Νεοελληνικά αναγνώσματα
zoom in
Προσθήκη στα αγαπημένα

Νεοελληνικά αναγνώσματα

Δια τους μαθητάς της Α΄ τάξεως των γυμνασίων και των ημιγυμνασίων

Συλλογικό έργο

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Γρηγόριος Ξενόπουλος

14.91€ -10% 13.42€
Ο εκδοτικός οίκος "Δίδυμοι" προσφέρει σήμερα, με συγκίνηση, στο αναγνωστικό κοινό, ένα ακόμη εκπαιδευτικό βιβλίο, του έτους 1931, σε ανατύπωση, από το οποίο οι νέοι μαθητές της εποχής, έμαθαν να αγαπούν την Ελλάδα και να σέβονται, πάνω απ΄ όλα, γονείς δασκάλους και πρεσβύτερους. Είναι ένα εκπαιδευτικό βιβλίο γραμμένο από μια πλειάδα κορυφαίων Ελλήνων λογοτεχνών που τα έργα τους λάμπρυναν τα ελληνικά γράμματα, στις αρχές του 20ου αιώνα. Πιστεύουμε ότι οι σύγχρονοι νέοι, διαβάζοντας τη σειρά των Αναγνωστικών της γενιάς των παππούδων ή γονιών τους, τα οποία εδώ και μερικά χρόνια ανατυπώσαμε και κυκλοφορούν με αναπάντεχη επιτυχία, θα τα αγαπήσουν περισσότερο από εκείνα που υποχρεωτικά τους παρέχει το Υπουργείο και, ίσως σε συνδυασμό με τα σύγχρονα, να τους δοθεί η δυνατότητα να διευρύνουν τις γνώσεις, συγκρίνοντας δύο διαφορετικές εποχές και δύο διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα. (Από τον πρόλογο του εκδότη)

Συλλογικό έργο (Συγγραφέας)


Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Συγγραφέας)

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ΄ όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η "Μετανάστις" στην εφημερίδα "Νεόλογος". Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Οι έμποροι των Εθνών" στην εφημερίδα "Μη χάνεσαι". Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην "Ακρόπολη" το μυθιστόρημά του "Γυφτοπούλα", όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ΄ όπου δημοσιεύει τη "Φόνισσα". Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον "Παρνασσό" η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.


Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Γρηγόριος Ξενόπουλος

Γρηγόριος Ξενόπουλος (Συγγραφέας)

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1867 από Ζακυνθινό πατέρα και από μητέρα Φαναριώτισσα. Η οικογένειά του εγκαταλείπει την Πόλη, όταν ο Γρηγόριος ήταν έντεκα μηνών και εγκαθίσταται στη Ζάκυνθο. Έτσι, τον κόσμο τον πρωτογνώρισε στο μαγευτικό αυτό νησί της Επτανήσου. Η γραφικότητα του τόπου, η πανώρια φύση με τις μοναδικές της ομορφιές, ο λαός της Ζακύνθου με τα ήθη και τα έθιμά του, η ιστορία και γενικά η επτανησιακή κουλτούρα, διαπλάθουν και επηρεάζουν βαθιά την ψυχή του. Ζυμώνεται με τους Ζακυνθινούς και όλα τα ερμηνεύει με την ιδιοσυγκρασία που κουβαλάει από το νησί του. Μετά το γυμνάσιο ο Ξενόπουλος παρακολουθεί μαθήματα φυσικομαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Όμως, η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία τον αποσπούν οριστικά. Συνεργάζεται με όλες σχεδόν τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής του. Το 1890 ο Γεώργιος Δροσίνης του προτείνει και αναλαμβάνει αρχισυντάκτης στην Εστία. Το 1896 ο ιδιοκτήτης του παιδικού περιοδικού «Διάπλασις των παίδων» Νικόλαος Παπαδόπουλος τον παίρνει αρχισυντάκτη και αργότερα του αναθέτει τη διεύθυνση του περιοδικού. Στη "Διάπλαση των Παίδων" η αγάπη του για το ελληνόπουλο τον οδήγησε να γράψει χιλιάδες "αθηναϊκές επιστολές", στις οποίες μιλούσε για διάφορα θέματα. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγινε ο δάσκαλος και μερίμνησε συστηματικά για το παιδί - αναγνώστη, για το παιδί που χρειάζεται αγωγή και παιδεία. Διακατέχεται από μια έμφυτη παιδαγωγική κλίση που την συνθέτουν η συμπάθεια και το ενδιαφέρον του για το παιδί, η δίψα και η πίστη του για την μόρφωσή του. Η προσφορά του στο τρίπτυχο σπίτι - οικογένεια - παιδί αρχίζει αμέσως μετά που αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού. Για πέντε περίπου δεκαετίες προσφέρει ένα αξιόλογο παιδαγωγικό και μορφωτικό έργο. Βοηθάει το παιδί - αναγνώστη να ανακαλύψει μόνο του το αντικείμενο της γνώσης και να αγκαλιάσει τη φύση, τις αξίες και τους συνανθρώπους του. Παίρνει στα χέρια του μια τεράστιας σημασίας εξουσία, τη διαπλαστική. Η προσφορά του αυτή δεν κατευθύνεται από κάποιο συγκεκριμένο και οργανωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, αλλά κυρίως από το ένστικτό του και από την αγάπη του για το παιδί. Συνειδητά, όμως, «Ο Φαίδωνας» εργάστηκε για τη δημιουργία μιας παιδικής λογοτεχνικής γλώσσας - μιας γλώσσας ζωντανής - που θα άγγιζε τις τρυφερές ψυχές των παιδιών και που θα μάθαιναν έτσι χωρίς βιβλία και χωρίς δασκάλους. Πετυχαίνει, έτσι, ένα θερμό δόσιμο με τον αναγνώστη και μια απελευθερωτική και θετική στάση που μορφώνει και συγχρόνως δεν σκλαβώνει. "Η αδελφούλα μου" είναι το πρώτο παιδικό μυθιστόρημα που γράφει στη δημοτική γλώσσα. Αν και είναι επηρεασμένος από τις ευρωπαϊκές πολιτιστικές ανακατατάξεις, δεν περιορίζεται μέσα στα πλαίσια του ηθογραφικού μυθιστορήματος, αλλά προχωράει και ασχολείται με την περιγραφή των ψυχικών ικανοτήτων των ηρώων του. Γίνεται ένας ψυχογράφος που τηρεί όμως αυστηρά την αντικειμενικότητά του. Μόνο όταν περιγράφει Ζακυνθινά τοπία και αρχίζουν να αναδύονται μέσα από αυτά οι μνήμες των παιδικών του χρόνων, εκφράζει υποκειμενικά συναισθήματα. Ο ρεαλισμός του 1900 ήταν εκείνο που ζητούσαν οι πολλοί και εκείνο που μπορούσε να ενώσει την απόσταση ανάμεσα στους πολλούς και στη νέα, στην αδιαμόρφωτη ακόμα ελληνική πεζογραφία. Με τα μυστικά της ρεαλιστικής σχολής η αφήγησή του έστρωνε πιο άνετα. Ο Ξενόπουλος βέβαια είχε έμφυτη αφηγηματική ευκολία, καλαισθησία, γλώσσα γλαφυρή, απλή, ρέουσα, έτσι που άρεσε σε όλους. Δεν υπήρξε ποτέ ανιαρός και κουραστικός. Στάθηκε ένας γλωσσοπλάστης - ένας ακούραστος δημιουργός του Λόγου είτε έγραφε για εφημερίδα ή για περιοδικό ή θέατρο ή μυθιστόρημα ή διήγημα ή παιδικό ανάγνωσμα, δοκίμιο ή ποίηση. Τα έργα του έχουν πλούτο, φυσικούς διαλόγους, οξύτητα παρατήρησης και άψογη τεχνική. Το περιβάλλον των μυθιστορημάτων του Ξενόπουλου είναι πότε η Αθήνα και πότε η Ζάκυνθος. Ο συγγραφέας θέλει να μας περιγράψει την ελληνική κοινωνία της εποχής του. Αυτό όμως δεν είναι κανόνας. Σε αρκετά έργα του περιγράφονται και ζωντανεύουν παλαιότερες κοινωνίες κυρίως της Ζακύνθου. Σε χρόνια ακμής, δύναμης, μεγαλείου, πλούτου και πολιτισμού, αναζήτησε και βρήκε πλούσιο και άφθονο υλικό που το εκμεταλλεύτηκε κατ


Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Κωστής Παλαμάς

Κωστής Παλαμάς (Συγγραφέας)

