Η ορχήστρα έπαιζε ακόμα φανφάρες, εκκωφαντικά και με ζήλο· ακόμα δεν είχαν καταλαγιάσει οι ζητωκραυγές του πλήθους. Στο μεταξύ, η Λόττε και ο χοντρός [ Γκαίρινγκ ] βρίσκονταν πια δίπλα στον υπουργό Προπαγάνδας και τον Χέφγκεν. Οι τρεις άνδρες ύψωσαν στα γρήγορα το χέρι, σε μια χαλαρή εκδοχή του επίσημου χαιρετισμού. Έπειτα ο Χέφγκεν, με σοβαρό, διακριτικό χαμόγελο, έσκυψε πάνω από το χέρι της μεγάλης κυρίας. Ιδού, οι τέσσερίς τους, έρμαια της φλογερής περιέργειας ενός επιλεγμένου κοινού: τέσσερις ισχυροί αυτής της χώρας, τέσσερις φορείς εξουσίας, τέσσερις θεατρίνοι – το αφεντικό της πληροφόρησης, ο ειδικός στις θανατικές καταδίκες και στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, η ευαίσθητη σύζυγος και ο χλομός ραδιούργος. Και το διαλεχτό κοινό να παρατηρεί πώς ο χοντρός χτύπησε φιλικά στον ώμο τον διευθυντή του θεάτρου με τόση θέρμη που αντήχησε παντού, και πώς, γελώντας τραχιά, τον ρώτησε : « Λοιπόν, πώς πάει, Μεφίστο ; »
« Σε αυτή την απόπειρα απεικόνισης της συγκεκριμένης περιόδου, το ουσιώδες δεν είναι το πρόσωπο του πρωταγωνιστή αλλά ο ανθρώπινος τύπος. Κάλλιστα θα μπορούσα να είχα επιλέξει κάποιον άλλο ως πρότυπο.
Ο κλήρος έπεσε στον Γκούσταφ Γκρύντγκενς – όχι επειδή έχω ιδιαίτερα κακή άποψη γι’ αυτόν (θα έλεγα ότι ήταν και καλύτερος από πολλούς άλλους αξιωματούχους του Τρίτου Ράιχ), αλλά πολύ απλά επειδή έτυχε να τον έχω γνωρίσει από πολύ κοντά. Και έχοντας υπόψη ακριβώς αυτή την παλιά μας γνωριμία, μου φάνηκε η μεταμόρφωσή του, η ηθική του κατάπτωση, τόσο απίστευτη, τόσο αλλόκοτη, τόσο μυθική ώστε να γράψω ένα μυθιστόρημα γι’ αυτήν. »
– ΚΛΑΟΥΣ ΜΑΝΝ, Το σημείο καμπής
Ο ηθοποιός προχωρά με συστολή αλλά με βήμα σταθερό. Παραδεχτείτε το : Ταιριάζει μια χαρά σ’ αυτό το περιβάλλον, έχει την ίδια κάλπικη αξιοπρέπεια, την ίδια υστερία, τον ίδιο ματαιόδοξο κυνισμό και τη φτηνιάρικη, δήθεν δαιμονική φύση. Ο ηθοποιός σηκώνει ψηλά το σαγόνι και τα πετράδια στα μάτια του λαμπυρίζουν. Και τώρα ο Χοντρομπαλάς [ Γκαίρινγκ ] απλώνει σχεδόν με αγάπη τα δυό του χέρια της το μέρος του. Ο ηθοποιός έχει σχεδόν φτάσει πια δίπλα στην ομάδα των θεοτήτων.
