Aμ, πώς! Τι νομίζατε, ότι δεν θα γύριζε ο αδελφός μου;» έλεγε δεξιά κι αριστερά με καμάρι. «Τo ‘ξερα εγώ ότι θα γυρίσει μια μέρα. Αμ, ξεχνιέται η πατρίδα; Έρχεται σύντομα με το βαπόρι! Και δεν είναι ότι έρχεται, φέρνει και έναν ολόκληρο θησαυρό μαζί του. Θέλει, λέει, να τον μοιραστεί μαζί μας, με όλους μας. Έτσι γράφει πάντως στο γράμμα του, να!» έλεγε όλο χαρά, και χωρίς να καλοσκεφτεί τα λόγια του, ανέμιζε με καμάρι το θαλασσί γράμμα του αδελφού του, για να το δουν και να τον πιστέψουν. Τα ‘χε χαμένα ο φουκαράς. Αυτό κι αν ήταν είδηση στη μικρή κοινωνία του χωριού!