Ο Κωστής Παλαμάς ήταν απόγονος μιας παλαιάς οικογένειας που εμφανίσθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Γενάρχης της υπήρξε ο Παναγιώτης Παλαμάρης. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859. Σε ηλικία 7 χρονών έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς. Σε ηλικία μόλις 16 χρονών αρχίζει σπουδές νομικής, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του. Το 1876 έρχεται στην Αθήνα όπου και γράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Γρήγορα όμως θα εγκαταλείψει τη Νομική, και έτσι αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Παρά το ότι θα ασχοληθεί με τη ΝΕΑ ελληνική λογοτεχνία, το πρώτο του έργο, που θα δημοσιευτεί το 1876 με τίτλο "Ερώτων ΄Eπη" θα γραφτεί σε υπερκαθαρεύουσα. Το 1886 θα κυκλοφορήσει η πρώτη του συλλογή στη δημοτική και το 1889 δημοσιεύεται ένα από τα καλύτερα έργα του, ο "Ύμνος της Αθηνάς", ο οποίος θα βραβευτεί στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Αυτό είναι και το πρώτο του βραβείο. Εισηγητής του διαγωνισμού αυτού ήταν ο Νικόλαος Πολίτης. Το 1892 δημοσιεύει τη συλλογή "Τα μάτια της ψυχής μου", η οποία βραβεύτηκε και αυτή, το 1890. Το 1897 γίνεται γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δουλειά για την οποία αμοιβόταν αρκετά καλά, και έτσι απέκτησε την οικονομική άνεση για να συνεχίσει το έργο του. ΄Ενα χρόνο αργότερα, το 1898, δημοσιεύει δύο ποιητικές συλλογές, το "΄Αστυ" και τον "Τάφο". Ακολουθεί μια περίοδος έμπνευσης και ο Παλαμάς γράφει το 1900 τους "Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης", το 1904 την "Ασάλευτη Ζωή", το 1907 τον "Δωδεκάλογο του Γύφτου", το 1910 την "Φλογέρα του Βασιλιά" και το 1919 "Τα Δεκατετράστιχα", τα οποία δημοσιεύονται και στην Αλεξάνδρεια. Το 1925 παίρνει το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και με την ίδρυση της Ακαδημίας των Αθηνών γίνεται και ένα από τα βασικά στελέχη της. Το 1928 δημοσιεύει τους "Δειλούς και σκληρούς στίχους" (Σικάγο) και το 1930 ή, κατά άλλους, το 1931 γίνεται πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Πεθαίνει στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 1943, και η πάνδημη κηδεία του μετατρέπεται σε εκδήλωση αντίστασης του ελληνικού λαού εναντίον του Γερμανού κατακτητή.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Ανδρέας Καρκαβίτσας

Ανδρέας Καρκαβίτσας (Συγγραφέας)

O Aνδρέας Kαρκαβίτσας (1865-1922), κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος, μετά τον Παπαδιαμάντη, γεννήθηκε στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της "Λυγερής" (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της "Εστίας" τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του "Ο ζητιάνος" το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο "Αθήναι", με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο "Σ΄ Ανατολή και Δύση" και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων "Λόγια της πλώρης" (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος "αειφυγία"). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση. Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου. Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα "Πάσχα στα πέλαγα" και το 1911 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία ("Διηγήματα για τα παλικάρια μας" και "Διηγήματα του γυλιού"), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον "Αρματωλό", μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894. Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η συμβολή του συγγραφέα στο δημοτικιστ


Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Γεώργιος Μ. Βιζυηνός

Γεώργιος Μ. Βιζυηνός (Συγγραφέας)

Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) ποιητής και πεζογράφος γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Όταν τελείωσε το δημοτικό, δούλεψε αρχικά στην Πόλη για τρία χρόνια περίπου σ΄ ένα ραφτάδικο. Το 1867, με τη βοήθεια του Κύπριου εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη πήγε στην Κύπρο για να γίνει κληρικός και φοίτησε στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας. Το 1872 συνόδεψε τον επίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο στο Φανάρι για εκκλησιαστικούς λόγους και γράφτηκε ως ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Με τη βοήθεια του Φαναριώτη ποιητή Ηλία Τανταλίδη το 1873 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιητικά. Η συλλογή αυτή συνέβαλε στη γνωριμία του με τον πάμπλουτο Έλληνα Γεώργιο Ζαρίφη που του παρείχε τα οικονομικά μέσα για να ταξιδέψει στην Αθήνα και να γραφτεί στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Τον ίδιο χρόνο ο ποιητής κέρδισε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το πρώτο βραβείο με το ποίημα Κόδρος. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών αλλά προτίμησε να συνεχίσει τις σπουδές του στη φιλοσοφία στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας. Εξακολούθησε να γράφει ποιήματα και πήρε το πρώτο βραβείο στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με την ποιητική συλλογή "Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις" την οποία μετονόμασε σε "Βοσπορίδες Αύραι". Από το Μάιο του 1877 μέχρι τον Αύγουστο του 1878 συνέχισε τις φιλολογικές σπουδές του στη Λιψία, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ιστορία της φιλοσοφίας, την αισθητική και την ψυχολογία. Το 1880 άρχισε να γράφει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα "Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική". Το 1883 πήγε στο Λονδίνο όπου άρχισε να γράφει τα διηγήματά του με πρώτο "Το αμάρτημα της μητρός μου". Τα υπόλοιπα είναι: "Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως" (1883), "Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου" (1883), "Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας" (1884), "Πρωτομαγιά" (1884), "Το μόνον της ζωής του ταξείδιον" (1884), "Διατί η μηλιά δεν έγεινε μηλέα" (1885) και "Ο Μοσκώβ Σελήμ". Στο Λονδίνο έγραψε και την επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο: "Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω" και εξέδωσε και τη νέα ποιητική συλλογή του "Ατθίδες Αύραι". Το 1884 λόγω του θανάτου του Γ. Ζαρίφη επέστρεψε στην Αθήνα και διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο. Το 1885 ανακηρύχτηκε παμψηφεί υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή αλλά λόγω ανταγωνισμών δεν πέτυχε η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Οι φιλολογικοί κύκλοι τον περιφρονούσαν και ξαφνικά χωρίς λόγο απολύθηκε από καθηγητής και για να ζήσει, εργάστηκε ως καθηγητής της Δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών και έγραψε παράλληλα για τον Μπαρτ και τον Χιρστ στο "Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν". Το 1890 άρχισαν τα συμπτώματα μιας ασθένειας των νεύρων και μετέβη για λουτρά στις κεντρικές Άλπεις της Αυστρίας, όμως η κατάστασή του δεν βελτιώθηκε. Επιστρέφοντας στην Αθήνα γράφει διαρκώς: μια μελέτη για την Ιστορία της Φιλοσοφίας του Zeller και μεταφράσεις γνωστών ευρωπαϊκών μπαλλαντών (βαλλίσματα). Ο συγγραφέας σε ηλικία 40 ετών ερωτεύθηκε σφοδρά ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, το οποίο ζήτησε σε γάμο αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε από τη μητέρα της. Ακολούθησαν θλιβερά επεισόδια που κατέληξαν στον εγκλεισμό του Βιζυηνού στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο, όπου και πέθανε τον Απρίλιο του 1896.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Ησίοδος

Ησίοδος (Συγγραφέας)

Αρχαίος Έλληνας ποιητής του διδακτικού έπους (750-700 π.Χ.). Γιος του Δία και της Πυκιμήδης, γεννήθηκε στην Αιολική Κύμη. Οι γονείς του ήταν φτωχοί και γι΄ αυτό ξενιτεύτηκαν στη Βοιωτία, όπου καλλιεργούσαν ένα μικρό αγρόκτημα στις πλαγιές του Ελικώνα, στο χωριό Άσκρα, κοντά στις Θεσπιές. Η οικονομική τους όμως κατάσταση δε βελτιώθηκε σημαντικά, γιατί και εδώ ο τόπος ήταν φτωχός και επιπλέον είχε βαρύ κλίμα. Κατά την παράδοση στο μικρό Ησίοδο που έβοσκε τα πρόβατά του στον Ελικώνα, παρουσιάστηκαν οι εννέα Μούσες και του έδωσαν το χάρισμα να τραγουδά με γλυκιά φωνή τα περασμένα και τα μελλοντικά. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο αδερφός του Πέρσης δωροδόκησε τους δικαστές κατά τη διανομή της πατρικής περιουσίας και πήρε μεγαλύτερο μερίδιο από τον Ησίοδο. Επειδή όμως ήταν οκνηρός και κακός, αφού κατέφαγε την περιουσία του, απείλησε με νέες δίκες να αρπάξει και το μερίδιο του αδερφού του. Με αφορμή τα περιστατικά αυτά ο Ησίοδος έγραψε το ποίημα "Έργα και Ημέραι", όπου μετά την επίκληση των Μουσών ο ποιητής απευθύνει το λόγο προς τον Πέρση, τον οποίο προσπαθεί να αποτρέψει από τη δικομανία και να τον κατευθύνει προς την εργασία, γιατί η εργασία και το κέρδος που προέρχεται από αυτήν ωφελεί, ενώ χωρίς ιδρώτα κανένα αγαθό δε δίνουν οι θεοί στον άνθρωπο και καταλήγει με το περίφημο γνωμικό: "Έργον δ΄ ουδέν όνειδος, αεργίη δε τ΄ όνειδος". Όσο για τον ποιητικό αγώνα μεταξύ του Ησίοδου και Ομήρου, στον οποίο νίκησε ο πρώτος, φαίνεται χωρίς αμφιβολία ότι είναι δημιούργημα φανταστικό, που γεννήθηκε στο σχολικό περιβάλλον του 5ου αι. π.Χ., όπου διεξάγονταν συζητήσεις για την αξία του διδακτικού και του ηρωικού έπους, που πρώτος ξεκίνησε ο Αριστοφάνης στην "Ειρήνη". Διότι ο Ησίοδος ήταν οπωσδήποτε μεταγενέστερος του Ομήρου. Από τα πολλά ποιήματα του Ησίοδου σώζονται τα εξής: α) "Έργα και Ημέραι". Οι στίχοι 1-764 αποτελούν τα "Έργα", που ονομάστηκαν έτσι, γιατί ο ποιητής συμβουλεύει μέσα σ΄ αυτό για την εργασία, η οποία αποτελεί το μοναδικό δρόμο για την ευδαιμονία του ανθρώπου. Οι υπόλοιποι στίχοι (765-828) ασχολούνται με τις ευνοϊκές και αποφράδες ημέρες, στις οποίες οφείλεται το δεύτερο μέρος του τίτλου "Ημέραι" και θεωρούνται μεταγενέστερη προσθήκη. β) "Θεογονία" (1022 στίχοι). Σ΄ αυτό ο ποιητής προσπαθεί να καταγράψει σ΄ ένα σύστημα με συνέχεια και ευρυθμία τους διάφορους ελληνικούς μύθους που αναφέρονταν στη γένεση, στα αξιώματα και γενικά στην ιστορία των ελληνικών θεών. γ) "Ασπίς Ηρακλέους" (480 στίχοι). δ) "Ηοίαι" (54 στίχοι).


Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου

Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου (Συγγραφέας)

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940). Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι, γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιόκαυτου από το Καρπενήσι. Είχε τρία αδέλφια, το Χαρίλαο, το Θανάση και τη Σοφία. Στο Καρπενήσι έμαθε τα πρώτα γράμματα και το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, χωρίς να αποφοιτήσει. Στράφηκε από τα φοιτητικά του χρόνια προς τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία και σε ηλικία δεκαέξι μόλις ετών ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην "Ακρόπολη" του Βλ. Γαβριηλίδη. Ως το 1898, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Πολεμικά τραγούδια", συνέχισε να συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες όπως η "Εφημερίδα των συζητήσεων", ο "Χρόνος" και η "Σκριπ", στην οποία υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1900 ως το 1905. Το 1904 γίνεται ένα από τα πρώτα μέλη της εταιρίας "Η Εθνική Γλώσσα", με στόχο την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας (μαζί με τους Μιλτιάδη Μαλακάση, Λάμπρο Πορφύρα, Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ιωάννη Κονδυλάκη και άλλους). Για την Εθνική γλώσσα συνέταξε τον επόμενο χρόνο τη διακήρυξη "Προς το ελληνικό Έθνος", εκθέτοντας τους στόχους της. Από το 1908 και ως το 1911 βρέθηκε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της εφημερίδας "Εμπρός" του Αριστείδη Κυριακού. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε γαλλικές εφημερίδες και γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία (με μοναδική εξαίρεση τη συγγραφή χρονογραφημάτων στην εφημερίδα "Εμπρός" ως το 1914) και διακρίθηκε σε μια έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο για σχεδιάσματα και γελοιογραφίες που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Από το 1912 και ως το 1916 διετέλεσε νομάρχης στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη. Από τη θέση του Νομάρχη προώθησε την ιδέα οργάνωσης εργατικού σωματείου στη Σύρο καθώς επίσης τη διοργάνωση του πρώτου Πανιονίου Συνεδρίου για τα πενήντα χρόνια της Ένωσης της Επτανήσου και αντέδρασε μαζί με τον εισαγγελέα Α.Ρέγκο στον αφορισμό του 1916 κατά του Βενιζέλου. Η τελευταία πρωτοβουλία του του στοίχισε τη θέση του και τον οδήγησε σε δίκη, στην οποία όμως απαλλάχτηκε. Δεν έπαψε παράλληλα να ασχολείται με την τέχνη και την κριτική, ενώ βραβεύτηκε μαζί με τον Στέλιο Σπεράντζα και την Ελένη Μ. Νεγρεπόντη (κατόπιν Ελένη Ουράνη) στον επίσημο διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων που προκήρυξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το 1917 πέθανε ο πατέρας του και τον επόμενο χρόνο έγραψε (σε συνεργασία με τους Δ. Ανδρεάδη, Αλ. Δελμούζο, Π. Νιρβάνα και Μ. Τριανταφυλλίδη και εικονογράφηση του Π. Ρούμπου) τα "Ψηλά Βουνά", έργο που προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου (είχε προηγηθεί ανάθεση του έργου στον Παπαντωνίου από το Υπουργείο Παιδείας της επαναστατικής κυβέρνησης Βενιζέλου). Την ίδια χρονιά ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Εθνικής Πινακοθήκης, φροντίζοντας για τον εμπλουτισμό της με έργα πολλών ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (Γύζης, Παρθένης, Μαλέας, Λύτρας, Θεοτοκόπουλος). Τον επόμενο χρόνο αυτοκτόνησε σε ηλικία τριάντα εννιά χρόνων ο αδελφός του Θανάσης, ο οποίος αντιμετώπιζε έντονες ψυχικές διαταραχές από τα εικοσιδύο του. Το 1920 τύπωσε την παιδική ποιητική συλλογή "Τα χελιδόνια", αφιερωμένη στον αδελφό του, η οποία επανεκδόθηκε το 1931 με τίτλο "Παιδικά τραγούδια". Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να καούν δημοσίως τα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ανάμεσα στα οποία και τα "Ψηλά Βουνά". Το 1923 ο Παπαντωνίου εξέδωσε την ποιητική συλλογή του "Πεζοί ρυθμοί" και τους τρεις τόμους των "Νεοελληνικών αναγνωσμάτων" για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τιμήθηκε με το εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και διορίστηκε καθηγητής στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος στα πλαίσια των καθηκόντων του ως διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα τυπώθηκε η συλλογή διηγημάτων του "Διηγήματα", ενώ από το 1929 και ως το 1937 εκδόθηκαν το θεατρικό έργο "Ο όρκος του πεθαμένου", διασκ
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (Συγγραφέας)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ (1824-1879) Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824, γιος του επιχειρηματία και γερουσιαστή Ιωάννη Βαλαωρίτη και της Αναστασίας το γένος Τυπάλδου Φορέστη. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Λύκειο της Λευκάδας (1830-1837), κατόπιν φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα (1838-1841) και ταξίδεψε στην Ιταλία και την ελεύθερη Ελλάδα (1841-1842). Ακολούθησαν σπουδές στη Γενεύη (όπου πήρε πτυχίο προλύτη Γραμμάτων και επιστημών από το εκεί κολλέγιο), το Παρίσι (νομικά) και τέλος την Πίζα, όπου ανακηρύχτηκε διδάκτωρ νομικής στο εκεί πανεπιστήμιο. Μεσολάβησε (1846) προσβολή του από τυφώδη πυρετό και επιστροφή στη γενέτειρά του. Ακολούθησαν ταξίδια του στην Ιταλία και την Αυστρία, όπου με κίνδυνο της ζωής του πήρε μέρος σε ενέργειες υπέρ της ελληνικής απελευθέρωσης. Παράλληλα μελέτησε γερμανική φιλοσοφία και το 1847 είχε ήδη τυπώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Στιχουργήματα στην Κέρκυρα. Ακολούθησε μια περίοδος περιπλάνησής του στην Ιταλία, κυρίως στη Βενετία. Εκεί πήρε μέρος σε φοιτητικές κινητοποιήσεις και γνώρισε την κόρη του Αιμιλίου Τυπάλδου Ελοϊσία, την οποία παντρεύτηκε το 1852. Από το γάμο του απέκτησε τρεις κόρες (τη Μαρία, που πέθανε το 1855 σε βρεφική ηλικία, μια δεύτερη, επίσης Μαρία, που πέθανε το 1866 και τη Ναθαλία, που πέθανε το 1875 στη Βενετία) και δύο γιους, το Νάνο και τον Αιμίλιο. Μετά το γάμο του ταξίδεψε στην Ευρώπη για ένα χρόνο και όταν επέστρεψε στη Λευκάδα ενίσχυσε το επαναστατικό κίνημα της Ηπείρου με άντρες και χρήματα, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του τότε άγγλου αρμοστή και να αναγκαστεί να φύγει για την Ιταλία ξανά. Το 1856 πέθανε ο πατέρας του και η μητέρα του. Το 1857 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο Μνημόσυνα, που τιμήθηκε από τον Όθωνα με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Την ίδια χρονιά απέκτησε το δεύτερο γιο του, τον Αιμίλιο και εξελέγη βουλευτής Λευκάδας στην Ιόνιο Βουλή, θέση την οποία κράτησε από το 1857 ως το 1864. Το 1864 επισκέφτηκε την Αθήνα μαζί με τον πρόεδρο της Ιονίου Βουλής και άλλους επιφανείς πολιτικούς και συνέταξε το σχέδιο για το ψήφισμα της Ένωσης. Η εμφάνισή του στην Εθνοσυνέλευση στέφτηκε από μεγάλη επιτυχία. Εκλέχτηκε δυο φορές βουλευτής στην κυβέρνηση Κουμουνδούρου (1865 και 1868), αρνήθηκε όμως να αναλάβει υπουργικά καθήκοντα. Μετά τις εκλογές του 1868, απογοητευμένος από την πολιτική αποσύρθηκε και απομονώθηκε στη Μαδουρή, ένα μικρό νησί κοντά στη Λευκάδα. Εκεί συνέθεσε το ποίημα Διάκος και τον Αστραπόγιαννο, έργα που τύπωσε μαζί το 1867. Κατόπιν πρόσκλησης του πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1871 έγραψε και απήγγειλε με μεγάλη επιτυχία ένα ποίημα για τον Πατριάρχη στην αποκάλυψη του ανδριάντα του. Πέθανε το 1879. Λίγο πριν το θάνατό του έγραψε τα τρία πρώτα άσματα του Φωτεινού, έργου που έμεινε ημιτελές λόγω του θανάτου του. Ο Φωτεινός εντάχθηκε στο δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο των έργων του που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, το 1891. Έγραψε επίσης λίγες μεταφράσεις (Η Λίμνη του Λαμαρτίνου, Το τριακοστό τρίτο άσμα της Κόλασης του Δάντη κ.α.) και δημοσίευσε άρθρα πολιτικού και ιστορικού προβληματισμού. Στο έργο του Βαλαωρίτη συναντιέται η γλωσσική τεχνοτροπία της Επτανησιακής Σχολής με εκείνη της Αθηναϊκής. Τα ποιητικά του έργα είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα ενώ τα πεζά του στην καθαρεύουσα. Ο επικός χαρακτήρας των έργων του, καθώς επίσης οι αγώνες του για την Πατρίδα, του χάρισαν τον τιμητικό τίτλο του εθνικού ποιητή, ενόσω ακόμη ήταν εν ζωή. Η κριτική διχάστηκε στην περίπτωση του Βαλαωρίτη και ποικίλει από την πλήρη αποδοχή (Παλαμάς, Ροΐδης, Σικελιανός) ως την πλήρη άρνηση (Πολυλάς, Πανάς, Βερναρδάκης). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη βλ. «Βιοχρονογραφία του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη», Τετράδια Ευθύνης10, 1979, σ.197-200, Γεωργαντά Αθηνά - Σαββίδης Γ.Π., «Αθησαύριστα κείμενα του Βαλαωρίτη ΙΙ (και άγνωστες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του)», Παλίμψηστον3 (Ηράκλειο), 12/1986, σ.35-53, Γρηγόρης Γεράσιμος, «Χρονικό του βίου και των έργων του», Αριστοτέλης Βαλαωρίτης· Ο αρματολός της Λύρας 1824-1879· Βίος, Έργα, Ανθολογία, Κριτική, Εικόνες, Βιβλιογραφία, σ.15-61. Αθήνα,
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Γιάννης Βλαχογιάννης

