Ο παρών τόμος αποτελεί μια συνολική παρουσίαση του εικονογραφικού έργου που σχεδίασε και εκτέλεσε ο Σπύρος Παπαλουκάς (1892-1957) στον Μητροπολιτικό Ναό της Ευαγγελίστριας της Άμφισσας. Το 1927 ο Παπαλουκάς κέρδισε τον πανελλήνιο διαγωνισμό για την αγιογράφηση του ναού και τα επόμενα έξι χρόνια εργάστηκε στην Άμφισσα, συνθέτοντας "ένα πρωτοπόρο, ανεπανάληπτο και γι’ αυτό μοναδικό αγιογραφικό έργο" -όπως γράφει στο εισαγωγικό κείμενό του ο Νικόλαος Φουσέκης. Ο Παπαλουκάς απομακρύνεται "από τις κλασικές βυζαντινές αγιογραφικές φόρμες, δίχως όμως τη διάπραξη κανενός είδους ύβρεως". Ωστόσο προχωρά "εν μέσω πολλών δυσκολιών. Με την εξέλιξη της δουλειάς του και τις καινοτομίες της, που εξαρχής διαφάνηκαν, δεν συμφωνούσαν όλοι". Μολονότι ο καλλιτέχνης εργάζεται μέχρι το 1931, το έργο μένει ημιτελές, καθώς "ο Παπαλουκάς θα ενοχληθεί από την κακόπιστη κριτική που θα ξεκινήσει σχεδόν αμέσως. Θα κουραστεί και θα θυμώσει από τις καθυστερήσεις στις πληρωμές". Καθοριστικό ρόλο για τη διακοπή των εργασιών έπαιξε, σύμφωνα με τον Γιώργο Σκυλογιάννη, και η παρέμβαση του επίσκοπου Ιωακείμ Αλεξόπουλου, ο οποίος δήλωσε ότι «το έργο έχει εκτραπεί από τις προδιαγραφές της εικαστικής βυζαντινής παράδοσης».
Εντούτοις, όπως σημειώνει ο Γιώργος Χαρβαλιάς στο δικό του κείμενο η εικονογράφηση της Μητρόπολης της Άμφισσας αποτελεί "ένα ιδιαίτερα σημαντικό δείγμα εκκλησιαστικής τέχνης, στο οποίο επιχειρείται η ανανέωση της αγιογραφίας με πρωτοτυπία αλλά και με σεβασμό στο ορθόδοξο δόγμα, καθώς ο Παπαλουκάς επιχειρεί τον γόνιμο και αρμονικό συγκερασμό των διδαγμάτων της βυζαντινής τέχνης και των αφομοιωμένων εκφραστικών μορφών και κατακτήσεων της σύγχρονής του ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Από την ανάπτυξη του σχεδίου στα ανθίβολα ώς την τολμηρή σχεδιαστική και χρωματική ερμηνεία που παρατηρείται στην αγιογράφηση του ναού, είναι διακριτή μια ρευστότητα διαθέσεων, που παραπέμπει σε συγγενή ρεύματα της ζωγραφικής των αρχών του Μοντερνισμού".
Η μέθοδος των ανθιβόλων, την οποία χρησιμοποίησε ο Παπαλουκάς για την αγιογράφηση του ναού, ανάγεται στον 15ο αιώνα και ήταν διαδεδομένη στην Κρήτη. Τα ανθίβολα ήταν διάτρητα σχέδια μορφών, παραστάσεων και διακοσμητικών μοτίβων που χρησιμοποιούνταν με μηχανικό τρόπο για την παραγωγή τοιχογραφιών ή φορητών εικόνων. Τα ανθίβολα του Παπαλουκά είναι συνήθως μεγάλων διαστάσεων, για την αποτύπωση της παράστασης απευθείας στον τοίχο της εκκλησίας. Άλλα σχέδια, συνήθως με μολύβι, μη διάτρητα και μικρότερα σε μέγεθος, φιλοτεχνήθηκαν ως σπουδές μοτίβων και χρωματικών συνδυασμών. Το σύνολο των σχεδίων ο Παπαλουκάς, και εν συνεχεία η κόρη του Μίνα, το φύλαξαν στο σπίτι τους στην Αθήνα, ώς το 2001, οπότε η τελευταία το δώρισε στην Πινακοθήκη "Σπύρος Παπαλουκάς" της Άμφισσας. Τα ανθίβολα και τα σχέδια που περιλαμβάνονται στον παρόντα τόμο αναδεικνύουν αυτό το αφανές στάδιο της εργασίας του καλλιτέχνη που προηγείται του ολοκληρωμένου έργου. Όπως γράφει ο Γιώργος Σκυλογιάννης: "Η παρουσίαση αυτού του μέχρι στιγμής ανέκδοτου υλικού αποτελεί την ιστορική μαρτυρία όλης αυτής της διαδρομής".
Κείμενα:
Νικόλαος Δ. Φουσέκης, Γιώργος Χαρβαλιάς, Μαίρη Μιχαηλίδου, Γιώργος Σκυλογιάννης, Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα
Σπύρος Παπαλουκάς (Ζωγράφος)
Ο Σπύρος Παπαλουκάς (Δεσφίνα Φωκίδας 1892 - Αθήνα 1957) ήταν διακεκριμένος έλληνας ζωγράφος, πρόδρομος της λεγόμενης "γενιάς του ΄30".
Το 1906 πήγε στον Πειραιά για να εξασκήσει την τέχνη του σε ένα εργαστήριο αγιογραφίας και ζωγραφικής, και το 1909 έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου είχε για δασκάλους τον Γεώργιο Ροϊλό και τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Από το 1916 έως το 1921, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στην Academie Julien και σε άλλες σχολές καλών τεχνών. Το 1921 συμμετείχε ως πολεμικός ζωγράφος στη μικραστιατική εκστρατεία, ενώ το 1923-24 βρέθηκε στο Άγιο Όρος, όπου μελέτησε από κοντά τη βυζαντινή τέχνη. Το 1956 εξελέγη καθηγητής στην ΑΣΚΤ. Στο έργο του πέτυχε μία αρμονική σύμπηξη της βυζαντινής ζωγραφικής και των κινημάτων του μοντερνισμού, χωρίς να χάσει το προσωπικό του γνήσια αυθεντικό, ύφος.