Νίκος Σκαλκώτας, Σουίτα για βιολί και μικρή ορχήστρα: Παρτιτούρα ορχήστρας
zoom in
Προσθήκη στα αγαπημένα

Νίκος Σκαλκώτας, Σουίτα για βιολί και μικρή ορχήστρα: Παρτιτούρα ορχήστρας

30.00€ -10% 27.00€
Σημείωμα του ενορχηστρωτή και επιμελητή της έκδοσης Η "Σουίτα για βιολί και μικρή ορχήστρα" (1929) του Νίκου Σκαλκώτα (1904-1949) είναι ένα από τα έργα που ο συνθέτης άφησε πίσω του στο Βερολίνο γύρω στον Μάρτιο του 1933, νομίζοντας ότι η επιστροφή του στην Αθήνα θα ήταν προσωρινή. Ώριμη σύνθεση της περιόδου μαθητείας του στην τάξη του Άρνολντ Σαίνμπεργκ, γραμμένη από έναν δεινό βιολονίστα-συνθέτη, αφιερώθηκε στον διακεκριμένο Ρώσο σολίστ του βιολιού και αρχιμουσικό Anatol [Anatoly] Knorre, ο οποίος την παρουσίασε για πρώτη φορά δημόσια τον Απρίλιο του 1930 σε συναυλία της Singakademie του Βερολίνου, υπό τον παραλλαγμένο τίτλο "Kleine Suite fur Violine und Orchester" [Μικρή σουίτα για βιολί και ορχήστρα], που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με τις "Μικρές Σουίτες αρ. 1 και 2" για βιολί και πιάνο (1946 και 1949, αντίστοιχα), έργα της όψιμης αθηναϊκής περιόδου δημιουργίας του Σκαλκώτα. Έκτοτε το έργο πιθανότατα δεν ξαναπαρουσιάστηκε, διότι, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, μεσολάβησε η "ενεχυρίαση" ολόκληρου του σώματος των χειρογράφων του μέχρι τότε δημιουργικού έργου του συνθέτη από την ιδιοκτήτρια του σπιτιού όπου αυτός διέμενε στο Βερολίνο, ενδεχομένως λόγω χρεών, και η συνεπακόλουθη εξαφάνισή τους. Ελάχιστα έργα εκείνης της περιόδου ανακτήθηκαν με τη συμβολή σημαντικών προσωπικοτήτων της μουσικής ζωής της Ελλάδας, όπως ο πιανίστας και αρχιμουσικός Γιώργος Χατζηνίκος, ο συνθέτης Γιώργος Σισιλιάνος, ο ευεργέτης Μανώλης Μπενάκης, καθώς και κάποιων εκλεκτών μουσικών-φίλων του συνθέτη, για τους οποίους ο Σκαλκώτας είχε συνθέσει έργα και τους είχε εμπιστευθεί τα χειρόγραφά του: η βιολονίστρια Νέλλη Ασκητοπούλου-Ευελπίδη, ο βιολίστας Eugene Lehner, ο πιανίστας Αντώνης Σκόκος κ.ά. Παρ’ όλες τις προσπάθειες, μέχρι το 2010 δεν ήταν διαθέσιμα περισσότερα από δώδεκα πρωτότυπα έργα του Σκαλκώτα από την περίοδο του Βερολίνου, μέσα από μία συνολικά εκτιμώμενη, κατά τον Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου, παραγωγή εβδομήντα περίπου έργων! Το 2010, ο μουσικολόγος Γιάννης Τσελίκας εντόπισε καταχωρίσεις αυθεντικών χειρογράφων της αναγωγής του έργου για βιολί και πιάνο και μιας καθαρογραμμένης πάρτας βιολιού, υπό τον πρωτότυπο τίτλο "Suite fur kleines Orchester und Violine", στον ηλεκτρονικό κατάλογο της Βιβλιοθήκης του Μουσικού Τμήματος του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης στο Μπάφαλο των ΗΠΑ (University at Buffalo, The State University of New York). Στην ίδια βιβλιοθήκη εντοπίστηκε εξάλλου και ένα ακόμη έργο της ίδιας περιόδου: το "Κοντσέρτο για βιολί, πιάνο και ορχήστρα" (Μάρτιος 1930), το οποίο μάλιστα παρουσιάστηκε στην ίδια συναυλία στο Βερολίνο (Απρίλιος 1930). Και τα δύο αυτά έργα αναφέρονταν στον κατάλογο του Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου ως χαμένα. Ο Σύλλογος Οι Φίλοι της Μουσικής, διά της διευθύντριας της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος "Λίλιαν Βουδούρη", κυρίας Στεφανίας Μεράκου, μερίμνησε ώστε να εξασφαλιστούν όχι μόνο τα φωτοαντίγραφα των χειρόγραφων πηγών, αλλά και τα πνευματικά δικαιώματα των έργων. Στη συνέχεια ανέθεσε την επιμέλεια της έκδοσης και την επανενορχήστρωσή τους στο Κέντρο Ελληνικής Μουσικής με στόχο τη δημόσια παρουσίαση και την ηχογράφηση αυτών των χαμένων ψηφίδων του ελληνικού πολιτισμού. Δυστυχώς, για τη "Σουίτα για βιολί και μικρή ορχήστρα", μόνο τα τέσσερα από τα πέντε συνολικά μέρη του έργου κατέστη εφικτό να αναπλασθούν, διότι από το πέμπτο μέρος (Finale) σώζεται μόνο το μέρος του βιολιού, και κάθε προσπάθεια συμπλήρωσης του πιάνου θα ήταν παρακινδυνευμένη. Για ιστορικούς λόγους, το ελλιπές πέμπτο μέρος δημοσιεύεται στην έκδοση της πιανιστικής αναγωγής, καθώς και στο ένθετο σολιστικό μέρος του βιολιού, όχι όμως στην επανενορχηστρωμένη παρτιτούρα. Η ενορχήστρωση στα πρώτα τέσσερα μέρη ολοκληρώθηκε το 2015, και έγινε με βάση την ιδιόχειρη σημείωση του Σκαλκώτα για τη διανομή των οργάνων της ορχήστρας στο εξώφυλλο της πάρτας του βιολιού, καθώς και από τις ελάχιστες, μα πολύτιμες, ενορχηστρωτικές ενδείξεις είτε στο μέρος του πιάνου είτε στο μέρος του βιολιού, και πάντοτε με απόλυτο σεβασμό προς το συνθετικό και ενορχηστρωτικό του ύφος. Αυτή η σύνθεση αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα έργου του Σκαλκώτα εκείνης της εποχής, ακριβώς δηλαδή στο επίκεντρο της δεύτερης δημιουργικής περιόδου του στο Βερολίνο (Σεπτέμβριος 1927 - καλοκαίρι του 1931) και, ως εκ τούτου, αποτελεί ένα νέο τεκμήριο έρευνας για την ανάλυση και κατανόηση της εξελικτικής πορείας της μουσικής του γλώσσας. Η αισθητική του έργου, η οργάνωση του φθογγικού υλικού και η διανομή της ορχήστρας, η οποία βασίζεται στα πνευστά και στα χαμηλά έγχορδα, παραπέμπουν όχι μόνο σε έργα του δασκάλου του, Άρνολντ Σαίνμπεργκ, αλλά και σε άλλους αγαπημένους του συνθέτες της εποχής, όπως ο Ιγκόρ Στραβίνσκυ ("Η ιστορία του στρατιώτη", 1918), ο Κουρτ Βάιλ (δάσκαλος του Σκαλκώτα στην ενορχήστρωση, "Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα πνευστών", 1924) και ο Πάουλ Χίντεμιτ ("Konzertmusik", έργο 48, για βιόλα και ορχήστρα δωματίου, 1929-1930, στο οποίο επίσης απουσιάζουν τα βιολιά "και οι βιόλες" από την ορχηστρική συνοδεία). Η σπονδυλωτή διάρθρωση πέντε σύντομων μερών, πυκνής γραφής, σε μορφή σουίτας (προσφιλής μορφή των πρώτων του έργων), η εξαντλητική οικονομία του μουσικού υλικού μέσα από τη χρήση ελεύθερης ατονικής αντίστιξης και μοτιβικών παραλλαγών, καθώς και η ισότιμη μεταχείριση των δώδεκα φθόγγων της χρωματικής κλίμακας (που συνήθως συνιστούν δωδεκάφθογγα θέματα, χωρίς ωστόσο πάντοτε αυστηρή σειραϊκή επεξεργασία), είναι ήδη αναπόσπαστα στοιχεία της συνθετικής του τεχνικής σε δομικό επίπεδο. Παράλληλα, η ακανόνιστη χρονική μετατόπιση σύντομων ρυθμικών μοτίβων, η οποία οδηγεί σε αμφισημία του μουσικού μέτρου, έχει αναπτυχθεί σε ένα ακόμη χαρακτηριστικό της μουσικής του, ενώ η ευφάνταστη και λειτουργικά ανεξάρτητη συνοδεία της ορχήστρας, χωρίς τη χρήση βιολιών, ώστε να μην υπάρχει επικάλυψη του σολιστικού οργάνου από ομοειδή ηχοχρώματα, προοιωνίζεται τη μελλοντική εξέλιξη του δημιουργού ως συνθέτη και ενορχηστρωτή. Γιάννης Σαμπροβαλάκης