Γιάννης Βλαχογιάννης (Συγγραφέας)

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945) γεννήθηκε στη Ναύπακτο το 1867. Ο πατέρας του Οδυσσέας Βλάχος καταγόταν από γενιά αγωνιστών της Ρούμελης και η μητέρα του Αναστασία Γκιώνη από το Σούλι. Είχε τρεις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Οι αναμνήσεις του 1821 διατηρήθηκαν ζωντανές στη μνήμη του και διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητά του. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη Ναύπακτο και για τα γυμνασιακά μαθήματα ταξίδεψε στη Ζάκυνθο, την Κόρινθο και την Πάτρα. Το 1886 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών στο τμήμα Φιλολογίας. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του (τις οποίες δεν ολοκλήρωσε), εργαζόταν ως οικοδιδάσκαλος και ως διορθωτής στην Εφημερίδα του Κορομηλά. Αργότερα έγινε συντάκτης στην Εστία, ενώ παράλληλα με την οικονομική συνδρομή ομογενών (μεταξύ άλλων και του Εμμανουήλ Μπενάκη) περισυνέλεξε τεράστιο σε όγκο αρχειακό υλικό του 19ου αιώνα κυρίως σχετικό με τον Αγώνα και κατόρθωσε να εκδώσει ένα μέρος του, (όπως τα αρχεία του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη και του Σπυρομήλιου, το Χιακό αρχείο, το Αθηναϊκό αρχείο και τη βιογραφία του Καραϊσκάκη). Στην ολοκλήρωση της αρχειακής του έρευνας ο Βλαχογιάννης αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του και ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια και το Λονδίνο. Η εργασία του υπήρξε εξαιρετικά συστηματική και συνέβαλε αποφασιστικά στην καταγραφή της ελληνικής ιστορίας του περασμένου αιώνα.

 

Το 1914 με δική του εισήγηση ιδρύθηκαν από τον Βενιζέλο τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, όπου διετέλεσε και πρώτος διευθυντής ως το 1937. Πέθανε το 1945 στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας τοποθετείται στα 1893 με το διήγημα Ο ξενιτεμένος και με τις Ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη, συλλογή τριών ηθογραφικών διγημάτων γραμμένων στη δημοτική. Έγινε γρήγορα δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους και επαινέθηκε από τον Κωστή Παλαμά. Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά (όπως τα Τέχνη, Ηγησώ, Μούσα), εφημερίδες (όπως οι Εστία, Αστραπή, Εφημερίς) και ημερολόγια της εποχής του. Οι οικονομικές δυσκολίες που τον συνόδευαν σʼ όλη τη ζωή του δεν του επέτρεψαν να εκδώσει παρά ένα μικρό μέρος του συνολικού έργου του. Εξέδωσε το περιοδικό Προπύλαια (έξι τεύχη από το 1901 ως το 1908), όπου δημοσίευσε ποιήματα, πεζογραφήματα και ιστορικές μελέτες. Με την ευκαιρία του εορτασμού των εκατό χρόνων από την ελληνική Ανεξαρτησία εξέδωσε με δικά του έξοδα τις συλλογές διηγημάτων Τα μεγάλα χρόνια (1930, πρώτη δημοσίευση του 1914) και Τα παλικάρια τα παλιά (1931). Στο σύνολο των γραπτών του περιλαμβάνονται ποιήματα, πεζογραφήματα, ιστορικές μελέτες, κριτικά δοκίμια, άρθρα, ακόμη και ένα μονόπρακτο έργο για το θέατρο (Χήρα μάνα). Ως λογοτέχνης είναι γνωστός κυρίως για την πεζογραφική παραγωγή του. Ο Βλαχογιάννης επιχείρησε να συνδυάσει ιστορικά (ηρωικής θεματικής) και ηθογραφικά στοιχεία με βασικό στόχο του να συμβάλει στον ορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας και στην ψυχολογική σύνδεση των νεοελλήνων με το παρελθόν τους. Ιδιαίτερης σημασίας είναι επίσης οι ψυχογραφικές και συμβολικές διαστάσεις των έργων του. Γλώσσα των γραπτών του είναι η δημοτική την οποία υιοθέτησε εξαρχής, ακόμη και στις ιστορικές μελέτες του, δε συμμετείχε όμως στις γλωσσικές διαμάχες της εποχής του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιάννη Βλαχογιάννη βλ. Παπακώστας Άγγελος, «Βλαχογιάννης Γιάννης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 4. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Πίστας Π.Σ., «Βλαχογιάννης Γιάννης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Σταυροπούλου Έρη, «Γιάννης Βλαχογιάννης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Η΄ (1880-1900), σ.342-344. Αθήνα, Σοκόλης, 1997. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).


Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Χρήστος Χρηστοβασίλης

Χρήστος Χρηστοβασίλης (Συγγραφέας)