Η λάμψη της ήδη λούζει και αυτόν. Και τότε, με την τέλεια χάρη του αριστοκράτη αυλικού, σκύβει το κεφάλι και κλίνει το γόνυ μπροστά στον παχύσαρκο γίγαντα. [...]Ο πολυμήχανος Χέντρικ μπορεί πλέον να βαδίσει με αυτοπεποίθηση στο 1934. Είναι πια σίγουρος για την προστασία των ισχυρών. Ο Μεγάλος βλέπει τον Χέφγκεν-Μεφιστοφελή σαν ένα είδος γελωτοποιού της Αυλής, σαν έναν ιδιοφυή απατεώνα, σαν ένα χαριτωμένο παιχνιδάκι. Το ύποπτο παρελθόν του έχει ήδη συγχωρηθεί – ήταν ένα καλλιτεχνικό καπρίτσιο.
Αλίμονο – ο ουρανός πάνω από τη χώρα έχει σκοτεινιάσει. Ο Θεός απέστρεψε το πρόσωπό του, ένα ποτάμι από αίμα και δάκρυα κυλά ορμητικό μέσα στους δρόμους, σε κάθε πόλη.Αλίμονο – η χώρα έχει βεβηλωθεί, και κανείς δεν ξέρει πότε θα καθαρθεί και πάλι–, ποιά μετάνοια, ποιά τεράστια συνεισφορά στην ευτυχία της ανθρωπότητας θα μπορέσει να την εξιλεώσει από το πελώριο τούτο όνειδος ; Ό,τι ήταν κάποτε όμορφο τώρα έχει κηλιδωθεί, ό,τι ήταν αληθινό πνίγεται μέσα στις κραυγές του ψεύδους. Το βρομερό ψεύδος έχει πάρει την εξουσία σ’ αυτή τη χώρα. Βρυχιέται μέσα στις αίθουσες, μέσα από μεγάφωνα, μέσα από τις στήλες των εφημερίδων, μέσα από τις οθόνες των κινηματογράφων. Ανοίγει το φρικτό του στόμα, κι από μέσα βγαίνει η μπόχα της μόλυνσης και της σήψης· μια μπόχα που διώχνει τόσους και τόσους από τη χώρα, ενώ για εκείνους που είναι αναγκασμένοι να μείνουν η χώρα γίνεται φυλακή – ένα βρομερό μπουντρούμι.Αλίμονο – οι Ιππότες της Αποκαλύψεως είναι ήδη καθ’ οδόν. Και τώρα ξεπέζεψαν εδώ και οικοδόμησαν ένα φρικτό καθεστώς. Ξεκινώντας από εδώ, θέλουν να κατακτήσουν τον κόσμο· γιατί αυτές είναι οι προθέσεις τους. Παντού να δοξάζεται και να λατρεύεται το δύσμορφο είδωλό τους. Η ασκήμια τους να θαυμάζεται σαν να είναι η νέα ομορφιά.Έπεσε η νύχτα στην πατρίδα μας. Άνθρωποι κακοί διασχίζουν τις επαρχίες της με μεγάλα αυτοκίνητα, με αεροπλάνα και με τραίνα. Ταξιδεύουν παντού. Πάνε στις αγορές και διαδίδουν την απάτη τους. Παντού, όπου κι αν βρεθούν οι ίδιοι και τα τσιράκια τους, σβήνει το φως της λογικής και όλα σκοτεινιάζουν.
