Λέγεται συχνά ότι η αθεΐα είναι μια εφεύρεση της νεωτερικότητας, ένα προϊόν του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού: θεωρείται ότι θα ήταν αδιανόητη χωρίς τις δίδυμες ιδέες του κοσμικού κράτους και της επιστήμης ως αντιπάλων της θρησκευτικής πίστης. Πρόκειται για έναν μύθο που καλλιεργείται και από τις δύο πλευρές της διαμάχης περί της "νέας αθεΐας": οι υποστηρικτές της επιθυμούν να παρουσιάσουν τον σκεπτικισμό απέναντι στο υπερφυσικό ως αποτέλεσμα της σταδιακής εξαφάνισης της θρησκείας κάτω από την επιρροή της επιστήμης και οι θρησκευόμενοι θέλουν να τη θεωρούν παθολογικό σύμπτωμα του παρηκμασμένου δυτικού κόσμου. Και οι δύο πλευρές πάσχουν από νεωτερική αυταρέσκεια. Η δυσπιστία απέναντι στο υπερφυσικό είναι πανάρχαια.
Η παρούσα μελέτη συνιστά ένα είδος αρχαιολογίας του σκεπτικισμού απέναντι στη θρησκεία. Αποτελεί εν μέρει μια προσπάθεια ανασκαφής που αναζητά την αρχαία αθεΐα κάτω από τα ερείπια που σώριασαν πάνω της χιλιετίες χριστιανικής κατακραυγής. Αλλά αυτή η έρευνα θα ασχοληθεί και με την επιφάνεια, η οποία θέτει προβλήματα διαφορετικού είδους. Στην Ευρώπη του 18ου και του 19ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της περιόδου διαμόρφωσης της νεότερης αθεΐας, η κλασική παιδεία ήταν πανταχού παρούσα (τουλάχιστον στους κύκλους των μορφωμένων). Την εποχή αυτή, όσοι διακήρυτταν έναν κόσμο χωρίς θεούς μπορούσαν να επικαλούνται την αυθεντία του Επίκουρου και του Λουκρήτιου ή να αναφέρονται στον Διαγόρα της Μήλου και στον Θεόδωρο της Κυρήνης, όντας βέβαιοι ότι θα γίνουν κατανοητοί. Ωστόσο από τις αρχές του 20ού αιώνα και εξής, η γνώση της κλασικής παιδείας συρρικνώθηκε με ανησυχητική ταχύτητα. Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη συλλογική μας άγνοια της μακράς ιστορίας της αθεΐας μπορεί να αποδοθεί σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που αδυνατεί να αναγνωρίσει τον κρίσιμο ρόλο της ελληνορωμαϊκής σκέψης στη διαμόρφωση της δυτικής κοσμικής νεωτερικότητας. Αυτή η λήθη της κλασικής κληρονομιάς επέτρεψε την εδραίωση της "νεωτερικής μυθολογίας".
Η ιδέα ότι οι Ευρωπαίοι του 18ου αιώνα ήταν οι πρώτοι που εναντιώθηκαν στους θεούς οφείλεται αποκλειστικά στη βαθιά άγνοια της κλασικής παράδοσης.
Γιώργος Καζαντζίδης (Μεταφραστής)