Γιάννης Σαμπροβαλάκης (Επιμέλεια)

Ο Γιάννης Σαμπροβαλάκης είναι μουσικολόγος, κλαρινετίστας και ενορχηστρωτής, μέλος της ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Διδάσκει στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και στο Ωδείο Αθηνών.

Έλενα Γρηγορέα (Μεταφραστής)


Νίκος Σκαλκώτας

Νίκος Σκαλκώτας (Συνθέτης)

Ο Νίκος Σκαλκώτας (Χαλκίδα, 8 Μαρτίου 1904 - Αθήνα, 19 Σεπτεμβρίου 1949) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μορφές στον χώρο της ελληνικής μουσικής δημιουργίας κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1904 και μετά από πέντε χρόνια μετεγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Σπούδασε βιολί με τον Τόνυ Σούλτσε στο Ωδείο Αθηνών (1912-1920) και αποφοίτησε σε ηλικία 16 ετών αποσπώντας την ανώτερη τιμητική διάκριση, το "Χρυσό Μετάλλιο Ανδρέα και Ιφιγένειας Συγγρού". Την επόμενη χρονιά, αξιοποιώντας την Αβερώφειο υποτροφία από το Ωδείο Αθηνών, ξεκίνησε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Ανώτατη Ακαδημία Μουσικής του Βερολίνου με τον Willy Hess ως καθηγητή βιολιού. Από το 1923, το ενδιαφέρον του στρέφεται στη σύνθεση και σπουδάζει με τους Robert Kahn, Paul Juon, Philipp Jarnach και Kurt Weill (ενορχήστρωση), πριν γίνει δεκτός στην τάξη σύνθεσης του Arnold Schoenberg στην Πρωσική Ακαδημία των Τεχνών στο Βερολίνο (1927-1931), βασικό κέντρο προαγωγής της σύγχρονης μουσικής εκείνη την περίοδο, όπου σπούδασε με ιδιωτική υποτροφία από τον Μανώλη Μπενάκη. Στο μεσοπολεμικό Βερολίνο, ο Σκαλκώτας αναπτύσσει αξιόλογη σταδιοδρομία τόσο ως συνθέτης ή ενορχηστρωτής όσο και ως μουσικός εκτελεστής, κερδίζοντας την εκτίμηση των καθηγητών του, αλλά και του επαγγελματικού του περίγυρου. Με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, οι συνθήκες της ζωής του δεν του αφήνουν πολλά περιθώρια για να επιβιώσει πλέον εκεί. Γύρω στον Μάρτιο του 1933, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Βερολίνο, αφήνοντας πίσω του τα χειρόγραφα 70 περίπου μουσικών έργων, και επιστρέφει στην Αθήνα. Η επανένταξή του στους μουσικούς κύκλους της Αθήνας αρχικά τον δυσκόλεψε, γρήγορα όμως μπόρεσε να σταδιοδρομήσει εκ νέου, πρώτα ως ενορχηστρωτής στο Εθνικό Θέατρο και στη συνέχεια ως βιολονίστας στην Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών (μετέπειτα Κρατική Ορχήστρα Αθηνών) και στην Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, όχι όμως και ως συνθέτης, καθώς το έργο του παρέμεινε, εν πολλοίς, άγνωστο εκείνη την εποχή. Στην Αθήνα δημιούργησε έναν αξιοθαύμαστο κατάλογο έργων, τόσο σε ποιότητα όσο και σε όγκο, συνθέτοντας πυρετωδώς περισσότερα από 100 έργα μέσα στα 16 χρόνια από την επιστροφή του ως τον απροσδόκητο θάνατό του, τον Σεπτέμβριο του 1949, από περίσφιξη κήλης. Η δημιουργία του περιλαμβάνει όλα τα είδη μουσικής, πλην της όπερας. Η ιδιομορφία του ύφους της μουσικής του έγκειται στην πρωτοτυπία της παράλληλης ενασχόλησης με δύο εντελώς διαφορετικά ιδιώματα: της τονικής και της ατονικής μουσικής γλώσσας, σε ανοιχτή συνομιλία με τη νεοκλασική τεχνοτροπία και την εθνική ταυτότητα. Στα