Ο Κλάους Μαν (1906-1949), πρωτότοκος γιος του Τόμας Μαν, του διασημότερου Γερμανού συγγραφέα της εποχής, και ανιψιός του Χάινριχ Μαν, γεννήθηκε το 1906 στο Μόναχο. Έγραψε τις πρώτες του νουβέλες σε ηλικία δεκαπέντε ετών, ενώ αρκετά χρόνια αργότερα δημιούργησε μαζί με την αδελφή του Έρικα, την αρραβωνιαστικιά του Πάμελα Βέντεκιντ και τον γαμπρό του Γκούσταφ Γκρύντγκενς, μια θεατρική ομάδα. Έζησε μια ζωή εξαιρετικά δύσκολη, σε μια ταραγμένη εποχή, αποδεχόμενος βήμα προς βήμα την ομοφυλοφιλία του, ενώ η Ευρώπη είχε μεταβληθεί σε πραγματική κόλαση. Το 1929 έκανε το γύρο του κόσμου μαζί με την αδελφή του Έρικα και περιέγραψε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο "Ο κόσμος γύρω γύρω". Τον επόμενο χρόνο η Έρικα χώρισε με τον ηθοποιό Γκούσταφ Γκρύντγκενς, που η αμφιλεγόμενη σχέση του με τους Ναζί έδωσε την έμπνευση στον συγγραφέα για το γνωστότερο βιβλίο του, "Μεφίστο" (1936). Τον ίδιο χρόνο ο Κλάους Μαν επέλεξε τη φυγή από τη Γερμανία, ταξίδεψε στο Άμστερνταμ, τη Ζυρίχη, την Πράγα και το Παρίσι και αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αμερική. Σ΄ όλη τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου αποτέλεσε κεντρική φιγούρα του αγώνα κατά του Χίτλερ και του φασισμού. Ταυτόχρονα, οι σοσιαλιστικές του ιδέες, το πάθος του για τα ναρκωτικά και η ομοφυλοφιλία του, που δεν έκρυβε ή καταπίεζε, τον οδήγησαν συχνά σε κρίσεις μελαγχολίας και αδιέξοδα και σε σύγκρουση με το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε. Αυτοκτόνησε στις Κάννες, στις 21 Μαΐου 1949, σε ηλικία μόλις σαράντα τριών ετών. Έγραψε τα μυθιστορήματα: "Ο ευλαβικός χορός", "Αλέξανδρος", "Παθητική συμφωνία", "Μεφίστο" και "Το ηφαίστειο"· τις νουβέλες: "Πριν από τη ζωή", "Παιδική νουβέλα", "Λούντβιχ"· τα αυτοβιογραφικά βιβλία: "Παιδί αυτής της εποχής", "Η κρίσιμη καμπή" και τα δοκίμια "Αντρέ Ζιντ", "Εξετάσεις", "Κείμενα για τη λογοτεχνία", "Σήμερα και αύριο", "Γραπτά γι΄ αυτή την εποχή". Επίσης εξέδωσε τα περιοδικά "Συλλογή" (1933-35) και "Decision" (1941-42).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Λίγο μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της στην Ιστορία (Πανεπιστήμιο Αθηνών και Πανεπιστήμιο της Konstanz) άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με τη μετάφραση από τα αγγλικά και τα γερμανικά, καθώς και με τη μετάφραση προς τα αγγλικά. Δίδαξε για πολλά χρόνια μετάφραση στο ΕΚΕΜΕΛ και στο ΕΚΕΒΙ, καθώς και ελληνικά σε αλλοδαπούς. Έχει καταπιαστεί σχεδόν με όλα τα λογοτεχνικά είδη και με πάμπολλους σημαντικούς συγγραφείς, κλασικούς και σύγχρονους. Στις πιο πρόσφατες δουλειές της συγκαταλέγονται "Ο σηματωρός" του Charles Dickens, "Το άγρυπνο μάτι του Sheridan Le Fanu" και "Το σώμα του εγκλήματος" (Ανθολογία κλασικών αστυνομικών διηγημάτων), όλα από τις Εκδόσεις Άγρα, καθώς και "Ο πόλεμος των κόσμων" του Franz Kafka (Πατάκης), "Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία" και "Μπιλιάρδο στις εννιάμισι" του Heinrich Boll (Πόλις). Το 2011 τιμήθηκε με το βραβείο του Daniel Mendelsohn "Χαμένοι", και το 2013 με το βραβείο μετάφρασης του ελληνικού τμήματος της ΙΒΒΥ για το βιβλίο του Patrick Ness "Το τέρας έρχεται". Το 2014 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το πρώτο της βιβλίο με τίτλο "Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας".