα εφοδιασμένο μέλλον και στο παρωχημένο, δεισιδαίμον παρελθόν. Η μάνα είναι ένας άνθρωπος που λέει με λανθασμένο τρόπο καινούργιες εκφράσεις, πιστεύει απόλυτα στο κακό και στις βασκανίες που απαιτούνται για να διωχθεί αυτό απ’ το σπίτι, είναι πιστή και δύσκολα θα ανοιχτεί σε νέες εμπειρίες, ξεροκέφαλη και πείσμων: «Αν με λογάς για μάνα σου, θα κάνεις αυτό που σου λέω. Με τα χέρια αυτά έπλενα τα πανιά σου, το σκατό σου είναι ακόμα στα νύχια μου, δε θα σου χαλαλίσω τους κόπους που έκανα για σένα, είπε» (σελ. 139). Η αθωότητά της, η άγνοια και η αμάθεια είναι τα γνωρίσματα εκείνα που θα δώσουν την αφορμή στον συγγραφέα να δείξει τα προτερήματα και τα μειονεκτήματα μιας αρνητικότητας απέναντι στο ρηξικέλευθο και μιας επίμονης και αδικαιολόγητης προσκόλλησης σο παρελθόν.  Μήπως λοιπόν αυτή η γυναίκα αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που υπάρχει ακόμη στα βάθη της Ανατολής;

Ο Ιμπραήμ επιστρέφει λοιπόν στο Μάρντιν και αρχίζει να ρωτάει φίλους κυρίως, μιας και οι συγγενείς του έχουν πεθάνει ή φύγει, για τις τελευταίες μέρες του Χουσεΐν. Ο Χουσεΐν Γιλμάζ, εθελοντής σε προσφυγικό καταυλισμό στα σύνορα της χώρας, ερωτεύτηκε τη Μελεκνάζ, μια Σύρια πρόσφυγα με τυφλό μωρό στα χέρια της, σε τέτοιο βαθμό που διέλυσε τον αρραβώνα του με τη Σαφιέ, βυθίζοντας τις οικογένειές τους στο πένθος και τον διασυρμό και στιγματίζοντας για πάντα τη Μελεκνάζ ως προσωποποίηση του Σατανά και μάγισσα για τους δικούς του ανθρώπους (τι λέγαμε πριν για τη μάνα του; ). Τι απέγινε όμως αυτή η γυναίκα, την οποία ο ISIS, εξαιτίας του οποίου κατέφυγε στην Τουρκία, δεν έπαψε να την κυνηγάει;

Η ιστορία είναι και ένα ταξίδι στα ανέμελα, αθώα σχετικά παιδικά χρόνια του καθενός από μας («…από τον ξεχωριστό εκείνο κόσμο που λέγεται παιδική ηλικία», σελ. 20), που επιστρέφει μετά από καιρό, όταν πια τα πάντα έχουν αλλάξει και δεν υπάρχει κάτι οικείο για να γεφυρώσει το χάσμα της απουσίας. Οι λέξεις που ζωντανεύουν τις πρώτες μας ανάσες και τις ξαναφέρνουν στο μυαλό μας ως γλυκόπικρη θύμηση είναι τόσο γοητευτικές και οικείες: «Τις εντυπώσεις του διαφορετικού εκείνου κόσμου, όπου οι μέρες διαρκούσαν πιο πολύ, ο ήλιος βασίλευε αργότερα, ο χρόνος κυλούσε πιο αργά, που μας χτυπούσε βαρεμάρα και δεν ξέραμε τι να κάνουμε, προσπαθούσαμε να εφεύρουμε παιχνίδια να παίξουμε…» (σελ. 22). Κι επιστρέφεις μεγάλος, πιο ώριμος ή πιο ταλαιπωρημένος: «…με συνεπαίρνει αυτή η παράξενη αίσθηση, θα την έλεγα θλίψη αλλά δεν είναι ακριβώς, σαστιμάρα θα μπορούσε επίσης να την πει κανείς ή μήπως νοσταλγία, ίσως ένα αξεδιάλυτο κράμα όλων αυτών» (σελ. 28).