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ (1861-1937). Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης γεννήθηκε στο Σουλόπουλο Καλαμά της Ηπείρου, γιος του εύπορου κτηματία Αναστάσιου Βασιλείου.Παππούς του ήταν ο Χρήστος Βασιλείου (από όπου το ψευδώνυμο του λογοτέχνη),άρχοντας του Σουλόπουλου τον 19ο αιώνα. Η ακριβής χρονολογία γέννησής του δεν είναι γνωστή, τοποθετείται από τους μελετητές γύρω στο 1860. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στο Σχολαρχείο Ξάνθης και συνέχισε με τη βοήθεια του θείου του Σπυράκη Βασιλείου ως μαθητής στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Το 1875 συνελήφθη από τις Τουρκικές Αρχές με αφορμή την Ανατολική κρίση και οδηγήθηκε ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από τρία χρόνια σπουδών στο εκεί Αυτοκρατορικό Λύκειο δραπέτευσε και έφυγε για την Κέρκυρα, από όπου πέρασε στην Ήπειρο, πήρε μέρος σε συμπλοκή εναντίον των Τούρκων στους Αγίους Σαράντα, αιχμαλωτίστηκε και εξορίστηκε στα Τρίκαλα. Εκεί εργάστηκε ως γραμματέας του θείου του Σπυράκη Βασιλείου επιστάτη στα κτήματα του Χρηστάκη Ζωγράφου. Το 1882 επέστρεψε στη γενέτειρά του, κατόπιν όμως νέας συμμετοχής του σε επαναστατικά κινήματα καταδικάστηκε σε θάνατο. Δραπέτευσε και επέστρεψε στη Θεσσαλία. Στα Τρίκαλα χαιρέτησε την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία με το μακροσκελές ποίημα Στʼ αδέρφια μας, ενέργεια που πλήρωσε με ολιγοήμερη φυλάκιση στη Ζίτσα, όπου πήγε για να παντρευτεί τη Σιάνα Παπασταύρου. Από το 1885 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί πραγματοποίησε την επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία με το διήγημα Η καλύτερή μου αρχιχρονιά που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Ακρόπολης του Γαβριηλίδη. Στην ίδια εφημερίδα εργάστηκε από το 1889, δημοσιεύοντας διηγήματα και πολιτικά άρθρα (ως ανταποκριτής στη Ρωσία, τη Βουλγαρία και αλλού). Το 1896 παντρεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά με την Αλεξάνδρα Γιώτη από το Καρπενήσι. Το 1899 ξεκίνησε η συνεργασία του με την Εταιρεία του Ελληνισμού του Νικόλαου Καζάζη, από τη θέση του διευθυντή και στη συνέχεια δημοσίευσε πραγματείες στο περιοδικό της Εταιρείας (ομώνυμό της) με το ψευδώνυμο Ζευς Δωδωναίος. Μια από τις πραγματείες αυτές είχε τίτλο Εθνικά Άσματα 1453-1821 και στάθηκε αφορμή διαφωνίας του με το Νικόλαο Πολίτη. Τελικά αποχώρησε από την Εταιρεία το 1909 και έφυγε για τη Σμύρνη, όπου βρισκόταν ο θείος του Σπυράκης. Το 1913 επέστρεψε στην Αθήνα, χαιρέτησε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων με το ποίημα Τα ελευθερωμένα Γιάννινα από την Ακρόπολη και έφυγε για τη γενέτειρά του, όπου εξέδωσε την εφημερίδα Ελευθερία και συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες γύρω από το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Για τη δράση του εκτοπίστηκε στη Νάξο του 1917. Τότε (1916-1919) τοποθετείται η συγγραφή των Διηγημάτων του Μικρού Σκολειού. Εκλέχτηκε βουλευτής Ιωαννίνων το 1926 και το 1935 με το Λαϊκό Κόμμα και από το 1923 ως το θάνατό του διηύθυνε την έκδοση του περιοδικού Ηπειρωτικά Φύλλα .Λίγο πριν το θάνατό του επισκέφτηκε ξανά την Αθήνα, όπου έλαβε βραβείο για το λογοτεχνικό του έργο από το Υπουργείο Παιδείας και τιμήθηκε με το χρυσό Σταυρό του Σωτήρα για την πατριωτική του δράση. Η έκταση του έργου του Χρηστοβασίλη (λαογραφικού, ιστορικού , διηγηματογραφικού, πεζογραφικού , ποιητικού, γλωσσικού, δραματικού, μεταφραστικού) είναι τεράστια και μεγάλο μέρος της βρίσκεται σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Το λογοτεχνικό έργο του είναι κυρίως ηθογραφικό και λαογραφικό, γραμμένο στη δημοτική και με κυρίαρχη την παρουσία ειδυλλιακών και φυσιολατρικών στοιχείων, καθώς επίσης στοιχείων επιτηδευμένης και σκόπιμα "απλής και αφελούς" γραφής. Η σύγχρονη κριτική επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην ψυχογραφική διάσταση του έργου του Χρηστοβασίλη και στη μεγαλοπρέπεια των περιγραφών του επαρχιακού τοπίου. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Χρήστου Χρηστοβασίλη βλ. Άγρας Τέλλος, «Χρηστοβασίλης Χρήστος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 24. Αθήνα, Πυρσός, 1934, Χρυσογέλου - Κατσή Άννα, «Χρήστος Χρηστοβασίλης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ηʼ · 1880-1900, σ.286-337. Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και χ.σ., «Χρηστοβασίλης Χρήστος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Στέφανος Γρανίτσας (Συγγραφέας)


Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Ιωάννης Μ. Δαμβέργης

Ιωάννης Μ. Δαμβέργης (Συγγραφέας)

Ιωάννης Μ. Δαμβέργης (1862-1938). Ο Ιωάννης Δαμβέργης του Μιλτιάδη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σε παιδική ηλικία και ενώ μαινόταν η κρητική επανάσταση κατέφυγε με την οικογένειά του στη Σμύρνη, όπου μαθήτευσε στην Ευαγγελική Σχολή. Σπούδασε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, όπου ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και τις εκδόσεις περιοδικών και εφημερίδων. Διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Εβδομάς την περίοδο 1887-1892 και της Εφημερίδας των συζητήσεων, ενώ από το 1902 ως το 1916 ανέλαβε την έκδοση και διανομή του ακραίου εθνικιστικού φυλλαδίου Πάτρια. Αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική ως μέλος της κρητικής αντιπροσωπείας και της τελευταίας απελευθερωτικής επιτροπής των Κρητών, θέσεις από τις οποίες ενίσχυσε τον αγώνα των κρητικών για ανεξαρτησία, ενώ υπήρξε επίσης διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Ελευθέριου Βενιζέλου, γενικός γραμματέας της οργανωτικής επιτροπής για τον εορτασμό της εθνικής εκατονταετηρίδας το 1931, και οργανωτικό μέλος του εορτασμού των εκατό χρόνων από τη γέννηση του λόρδου Byron. Ως υποστηρικτής της βενιζελικής παράταξης συνελήφθη το Νοέμβρη του 1916 και φυλακίστηκε ως το Γενάρη του επόμενου χρόνου επί εσχάτη προδοσία. Ιδρυτής του σωματείου Αδελφότητα Αγάπης Ακριτών και συνεργάτης της νεοϋορκέζικης ελληνόφωνης εφημερίδας Εθνικός Κήρυξ, ο Ιωάννης Δαμβέργης υπήρξε επίσης γενικός γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου κατά τα πρώτα έτη της λειτουργίας του, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του και ιδρυτής επιστημονικών οργανώσεων όπως της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών και της Εταιρείας Κρητικών Μελετών. Πέθανε στην Αθήνα. Το πεζογραφικό έργο του Ιωάννη Δαμβέργη τοποθετείται χρονικά στη λογοτεχνική γενιά του 1880, η δράση της οποίας σημαδεύτηκε από το γλωσσικό ζήτημα. Ο Δαμβέργης ανήκε στη συντηρητική γλωσσική παράταξη και για τη συλλογή του Οι Κρήτες μου υιοθέτησε μια μικτή έκφραση (καθαρεύουσα στα αφηγηματικά μέρη, δημοτική στους λαϊκούς διαλόγους), η οποία ανταποκρινόταν στο σαφή πατριωτικό προσανατολισμό της αφηγηματογραφίας του με συχνές αναφορές στο ένδοξο παρελθόν του έθνους. Η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Επεισόδια της ζωής πλησιάζει περισσότερο το χρονογράφημα παρά τη λογοτεχνική γραφή. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ιωάννη Δαμβέργη βλ. Γαραντούδης Ευριπίδης, «Ιωάννης Μ. Δαμβέργης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ζ΄ (1880-1900), σ.310-321. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Γιαλουράκης Μανώλης, «Δαμβέργης Ιωάννης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και χ.σ., «Δαμβέργης Ιωάννης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Γεώργιος Δροσίνης

Γεώργιος Δροσίνης (Συγγραφέας)

Γεώργιος Δροσίνης (1859-1911). Ο Γεώργιος Δροσίνης καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών του Μεσολογγίου και γεννήθηκε στην Αθήνα. Τις εγκύκλιες σπουδές του παρακολούθησε στη Βαρβάκειο Σχολή και το Λύκειο Σουρμελή. Σπούδασε Νομική και, με σύσταση του Νικολάου Πολίτη, Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ιστορία Καλών Τεχνών και ξένης φιλολογίας στη Γερμανία (Λειψία, Δρέσδη, Βερολίνο 1885-1888). Επέστρεψε στην Αθήνα και από το 1889 ως το 1897 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού της Εστίας, που ο ίδιος μετέτρεψε σε εφημερίδα το 1894. Την ίδια περίοδο διηύθυνε επίσης τα περιοδικά Εθνική Αγωγή και Μελέτη (που ίδρυσε επίσης). Το 1899 μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα ίδρυσαν το Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, όπου εξέδωσε λογοτεχνικά έργα, λαογραφικές και άλλες μελέτες. Το 1901 ίδρυσε τις σχολικές βιβλιοθήκες και το 1908 το εκπαιδευτικό μουσείο. Συνέβαλε επίσης στην ανέγερση του Οίκου Τυφλών και της Σεβαστοπούλειας Επαγγελματικής Σχολής, του Α΄ Εκπαιδευτικού Συνεδρίου του 1907 και της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας (1908). Από το 1914 και ως το 1923 διετέλεσε τμηματάρχης του υπουργείου Παιδείας με ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, ενώ υπήρξε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το έτος ίδρυσής της (1926). Από το 1922 διηύθυνε το Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος, ενώ. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1879 με ποιήματά του στο περιοδικό Ραμπαγάς. Στην πρώτη φάση της λογοτεχνικής παραγωγής του ανήκουν οι συλλογές Ιστοί αράχνης (1880) και Σταλακτίται (1881), με τις οποίες εντάχτηκε στους νεωτεριστές ποιητές που απομακρύνθηκαν από το πομπώδες ύφος των αθηναίων ρομαντικών της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Με τις συλλογές Ειδύλλια (1884) και Γαλήνη (1902) προσχώρησε στη γενιά του 1880, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα ως το 1930 με τη συλλογή Βραδιάζει, καθώς επίσης διηγήματα και μυθιστορήματα. Πέθανε στην Κηφισιά το 1951. Ο Γεώργιος Δροσίνης εντάσσεται στους ποιητές της νέας Αθηναϊκής Σχολής, κυρίως λόγω της δημοτικής γλώσσας και της απλότητας της έκφρασης της ποίησής του, καθώς και των επιρροών που δέχτηκε από τους παρνασσιστές γάλλους ποιητές και την παρνασσική ποίηση του Παλαμά. Στην πεζογραφία του επηρεασμένος από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, το Νικόλαο Πολίτη και τον ΄Άγγελο Βλάχο, αλλά και από τις σπουδές του στη Γερμανία (υπήρξε δια βίου θαυμαστής των Schiller, Wagner και Goethe), επέλεξε συχνά θέματα από τη ζωή στην ελληνική επαρχία προτάσσοντας μια ειδυλλιακή αντιμετώπισή της. Τοποθετείται έτσι στην πρώτη φάση της ηθογραφικής πεζογραφίας στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γεώργιου Δροσίνη βλ. Αγγελάτος Δημήτρης, «Δροσίνης Γεώργιος», Παγκόσμιιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Κατσή - Χρυσογέλου ΄Αννα, «Γεώργιος Δροσίνης» , Η παλαιότερη πεζογραφία μας·Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΖ΄ (1880-1900). Αθήνα Σοκόλης, 1997, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Δροσίνης Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Μερακλής Μ.Γ., «Γεώργιος Δροσίνης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.304-307. Αθήνα, Σοκόλης, 1977. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Εμμανουήλ Λυκούδης

