Ο Μανουέλ Πουίχ (1932-1990) θα περάσει τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Κορονέλ Βιγιέγας, μια μάλλον θλιβερή επαρχιακή πόλη. Η αγάπη της μητέρας του για τον κινηματογράφο θα του προσφέρει την πρώτη διαφυγή και θα χαράξει ίσως μέσα του μια μόνιμη τάση φυγής.
Ήταν από τους ιδρυτές του Frente de Liberación Homosexual (Μέτωπο για την Απελευθέρωση των Ομοφυλόφιλων), καθώς από μικρός βίωσε την απόρριψη και την τρομοκρατία της φαλλοκρατικής μικροαστικής επαρχίας και τον λανθάνοντα φασισμό της.
Θα ταξιδέψει πολύ (Ρώμη, Στοκχόλμη, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Μεξικό, Ρίο ντε Τζανέιρο), στην αρχή κυνηγώντας το όνειρο μιας καριέρας στον κινηματογράφο, αργότερα εξόριστος λόγω των απειλών που δέχεται από τους καθεστωτικούς στην πατρίδα του, ανακαλύπτοντας σταδιακά τη δική του φωνή και την πραγματική του κλίση.
Το 1968 δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα, La traición de Rita Hayworth (Η προδοσία της Ρίτα Χέιγουορθ) και ένα χρόνο μετά ακολουθεί το Boquitas pintadas (Βαμμένα χειλάκια), το οποίο θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο και θα τον κάνει γνωστό στην Αργεντινή.
Στο Μεξικό, εξόριστος πλέον από την Αργεντινή, γράφει Το Φιλί της Γυναίκας-Αράχνης (1976), το έργο που του εξασφαλίζει διεθνή αναγνώριση. Το μυθιστόρημα θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο το 1985, σε σκηνοθεσία του Αργεντινού σκηνοθέτη Héctor Babenco, θα ανέβει με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Broadway και, ενδεδυμένο με τη μουσική του Hans Werner Henze, θα μετενσαρκωθεί σε όπερα.
Ακολουθούν τα μυθιστορήματα Pubis angelical (Αγγελική ήβη), το οποίο επίσης μεταφέρεται στον κινηματογράφο και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στην Ισπανία, Maldición eterna a quien lea estas páginas (Αιώνια κατάρα σε όποιον διαβάζει αυτές τις σελίδες) και Cae la noche tropical (Πέφτει η τροπική νύχτα).
Όσον αφορά την αναγνώριση του έργου του, η περίπτωση του Μανουέλ Πουίχ εγγράφεται στη θλιβερή εθνική παράδοση της παραγνώρισης και της μικροψυχίας, εξαιτίας της οποίας υπέφεραν πολλοί συμπατριώτες του, από τον Αρλτ και τον Μπόρχες μέχρι τον Πιατσόλα και τον Κουίτκα. Δύσκολα μπορεί κανείς να παραβλέψει τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισε για να εκδώσει το πρώτο του μυθιστόρημα, το γεγονός ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του, ότι τα βιβλία του ήταν απαγορευμένα στην Αργεντινή, ότι αρχικά η κριτική, με εξαίρεση τον Ricardo Piglia, δεν κατάφερε να τον κατανοήσει. Η αντίθεση με αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι τεράστια, αν αναλογιστούμε ότι εδώ και χρόνια ο ακαδημαϊκός κόσμος έχει επιδοθεί στην κατάρτιση ενός αναλυτικού corpus, που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη διαρκώς ερμηνευτική πολυπλοκότητα, προκειμένου να προσεγγίσει το έργο του, το οποίο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 30 γλώσσες και θεωρείται, πλέον, ορόσημο για τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής.