Η επιγραφή `Zeni su en ise ettu `sti kalimera` βρίσκεται σε μία αρχαία στήλη στην κοινότητα Καλημέρα της Απουλίας. Η ελληνική αυτή επιγραφή με λατινικούς χαρακτήρες θέλει να πει ότι `Ξένη δεν είσαι εσύ εδώ στην Καλημέρα`. Η επιγραφή αυτή, όπως και άλλες μαρτυρίες, όπως επί παραδείγματι οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι στα Ν.Α. παράλια της Μαύρης Θάλασσας, μας κίνησαν την περιέργεια να αναζητήσουμε ίχνη του ελληνικού πολιτισμού εκτός Ελλάδας. Με τον τρόπο αυτό πραγματοποιήθηκαν τελικά εφτά ταξίδια, που μας περιήγησαν από την Καλαβρία μέχρι την Αρμενία.
Οι περισσότεροι γερμανόφωνοι ούτε καν μπορούν να φανταστούν το πλήθος των ελληνικών λέξεων που έχουν εισχωρήσει στη γερμανική γλώσσα. Αρκεί να αναφέρουμε μόνο τις λέξεις Philosophie (φιλοσοφία), Psyche (ψυχή) ή Gynakologie (γυναικολογία) και Kalligraphie (καλλιγραφία), αλλά και Apotheke (φαρμακείο ή άλλως `αποθήκη` φαρμάκων). Αν εντρυφήσουμε ωστόσο βαθύτερα στην ελληνική γλώσσα θα ανακαλύψουμε και άλλες λέξεις, οι οποίες βρίσκουν μία αντιστοιχία στα γερμανικά: Η λέξη Mutter από το `μητέρα`, Vater από το `πατέρας`, Ture από το `θύρα` και πολλές άλλες, οι οποίες ενισχύουν την υπόθεση για την ύπαρξη κοινής γλωσσικής προέλευσης. Η επιστήμη συμπεραίνει από τα παραπάνω την ύπαρξη μίας γλωσσικής ομάδας ινδοευρωπαϊκής προέλευσης στο απώτατο παρελθόν. Σε αυτήν την ομάδα ανήκουν τόσο οι ρωμανικές και οι γερμανικές γλώσσες, όσο και τα σανσκριτικά στην Ινδία, τα περσικά (φαρσί) αλλά και τα ελληνικά.
Τα πρώτα γραπτά μνημεία, που μαρτυρούν την ύπαρξη της (μυκηναϊκής) ελληνικής γλώσσας, χρονολογούνται από το 14ο-12ο αιώνα π.Χ.. Τα λεγόμενα Αρχαία Ελληνικά υποδιαιρούνταν σε διάφορες, διακριτά διαφοροποιημένες μεταξύ τους διαλέκτους, κάτι που γνωρίζαμε ήδη από τα μαθητικά μας χρόνια στο κλασικό γυμνάσιο του Bregenz. Διότι αυτή ακριβώς η ύπαρξη σαφώς διαφοροποιημένων διαλέκτων δεν μας διευκόλυνε, βέβαια, στην εκμάθηση των Αρχαίων Ελληνικών. Κάποιος που μπορούσε να διαβάσει Ηρόδοτο, δε σήμαινε ότι ήταν σε θέση να καταλάβει και τον Όμηρο.
Τα επί μέρους ελληνικά γλωσσικά ιδιώματα ήταν η αχαϊκή, η αιολική, η δωρική, η ιωνική και η αττική διάλεκτος. Όλες αυτές μαζί σχημάτισαν από τον 4ο αιώνα τη λεγόμενη `κοινή` γλώσσα, από την οποία προήλθε μία νέα ελληνική γλώσσα, η γλώσσα της Καινής Διαθήκης. Από το 18ο αιώνα η νεοελληνική γλώσσα διακρινόταν στην `καθαρεύουσα`, η οποία ακολουθούσε περισσότερο τις δομές της αρχαιοελληνικής γλώσσας, και στην καθομιλουμένη από το λαό `δημοτική`. Τα Ελληνικά ομιλούνται σήμερα από περίπου 16-18 εκατομμύρια ανθρώπους. Παρόλο που έχει περάσει καιρός από τότε που τα Ελληνικά αποτελούσαν τη διεθνή γλώσσα επικοινωνίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, συναντούμε εντούτοις μέχρι τις μέρες μας και εκτός Ελλάδας φορείς της ελληνικής γλώσσας, πέρα από τους μετανάστες των νεότερων χρόνων. Το `τόξο` εκτείνεται από την Κάτω Ιταλία μέχρι τον Καύκασο. Μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, η επικράτεια της ελληνικής γλώσσας ταυτιζόταν ουσιαστικά με τις περιοχές της αποίκισης των Ελλήνων κατά την αρχαιότητα, με εξαίρεση την Ιταλία. [...]
Αυτό το βιβλίο δεν προβάλλει καμία επιστημονική αξίωση, ούτε φιλοδοξεί να θεωρηθεί μία συστηματική εξιστόρηση της ελληνικής μετανάστευσης. Θέλει όμως να δώσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ένα επίγραμμα γύρω από τη σημασία της ιστορικής συνείδησης, στα πλαίσια πάντα της ερμηνείας και της κατανόησης του σήμερα. Για κάποιους θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει και το έναυσμα για ένα ταξίδι στο χώρο του πάλαι ποτέ ελληνισμού.
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]