Η ίδια η πόλη του Μάρντιν περιγράφεται εκπληκτικά και συμβολίζει το βάθος της Ιστορίας της Τουρκίας, εκπροσωπεί όλη τη γοητεία της Μεσοποταμίας, ταράζεται απ’ τον ήχο από την άμμο που τρίζει όταν φυσάει άνεμος από τη Συρία, λες πως όπου να ‘ναι θα πεταχτούν βασιλιάδες και τζίνι από ξεχασμένα παραμύθια. Κι όμως εκεί ζουν, αναπνέουν, μεμψιμοιρούν και κάνουν λάθη άνθρωποι με σάρκα και οστά, εκεί έζησε ο Χουσεΐν που όδευε προς ένα αναπόφευκτο τέλος, εκεί διαπράττονται ακρότητες. Γι’ αυτό: «Η πόλη αυτή δεν είναι πια η δική μου πόλη» (σελ. 29). Και το χειρότερο είναι αυτή η λεπτή ισορροπία που καλείσαι να διατηρήσεις όταν βρεθείς ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, ειδικά όταν έρχεσαι από τα βάθη της χώρας για να μείνεις σε μια Κωνσταντινούπολη: «…εμείς, οι γνωρίζοντες γραφή κι ανάγνωση αυτού του κόσμου, είμαστε σαν ακροβάτες που κάνουν άλμα στο κενό. Είχαμε αφήσει το σκοινί της ανατολής κι είχαμε γκρεμοτσακιστεί γιατί δεν μπορέσαμε να πιαστούμε από το σκοινί της δύσης» (σελ. 79).

Ας επιστρέψουμε στο θρησκευτικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος. Η αντικειμενική ματιά του Λιβανελί και τα ήρεμα κυρίως λόγια που χρησιμοποιεί σχηματίζουν μια πανανθρώπινη εικόνα, πασιφιστική και ουδέτερη για τις διαφορές που ουσιαστικά δεν υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους, ανεξάρτητα σε ποιο Θεό πιστεύουν. «Στο Μάρντιν των παιδικών μου χρόνων ήταν και το Ισλάμ διαφορετικό… Όλοι, συρορθόδοξοι, μουσουλμάνοι, εβραίοι, μήδοι, ζωροάστρες, έκαναν παρέα και φιλίες στο σχολείο και στην αγορά, τις ιερές τους μέρες εύχονταν ο ένας στον άλλον και γιόρταζαν μαζί… Όμως τώρα είναι μια πόλη που έχει κλειστεί για τα καλά στον εαυτό της, μια πόλη που έχει σκοτεινιάσει κάτω απ’ τη σκιά ενός πωρωμένου, οργισμένου Ισλάμ» (σελ. 31). Δεν μπορεί όμως να μείνει αμέτοχος στον απίστευτο βαθμό μεταποίησης και αλλαγής της θρησκευτικής πίστης, κάτι που χαλάει την αρμονία της καθημερινής ζωής και αλλάζει για πάντα το πεπρωμένο των αθώων, οπότε η πύρινη πένα του εκτοξεύει μύδρους προς κάθε κατεύθυνση, με τη μορφή σκληρών και ωμών περιγραφών. Μα τι άλλαξε τόσο πολύ και τόσο σύντομα; «Απ’ τη μια το αποτρόπαιο ISIS, απ’ την άλλη το ΡΚΚ, και αντίπερα οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας, τι είναι εν τέλει τούτη δω, παρά μια πόλη έρμαιο των συγκρούσεων, γεμάτη φόβο;» (σελ. 31). Επομένως, με αφορμή τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Γεζιντί, ενός σχεδόν ποιητικού και ειρηνικού λαού, και τις ακρότητες της νοοτροπίας των μελών του ISIS, ξετυλίγεται μια πολυποίκιλη αναφορά σε θέματα θρησκείας και λατρείας.

Ιδιαίτερη μνεία θα κάνω στην εμφάνιση της Αντζελίνα Τζολί στον προσφυγικό καταυλισμό, μόνο και μόνο γιατί ένα τέτοιο γεγονός θα φανεί αρχικά αστείο ή περιττό, σχεδόν αμέσως όμως κατάλαβα πως η ηθοποιός και η συναναστροφή της με τα Ηνωμένα Έθνη αποτέλεσε ένα εφαλτήριο για να ξεσπάσει ο συγγραφέας τη συσσωρευμένη οργή του κάπου, όχι απευθείας στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτές καθαυτές αλλά στις νοοτροπίες και τις αντιλήψεις των ηγετών εν γένει. Το σχετικό απόσπασμα είναι ανατριχιαστικό: «…όταν εκείνη θα πετούσε με το ιδιωτικό της αεροπλάνο πίσω στη λαμπερή ζωή της, οι πρόσφυγες θα εξακολουθούσαν να θάβουν στο λασπωμένο χώμα τα παιδιά τους, που είχαν δηλητηριαστεί απ’ τη σόμπα της σκηνής» (σελ. 89). Και σε άλλο σημείο είναι αμείλικτος ο Λιβανελί: «Το είδος μας δεν έχει το δικαίωμα να ζει σε αυτόν τον κόσμο, προσπαθώντας συγχρόνως να καταστρέψει τόσο την υφήλιο όσο και ο ένας τον άλλο, σκέφτηκα, είναι μια αναμφισβήτητη αλήθεια ότι ένα τρομακτικό τέρας ζει μέσα στον καθένα μας» (σελ. 121) ενώ η λεπτή του ειρωνεία τα βάζει με τον Θεό με αφορμή τις ακρότητες που ζουν οι αιχμάλωτες από τον ISIS γυναίκες: «Ο θεός την ώρα εκείνη ξεκουραζόταν, διότι ήταν η έβδομη μέρα, σε έξι μέρες είχε δημιουργήσει το σύμπαν και την έβδομη είχε αποσυρθεί για ξεκούραση. Σίγουρα γι’ αυτό δεν άκουσε τις οιμωγές» (σελ. 121).  Και αλλού: «…ίσως όμως η έβδομη ημέρα να διαρκεί ακόμη, γιατί οι κραυγές των αθώων και των βασανισμένων δεν φτάνουν ως εσένα και, πλέον, δεν είναι όλα καλά» (σελ. 194).

Το συναρπαστικό αυτό μυθιστόρημα είναι γεμάτο ερωτήματα για το παρόν και το μέλλον του κόσμου, με εφαλτήριο τη μουσουλμανική αντίληψη και τον τρόπο με τον οποίο έχει διασπαστεί κι επηρεάζει χιλιάδες κόσμου. Καταγράφει αδυσώπητα τις ποικίλες μορφές ρατσισμού, από τη βία ως τον βασανισμό και δείχνει ξεκάθαρα το γεγονός πως όπου κι αν πας δε γλυτώνεις. «Κοντολογίς, στην Αμερική χάσαμε πια την ησυχία μας. Μεγάλοι και παιδιά, όλοι φοβόμαστε, μέσα μας κυριαρχεί η ανησυχία. Ίδια είναι η κατάσταση κι εδώ, ίσως μάλιστα χειρότερη. Σε ποια γωνιά του κόσμο όμως έμεινε ησυχία» (σελ. 157). Τι γίνεται λοιπόν όταν ζεις σε μια χώρα κατά το ήμισυ προσκολλημένη σε προλήψεις, κατά το ήμισυ γεμάτη ψεύτικες υποσχέσεις για όσους εθελοτυφλούν κι αφήνονται ακρίτως να παρασύρονται από μακρινούς παραδείσους, χαρίζοντας την επίγεια κόλαση στους αντιφρονούντες; Τι γίνεται όταν αυτή η χώρα έχει σύνορα που ανοίγουν για τους πρόσφυγες αλλά τα κλείνει ερμητικά η Ευρώπη; Τι συμβαίνει όταν είσαι κυκλωμένος και παγιδευμένος; Στρέφεσαι μέσα σου κι αγωνίζεσαι να βρεις τα θετικά χαρακτηριστικά του εαυτού σου σε ένα δύσκολο και σκληρό ταξίδι, σαν αυτό που μου χάρισε για άλλη μια φορά ο Ζουλφί Λιβανελί. Κι όπως λέει χαρακτηριστικά: «Ο κόσμος αυτός είναι ένα παραθύρι / Έρχεσαι, κοιτάς και φεύγεις» (σελ. 134).

Πάνος Τουρλής