τονικά του έργα συγκαταλέγονται οι περίφημοι 36 Ελληνικοί Χοροί για ορχήστρα (1931-1936), τα μπαλέτα Η Λυγερή κι ο Χάρος (1938/1947) και Η θάλασσα (1949), η Κλασσική Συμφωνία (1947) και η Μικρή Συμφωνία (Sinfonietta) σε σι ύφεση μείζονα (1948). Αντιστοίχως, στην ατονική ή δωδεκάφθογγη μουσική παραγωγή του, έργα όπως η Επιστροφή του Οδυσσέα (1942), οι 2 Συμφωνικές Σουίτες, τα Κοντσέρτα του (για βιολί, για πιάνο, για κοντραμπάσο, για δύο βιολιά, για βιολί και πιάνο, για βιολί και βιόλα), τα 32 Κομμάτια για πιάνο, οι 15 Μικρές παραλλαγές για πιάνο, οι 4 Σουίτες για πιάνο, η σειρά έργων μουσικής δωματίου για πνευστά και πιάνο, η σειρά έργων για βιολί και πιάνο και τα κουαρτέτα εγχόρδων αποτελούν ορόσημο όσον αφορά την ισορροπία μορφής και περιεχομένου, συνθετικής τεχνικής και μουσικής ωριμότητας. Η αναγνώριση του έργου του υπήρξε ως επί το πλείστον μεταθανάτια. Μόνο τρία από τα έργα του εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του, ενώ ελάχιστα έργα από αυτά της αθηναϊκής περιόδου ευτύχησε να τα ακούσει να εκτελούνται δημόσια. Εξαίρεση αποτελούν η μουσική μπαλέτου, ορισμένοι από τους 36 Ελληνικούς Χορούς και λιγοστά έργα μουσικής δωματίου. Αμέσως μετά τον θάνατο του συνθέτη, συστάθηκε μία άτυπη Επιτροπή Σκαλκώτα με πρόεδρο τον μουσικολόγο-μουσικοκριτικό Μίνω Δούνια, η οποία μετεξελίχθηκε το 1961 στην Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα, η οποία διαχειρίστηκε επί σειράν ετών το Αρχείο Σκαλκώτα, μέχρι αυτό να περάσει στο Ίδρυμα Αιμιλίου Χουρμουζίου-Μαρίκας Παπαϊωάννου στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ήδη όμως από το 1953, με τη δημοσίευση της Μικρής Σουίτας για ορχήστρα εγχόρδων από τις εκδόσεις Universal, άρχισε μία συστηματική προσπάθεια έκδοσης, δισκογράφησης και διεθνούς προώθησης του έργου του, κυρίως χάρη στον μουσικολόγο Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου (1915-2000). Κατά τη δεκαετία του 1980, το εκδοτικό ενδιαφέρον για τα έργα του Σκαλκώτα πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και με επίκεντρο τις προσπάθειες του συνθέτη, αρχιμουσικού, παιδαγωγού και εκδότη μουσικής Gunther Schuller (1925-2015) άλλη μία σειρά έργων έγινε προσιτή στο κοινό μέσω των εκδόσεων Margun που αργότερα μεταβιβάστηκαν στην εκδοτική εταιρεία G. Schirmer, Inc. (σήμερα Music Sales Classical). Η παγκόσμια όμως αποδοχή του έργου του Σκαλκώτα ενισχύθηκε καθοριστικά από την απόφαση της σουηδικής δισκογραφικής εταιρίας BIS να δισκογραφήσει τα άπαντα του συνθέτη, πρωτοβουλία που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, έχοντας πλέον ξεπεράσει τους 17 τίτλους δίσκων ακτίνας. Η συμβολή της Μουσικής Βιβλιοθήκης "Λίλιαν Βουδούρη" του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής, όπου πλέον φιλοξενείται το Αρχείο Σκαλκώτα, αναμένεται να δώσει νέα ώθηση στην έρευνα και στη διάδοση του έργου του μεγάλου Έλληνα δημιουργού. Γιάννης Σαμπροβαλάκης Μουσικολόγος, Κέντρο Ελληνικής Μουσικής

Τόμος:
1
Δέσιμο:
Μαλακό εξώφυλλο
Σελίδες:
40
Διαστάσεις:
31χ24
Βάρος:
0.186 κιλά

Αξιολογήσεις

Γράψε μια αξιολόγηση