Εμμανουήλ Λυκούδης (Συγγραφέας)

Εμμανουήλ Λυκούδης (1849-1925). Ο Εμμανουήλ Λυκούδης γεννήθηκε στο Ναύπλιο, γιος του κερκυραίου Στυλιανού Λυκούδη και της Μαρίας το γένος Κυδωνάκη-Καλλέργη. Είχε έναν αδερφό τον Πέτρο, μετέπειτα αξιωματικό του μηχανικού και εφευρέτη του λυόμενου πολυβόλου. Μαθήτευσε σε σχολεία της Χαλκίδας και του Πειραιά και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ (1872). Ακολούθησε το δικαστικό κλάδο και υπηρέτησε διαδοχικά στην Ερμούπολη, την Άμφισσα και τέλος στο εφετείο Αθηνών, ενώ υπήρξε επίσης κρατικός νομικός σύμβουλος από το 1896 ως το 1905. Μετά την παραίτησή του από το δημόσιο τομέα άσκησε τη δικηγορία ως το 1917, ενώ διατήρησε ως το τέλος της ζωής του τη θέση του νομικού συμβούλου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Στο χώρο της πολιτικής ήταν οπαδός του Χαριλάου Τρικούπη, μετά από πρόταση του οποίου το 1890 πήρε μέρος στη σύνταξη του σερβικού εκλογικού συστήματος με βάση την ελληνική αντίστοιχη νομοθεσία. Πραγματοποίησε οικονομικές και νομικές μελέτες και ήταν μέλος και πρόεδρος (το 1875) του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός. Ως αρθρογράφος και επιφυλλιδογράφος συνεργάστηκε κατά την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα με τα αθηναϊκά περιοδικά Εθνικόν Ημερολόγιον του Κ.Φ.Σκόκου, Εστία, Εθνική Αγωγή, το ημερολόγιο του Γεωργίου Δροσίνη Νέα Ελλάς, τις εφημερίδες Άστυ, Ακρόπολις και Εστία, ενώ τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας δημοσίευσε κείμενά του στα Παναθήναια, το Περιοδικόν μας, το Νουμά, την Εθνική Ζωή, τη Νέα Τέχνη, τις εφημερίδες Αθήναι και Σημαία (Πειραιά), το Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος. Στα ίδια έντυπα βρίσκεται δημοσιευμένο και το μεγαλύτερο μέρος του αφηγηματικού του έργου, μέρος του οποίου αποφάσισε να εκδώσει κατά τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του. Τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον των Γραμμάτων και των Τεχνών (1823). Παντρεύτηκε τη Δήμητρα Μπάλτση, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Πέθανε στην Αθήνα από αρρώστια του ουροποιητικού συστήματος, η οποία τον ταλαιπώρησε αρκετά χρόνια. Ο Εμμανουήλ Λυκούδης ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της λεγόμενης λογοτεχνικής γενιάς του 1880. Στο θέμα της γλώσσας η στάση του ήταν μετριοπαθής· άφησε κείμενα στη δημοτική, στην καθαρεύουσα, ενώ στο τέλος της ζωής του διατύπωσε τη θεωρητική του προτίμηση προς τη σε μικτή γλώσσα (καθαρεύουσα στα αφηγηματικά μέρη, καθομιλουμένη στα διαλογικά). Το έργο του κινείται στα ευρύτερα πλαίσια της ελληνικής ηθογραφικής παραγωγής, με τη διαφορά πως τοποθετεί τη δράση των έργων του σε αστικό περιβάλλον. Χαρακτηριστική στο έργο του είναι η κυριαρχία των ανθρωπιστικών αισθημάτων, της συμπάθειας του συγγραφέα προς τους ήρωές του και του πεσιμιστικού πνεύματος, που αγγίζει κάποτε τα όρια του μελοδραματισμού, αποδυναμώνοντας κάποιες υπαρκτές νύξεις κοινωνικής κριτικής. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Εμμανουήλ Λυκούδη βλ. Αθήνη Στέση, «Εμμανουήλ Σ. Λυκούδης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΖ΄ (1880-1900), σ.10-28. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Β[ελλιανίτης] Θ[εόδωρος], «Λυκούδης Εμμανουήλ Σ.», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 16. Αθήνα, Πυρσός, 1931, Γιάκος Δημήτρης, «Λυκούδης Εμμανουήλ», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Καλαντζοπούλου Βίκυ, «Λυκούδης Εμμανουήλ», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Παναγιώτης Σούτσος

Παναγιώτης Σούτσος (Συγγραφέας)

Παναγιώτης Σούτσος (1806-1868). Ο Παναγιώτης Σούτσος, αδερφός του Αλέξανδρου Σούτσου, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1806, γιος του διπλωμάτη Κωνσταντίνου Σούτσου και της συζύγου του Ελένης, αδερφής του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού. Ορφάνεψε σε παιδική ηλικία και έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σπίτι της αδελφής του Αικατερίνης. Μαζί με τον αδερφό του παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή της Χίου και κατόπιν στο Παρίσι, όπου έστειλε τα δυο αδέρφια ο θείος τους Μιχαήλ Σούτσος, ηγεμόνας της Μολδαβίας. Στο Παρίσι μπήκε στον κύκλο του Κοραή και δημοσίευσε τη γαλλόφωνη ποιητική συλλογή Odes d΄ un jeun grec suivies de six chants de g`uerre ecrits en vers grecs par le meme autteur et traduits en prose francaise.Το 1822 βρέθηκε στην Ιταλία (Πάντοβα - Βενετία) και το 1823 έφυγε για την Τρανσυλβανία από όπου επέστρεψε στον ελλαδικό χώρο. Το 1827 συνέγραψε την ποιητική συλλογή Άσματα πολεμιστήρια. Στην Αθήνα δημοσίευσε το δημοφιλέστερο έργο του τον Οδοιπόρο (στην πρώτη του μορφή), που γνώρισε πολλές επανεκτυπώσεις και είχε μεγάλη λαϊκή απήχηση. Το 1835 δημοσίευσε στην Αθήνα τη συλλογή λυρικών ποιημάτων Κιθάρα. Το 1839 έγραψε τα ποιητικά έργα Ο Μεσσίας και Ευθύμιος Βλαχάβας. Ακολούθησαν το 1842 ο Άγνωστος και ο Καραϊσκάκης. Τα πρώτα πεζογραφήματά του δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Ήλιος, την οποία εξέδιδε ο ίδιος. Πρόκειται για τα Απομνημονεύματα ενός ψιττακού και τον ημιτελή Τρισχιλιόπηχο. Ακολούθησε το 1834 το μυθιστόρημά του Ο Λέανδρος. Ο Παναγιώτης Σούτσος διετέλεσε νομάρχης και γραμματέας της Γερουσίας στην κυβέρνηση Καποδίστρια, απομακρύνθηκε ωστόσο γρήγορα εξαιτίας της αντικυβερνητικής του στάσης. Χαιρέτησε όπως και ο αδελφός του Αλέξανδρος τη δολοφονία του Καποδίστρια ως σωτήριο για το έθνος γεγονός και στάθηκε ένθερμος υποστηρικτής του Όθωνα, ευελπιστώντας πως ο τελευταίος θα παραχωρήσει Σύνταγμα στον ελληνικό λαό, σύντομα όμως απογοητεύτηκε και ανέπτυξε έντονη αντιοθωνική δράση. Κατά την περίοδο της αντιβασιλείας διετέλεσε Σύμβουλος Επικρατείας. Το 1841 πέθανε η σύζυγός του Φλωρεντία Κοπανίτσα. Το 1842 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά. Και η δεύτερη σύζυγός του όμως πέθανε το 1845, αφού του χάρισε ένα γιο. Μετά την εξέγερση της Τρίτης Σεπτεμβρίου του 1843 συνέταξε την αίτηση Συντάγματος του νομοθετικού σώματος προς τον Όθωνα. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και εξέδωσε τις εφημερίδες Ήλιος, Αναγεννηθείσα Ελλάς και Ένωσις. Η απομάκρυνσή του από την πολιτική, συνέπεια της αντιοθωνικής δράσης του, και οι διώξεις εναντίον του αδερφού του Αλέξανδρου τον απογοήτευσαν και τον έκαναν να στραφεί προς τον άκρως συντηρητικό χώρο και την υποστήριξη της Μεγάλης Ιδέας . Στα πλαίσια της παραπάνω πολιτικής δράσης του δημοσιεύει το γλωσσικό μανιφέστο Νέα Σχολή του Γραφομένου Λόγου (1853), υποστηρίζοντας την άκρα αρχαΐζουσα. Η Νέα Σχολή προκάλεσε την κριτική διαμάχη του με τον Κωνσταντίνο Ασωπίο, γνωστή ως τα Σούτσεια. Τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του Παναγιώτη Σούτσου στάθηκαν και τα πιο δύσκολα. Το 1857 έχασε το γιο του, το 1859 έλαβε χώρα η δίκη του αδερφού του Αλέξανδρου με αφορμή το έργο του Ο Περιπλανώμενος, το 1861 τον εγκατέλειψε η τρίτη του σύζυγος Μαρίνα Λογοθέτη. Πρόλαβε να χαρεί την άφιξη στην Ελλάδα του Γεωργίου Α΄, στον οποίο είχε στηρίξει τις νέες ελπίδες του, η υγεία του ωστόσο είχε ήδη κλονιστεί από το 1863. Πέθανε οικονομικά κατεστραμμένος το 1868 στην Αθήνα, και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη. Ο Παναγιώτης Σούτσος υπήρξε ένας από τους εισηγητές του ρομαντισμού στον ελληνικό χώρο. Παράλληλα προς το ρομαντικό πνεύμα ωστόσο, στα έργα του ανιχνεύονται στοιχεία διδακτισμού, ο οποίος παραπέμπει στο Γαλλικό Διαφωτισμό. Ο Οδοιπόρος του θεωρήθηκε ως έργο ορόσημο του Αθηναϊκού Ρομαντισμού της περιόδου 1830 - 1880, μαζί με το Δήμος και Ελένη του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. Νεώτερες μελέτες εντόπισαν στο έργο του Παναγιώτη Σούτσου στοιχεία που τον συνδέουν με τον ουτοπικό σοσιαλισμό των σαινσιμονιστών και την πεζογραφία του φανταστικού (βλ. Αλεξάνδρα Σαμουήλ, 1996 και Βαγενάς Νάσος, 1995 στη βιλιογραφία). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Παναγιώτη Σούτσου βλ. Βελλιανίτης Θ., «Σούτσος Παναγιώτης», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 22. Αθήνα, Πυρσός,
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Αλεξάνδρα Δέλτα - Παπαδοπούλου

Αλεξάνδρα Δέλτα - Παπαδοπούλου (Συγγραφέας)

Η Αλεξάνδρα Δέλτα - Παπαδοπούλου γεννήθηκε το 1900 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ήταν η τρίτη κόρη του Στεφάνου και της Πηνελόπης Δέλτα. Η Αλεξάνδρα συνάντησε, μέσα από τον οικογενειακό της κύκλο, τους πρωτοπόρους δημοτικιστές συγγραφείς και δασκάλους της εποχής, αλλά και τους πολιτικούς πρωταγωνιστές των ταραγμένων χρόνων του Διχασμού. Το 1927 παντρεύτηκε τον κτηματία Αντώνη Παπαδόπουλο, γιο της "Μάνας του στρατιώτη" Άννας Μελά - Παπαδοπούλου, της αδελφής του Παύλου Μελά. Απέκτησε δυο παιδιά και έζησε στην Εύβοια. Η Αλεξάνδρα Δέλτα - Παπαδοπούλου υπήρξε, μεταξύ άλλων, πρόεδρος της Σχολής Κοινωνικής Εργασίας της Χ.Ε.Ν. και του Κολλεγίου Αθηνών, του οποίου συνιδρυτής ήταν ο πατέρας της. Δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη το πατρικό της σπίτι στην Κηφισιά, στο οποίο στεγάζεται σήμερα το Ιστορικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη. Δώρισε επίσης στους εργαζόμενους το μεγαλύτερο μέρος του ελαιώνα του συζύγου της στις Ροβιές της Εύβοιας. Πέθανε το 1988.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Όμηρος

Όμηρος (Συγγραφέας)

Αρχαίος Έλληνας επικός ποιητής, ο μεγαλύτερος από τους ποιητές όλων των αιώνων, με τον οποίο αρχίζει η έντεχνη ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Οι πληροφορίες που έχουμε για τον Όμηρο είναι ελάχιστες και αυτές ασαφείς. Τον τόπο γέννησής του διεκδικούν πολλές πόλεις. Πιο πιθανή πατρίδα του όμως θεωρείται η Σμύρνη, αιολική αποικία, που αργότερα προστέθηκε στην ιωνική συμπολιτεία. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι ο ποιητής γνώριζε πολύ καλά την περιοχή της, όπως αποδεικνύουν οι παρομοιώσεις που χρησιμοποιεί στην ποίησή του. Γνώριζε ακόμα καλά τις ακτές του Αδραμυτηνού κόλπου, το όρος Ίδη, την πεδιάδα του Σκάμανδρου κ.λπ., τα οποία είδε ο ποιητής με τα μάτια του και έγιναν θέατρα των αγώνων των ηρώων του. Άγνωστο είναι το πότε έζησε ο Όμηρος. Ο ίδιος αφήνει να εννοηθεί στα ποιήματά του ότι έζησε πολύ αργότερα από τα τρωικά. Κατά τον Ηρόδοτο (Β΄ 53) ο Όμηρος έζησε 400 χρόνια νωρίτερα απ΄ αυτόν και, σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, πρέπει να έζησε κατά τα μέσα του 9ου αι. π.Χ. Τέλος η παράδοση ότι ο Όμηρος ήταν τυφλός πρέπει να απορριφθεί, γιατί είναι ασυμβίβαστη με τη λεπτή παρατήρηση της φύσης που υπάρχει στο έργο του. Έγραψε: α) την "Ιλιάδα" της οποίας η υπόθεση εκτυλίσσεται σε 51 ημέρες και 15.700 στίχους. Θέμα της είναι η "μήνις του Αχιλλέως" εναντίον του Αγαμέμνονα και οι συμφορές που επακολούθησαν. Κανονικά λοιπόν έπρεπε να ονομαστεί Αχιλληίδα, επειδή όμως ο ποιητής παρεμβάλλει σ΄ αυτήν πολλά γεγονότα του πολέμου που έγιναν γύρω από το Ίλιο (= Τροία), γι΄ αυτό πήρε το όνομα "Ιλιάς" β) την "Οδύσσεια" της οποίας τα περιστατικά διαρκούν 41 ημέρες και αναπτύσσονται σε 12.100 στίχους. Θέμα της είναι ο "νόστος" (= επιστροφή) του Οδυσσέα από την Τροία στην Ιθάκη. Άλλα έργα που αποδίδονται στον Όμηρο είναι: οι "Ομηρικοί ύμνοι", η "Βατραχομυομαχία", ο "Μαργίτης". Χαρακτηριστικό της τέχνης του Ομήρου είναι ότι τα έπη του έχουν αρχή, μέση και τέλος και ότι με τα αλλεπάλληλα επεισόδια κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του ακροατή μέχρι το τέλος. Ο θαυμασμός για τα έπη του Ομήρου διατηρήθηκε αμείωτος από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας, γι΄ αυτό και διδάσκεται σ΄ όλα τα σχολεία της Ευρώπης, ως ο μεγαλύτερος ποιητής και παιδαγωγός των αιώνων. Τα ομηρικά έπη έχουν μεταφραστεί σ΄ όλες τις γλώσσες του κόσμου, καθώς και στην ελληνική δημοτική, από τους Ι. Πολυλά, Αργ. Εφταλιώτη, Ζ. Σιδέρη, Ν. Καζαντζάκη, Ι. Κακριδή κ.ά.


Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Δημήτριος Βικέλας

Δημήτριος Βικέλας (Συγγραφέας)

Δημήτριος Βικέλας (1835-1908). Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1835, καταγόμενος από μεγάλη εμπορική οικογένεια με καταβολές στη Βέροια και αρχικό όνομα Μπεκέλα ή Μπικέλα. Πατέρας του ήταν ο έμπορος Εμμανουήλ Βικέλας και μητέρα του η Σμαράγδα, κόρη του εμπόρου Γεωργίου Μελά και αδελφή του Λέοντος Μελά. Σε ηλικία τεσσάρων ετών έμεινε για ένα χρόνο στο Ναύπλιο με την οικογένειά του, η οποία ένα χρόνο μετά εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Τα πρώτα γράμματα έμαθε κοντά στη μορφωμένη και φιλομαθή μητέρα του, ενώ γενικά η μόρφωσή του δεν υπήρξε συστηματική λόγω των συνεχών μετακινήσεων της οικογένειάς του. Στην Πόλη πέρασε εννιά χρόνια ως το 1849, οπότε επέστρεψε στη Σύρο μαζί με τη μητέρα του και φοίτησε στο Λύκειο του Χ.Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του Εμμανουήλ Ροΐδη, μαζί του εξέδωσε το χειρόγραφο μαθητικό περιοδικό Λυκείου Μέλισσα. Το 1851 σε ηλικία δεκαέξι ετών μετέφρασε το έργο του Ρακίνα Εσθήρ, που ανέβηκε σε σχολική παράσταση και εκδόθηκε στην Ερμούπολη. Τη μετάφραση αυτή απέδωσε ο Βικέλας στον ελβετό Weiss, δάσκαλό του στην Οδησσό. Τον επόμενο χρόνο έφυγε για το Λονδίνο, όπου πέρασε 24 χρόνια της ζωής του, ασχολούμενος με το εμπόριο, εργαζόμενος ως υπάλληλος στο κατάστημα της εταιρείας Ανεψιοί Μαύρου και ως συνέταιρος στον οίκο των αδελφών Μελά. Παράλληλα φοίτησε στο University College, λόγω περιορισμένου χρόνου ωστόσο απέκτησε μόνο Δίπλωμα Βοτανικής. Δεν έπαψε όμως να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία, μελέτησε φιλολογία και ιστορία, ενώ έγραψε στίχους και μεταφράσεις ( από τον Όμηρο, τον Θεόκριτο, τον Goethe, τον Alfieri, κ.α.). Στο Λονδίνο ο Βικέλας έδρασε και υπέρ της διατήρησης του ελληνικού χαρακτήρα της ομογένειας, προωθώντας για παράδειγμα την ίδρυση του εκεί ελληνικού σχολείου. Το 1855 επισκέφτηκε την οικογένειά του στην Kωνσταντινούπολη και πήρε μέρος για πρώτη φορά σε ποιητικό διαγωνισμό (τον Ράλλειο με το ποίημα Αναμνήσεις του Πριγκήπου). Ακολούθησαν δημοσιεύσεις ποιημάτων του, άλλοτε στην καθαρεύουσα και άλλοτε στη δημοτική στην Πανδώρα και άλλα λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ το 1862 δημοσίευσε στο Λονδίνο την ποιητική συλλογή Στίχοι. Το 1859 γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Δουμά, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του με ατμόπλοιο προς την Αγγλία. Στην Αγγλία παντρεύτηκε την Καλλιόπη Γεραλοπούλου, καταγόμενη επίσης από οικογένεια μεγαλοεμπόρων. Μαζί της ταξίδεψε στην Ευρώπη μέχρι το 1876, οπότε λόγω της πανευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης της περιόδου εκείνης διαλύθηκε η συνεργασία του με την εταιρεία των αδελφών Μελά, και το ζευγάρι επιχείρησε να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Τον επόμενο χρόνο όμως η επιδείνωση της ήδη διαταραγμένης ψυχικής υγείας της Καλλιόπης, τους ανάγκασε να επιστρέψουν στο Παρίσι. Εκεί ο Βικέλας ασχολήθηκε ξανά με τη μετάφραση (μεταφράσεις του από έργα του Σαίξπηρ ανέβηκαν στην Αθήνα), με διαλέξεις και αρθρογραφία, ενώ έγραψε επίσης το έργο Λουκής Λάρας που τον καθιέρωσε στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Λουκής Λάρας πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εστία το 1879 και τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε αυτοτελώς, ενώ σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές σλαβικές και ευρωπαϊκές γλώσσες. Ως το 1897 ταξίδευε διαρκώς από το Παρίσι προς την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη και αντιστρόφως, ενώ η σύζυγός του ήταν έγκλειστη στο ψυχιατρείο του Ivry. Το 1886 χρονολογούνται τα διηγήματά του Φίλιππος Μάρθας, Άσχημη αδελφή, Ανάμνησις και Παππα-Νάρκισσος. Το 1893 εξέδωσε τον τόμο Διαλέξεις και Αναμνήσεις, με 23 δοκίμιά του της περιόδου 1860 - 1893, και υπήρξε ηγετικό μέλος της επιτροπής για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1896. Από το 1897 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ως το τέλος της ζωής του προσανατολίστηκε κυρίως προς κοινωφελή έργα, με προεξέχον την ίδρυση του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, σε συνεργασία με τον Γεώργιο Δροσίνη. Στα πλαίσια του Συλλόγου εκδόθηκαν πάνω από εκατό τίτλοι βιβλίων ποικίλης θεματολογίας, ιδρύθηκε το Σχολικό Μουσείο, η Σχολική Βιβλιοθήκη, η Συλλογή πινάκων εποπτικής διδασκαλίας, ενώ το 1907 κυκλοφόρησε και το περιοδικό Μελέτη. Το 1904 με πρωτοβουλία του Βικέλα και του πολιτιστικού συλλόγου Παρνασσός συνήλθε στην Αθήνα το Α΄ Ελληνικό Εκπαιδευτικό Συνέδριο, με τη συμμετοχή εκπαιδευτικών και ιδρυμάτων από την Ελλάδα και την Ευρώπη. Την τελευταία περίοδο της ζωής του ασχολήθηκε με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του με τίτλο Η ζωή μου. Παιδικαί αναμνήσεις, που εκδόθηκαν το 1908, χρονιά του θανάτου του. Πέθανε από καρκίνο του ήπατος στην Κηφισιά, έχοντας προλάβει να τοποθετήσει τον θεμέλιο λίθο στη Σεβαστοπούλειο Εργατική Σχολή, το τελευταίο από τη σειρά κοινωφελών έργων που πραγματοποιήθηκαν με τη μέριμνά του. Ο Βικέλας διέθετε πλουσιότατη βιβλιοθήκη, την οποία κληροδότησε στο δήμο Ηρακλείου Κρήτης (πρόκειται για τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη). Η λογοτεχνική παραγωγή του Δημητρίου Βικέλα είναι περιορισμένη σε σύγκριση προς το μέγεθος του συνόλου του γραπτού έργου του. Η ποιητική του παραγωγή ανέρχεται σε σαράντα ποιήματα, στην παράδοση της ρομαντικής ποίησης της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής, για τα οποία ο ίδιος δε φαίνεται να έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι έμμετρες μεταφράσεις του, κυρίως εκείνες των έργων του Σαίξπηρ. Το γνωστότερο λογοτεχνικό έργο του ωστόσο είναι ο Λουκής Λάρας, ιστορικό μυθιστόρημα βασισμένο σε μαρτυρία υπαρκτού προσώπου, με θέμα τη ζωή ενός έλληνα εμπόρου στις φλόγες της ελληνικής επανάστασης του 1821 και με ιδιαίτερη έμφαση στο επεισόδιο της καταστροφής της Χίου. Η κριτική τοποθέτησε στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ώριμη φάση της ρομαντικής πεζογραφίας της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής και στις απαρχές της ηθογραφικής και ρεαλιστικής πεζογραφικής παραγωγής της γενιάς του 1880, ενώ παράλληλα επισήμανε τις επιρροές του συγγραφέα από τη σύγχρονή του ευρωπαϊκή παραγωγή. Ενδεικτικά των παραπάνω στοιχεία θεωρούνται η επιλογή ενός αντι - ήρωα για τη θέση της κεντρικής φιγούρας του έργου και η γλωσσική έκφραση του Βικέλα, που σταδιακά οδηγείται από την απλή καθαρεύουσα σε μια γλώσσα που προσεγγίζει την καθομιλουμένη της εποχής (το έργο δημοσιεύτηκε αρχικά σε δέκα συνέχειες στο περιοδικό Εστία, και αν και είχε ολοκληρωθεί πριν τη δημοσίευση της πρώτης συνέχειας, ο συγγραφέας επενέβαινε με διορθώσεις και βελτιώσεις). Πολλά έργα του βρίσκονται δημοσιευμένα στα περιοδικά Χρυσαλλίς, Πανδώρα, Κλειώ (Τεργέστης) και σε άλλα της Ελλάδας και του εξωτερικού. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημητρίου Βικέλα βλ. Δήτσα Μαριάννα, «Δημήτριος Βικέλας», Η παλαιότερη πεζογραφία μας Ε΄ · 1830-1880, σ.382-409. Αθήνα, Σοκόλης, 1996, Σπεράντζας Σ.Γ. «Βικέλας Δημήτριος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Ζ΄. Αθήνα, Πυρσός, 1929, Τερδήμου Μαρία, Χρονολόγιο Δημητρίου Βικέλα. Ηράκλειο, 1991, Φουριώτης Άγγελος, «Βικέλας Δημήτριος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Χατζηγεωργίου - Χασιώτη Βικτωρία, «Βικέλας Δημήτριος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Εκδότης:
Τόμος:
1
Δέσιμο:
Σκληρό εξώφυλλο
Σελίδες:
175
Διαστάσεις:
21χ14
Βάρος:
0.333 κιλά

Αξιολογήσεις

Γράψε μια αξιολόγηση