Γιάννης Τσαρούχης
zoom in
Επαναστάτης, ευρωπαίος και ανατολίτης, ο Γιάννης Τσαρούχης έγινε μύθος καυτηριάζοντας αμείλικτα τα άτοπα της φυλής. Μια μονογραφία του από "Τα Νέα" τον αποκαλύπτει μέσα από τα λόγια και τα έργα του. Αστός από κούνια, που ανέδειξε την ομορφιά και την αριστοκρατικότητα των περιφρονημένων ανθρώπων του λαού, ο Γιάννης Τσαρούχης καυτηρίαζε τη χυδαιότητα του κόσμου με την παρρησία του σαρκασμού, το χιούμορ του αγαπημένου του Καραγκιόζη και το "αττικό άλας" ενός βαθύτατα καλλιεργημένου καλλιτέχνη. Μέσα από τη συναρπαστική μονογραφία- λεύκωμα και ντοκουμέντο της σειράς "Σύγχρονοι Έλληνες Εικαστικοί", ο πιο έγκυρος εκφραστής της οικουμενικής ελληνικότητας της γενιάς του ΄30 "αυτοπαρουσιάζεται" απαλλαγμένος από γραφικότητες και προκαταλήψεις: "Δεν είναι αλήθεια ότι ήθελα να κάνω ελληνική ζωγραφική. Απλούστατα ήθελα να παίρνω σοβαρά τα αισθήματά μου και τις επιθυμίες μου, όποιες κι αν ήταν αυτές" εξομολογείται στο εισαγωγικό αυτοβιογραφικό κείμενο που δημοσιεύεται με την άδεια του Ιδρύματος Τσαρούχη. "Γεννήθηκα στον Πειραιά σε νεοκλασικό σπίτι. Μεγάλωσα σε δύο άλλα σπίτια, επίσης νεοκλασικά. Δύο υπέροχα σπίτια. Για μένα το σπίτι ήταν μόνο το νεοκλασικό. Όλη η ζωή μου είναι συνδεδεμένη μ΄ αυτές τις προσόψεις, μ΄ αυτά τα εσωτερικά. Δεν πρόκειται για αισθητική. Αηδίες..." λέει. Δυο πράγματα κατάλαβε από μικρό παιδί, λέει παρακάτω: ότι ήθελε να γίνει ένας καλός ζωγράφος και πως δεν υπήρχαν μόνο δυο ζωγραφικές, αλλά και δυο κόσμοι. "Υπήρχαν δυο μουσικές, δυο τρόποι να ντύνονται οι άνθρωποι, δυο τρόποι να χορεύουν και να τραγουδούν, δυο τρόποι να φέρονται. Υπήρχε η Δύση και η Ανατολή. Ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς μου το κατανάλωσα για να γνωρίσω αυτούς τους δυο κόσμους, για να μην αδικήσω κανέναν και να μην κάνω ανεπανόρθωτα λάθη. Το παιδικό μου όνειρο, να γίνω ένας καλός ζωγράφος, αναγκαστικά μετετράπη σε ένα ιδανικό διαφορετικό, που συνίστατο στο να μάθω πού βρίσκομαι και πού πατώ." "Αισθησιακό, συντηρητικό και επαναστάτη" χαρακτηρίζει τον Τσαρούχη ο ιστορικός της τέχνης Γιάννης Μπόλης, λέγοντας πως "η σχέση του με την τέχνη και τη ζωή ήταν πάντα γεμάτη πόθο, τρυφερότητα και ένταση". Ανάμεσα στο μυθώδες Παρίσι και τα μυστήρια του λαού, προικισμένος με ένα σπάνιο ταλέντο να είναι καλλιτέχνης της γραμμής αλλά και- κυρίως- του χρώματος, ο Τσαρούχης ζωγράφιζε άλλοτε σαν αρχαίος Έλληνας, άλλοτε σαν Βυζαντινός αγιογράφος, άλλοτε σαν Δυτικός αναγεννησιακός ζωγράφος. "Κυρίως όμως υπήρξε εισηγητής στην Ελλάδα ενός ανατολίτικου χρωματικού εξπρεσιονισμού" υπογραμμίζει ο συγγραφέας. Στο Παρίσι, όπου μεσουρανούσε η αφαιρετική τέχνη, το 1967-1977 τόλμησε να ζωγραφίζει αλληγορικές συνθέσεις, όπως οι "Τέσσερις εποχές" και τα "Πορτρέτα των δώδεκα μηνών", ενώ επιστρέφοντας στην Αθήνα έφερε ανατροπή στο ελληνικό θέατρο: ανέβασε σ΄ ένα άδειο πάρκινγκ τις "Τρωάδες" του Ευριπίδη σε δική του μετάφραση, σκηνοθεσία, διδασκαλία, σκηνικά και κοστούμια. Ήταν η πρώτη φορά που οι ήρωες της αρχαίας τραγωδίας φορούσαν σύγχρονα κοστούμια... Περιέχονται τα κεφάλαια: - Όσα δεν λέγονται μόνο με τα λόγια - Οι ποικίλες όψεις ζωής και τέχνης - Μοντερνισμός και εντοπιότητα - Μια ιδιόμορφη "Ελληνικότητα" - Αναπαράσταση ενός ορατού κόσμου - Ο Γιάννης Τσαρούχης αφηγείται - Χρονολόγιο: οι μεγαλύτεροι σταθμοί της ζωής του - Επιλογή βιβλιογραφίας
Γιάννης Τσαρούχης

Γιάννης Τσαρούχης (Συγγραφέας)

Ο Γιάννης Τσαρούχης (Πειραιάς 1910 - Αθήνα 1989) ήταν ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929 - 1935). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Στα 1935 - 1936 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης & του Εμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι κ.ά. Το ΄38, δυό χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης/Αθήνα. Το ΄40 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το ΄47 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το ΄51 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το ΄53 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το ΄56 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το ΄58 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το ΄67 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το ΄82 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα. Το ΄77 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, την μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά από πολύχρονη παραμονή στο Παρίσι το ΄80, όπου και πέθανε το ΄89. Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του ΄30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε την μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του ΄50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος. Η διαφορά πάντως του Τσαρούχη και του διεθνισμού της γενιάς του ΄60 έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ενεργούσε ως κληρονόμος ενός πολιτισμού εν ισχύ ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν ένα πολιτιστικό σχήμα, που δεν είχε ακόμη μορφοποιηθεί. Υλικά της δουλειάς του ήταν η λιτή χρωματική κλίμακα του Πολύγνωτου και η αυστηρά κομψή γραμμή της βυζαντινής εικόνας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναβιώσει μέσα από τα έργα του χαριέσσα η παράδοση, αλλά και να εκφράζεται ένα ισχυρό πλαστικό ένστικτο. Διαμόρφωσε με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων την αισθητική των Νεοελλήνων μεταπολεμικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα )
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Γιάννης Μπόλης (Συγγραφέας)

Ο Γιάννης Μπόλης γεννήθηκε στην Ελασσόνα. Σπούδασε Ιστορία, Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, όπου έκανε μεταπτυχιακές σπουδές και εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα "Οι καλλιτεχνικές εκθέσεις. Οι καλλιτέχνες και το κοινό τους στην Αθήνα του 19ου αιώνα" (Θεσσαλονίκη, 2000). Συντάκτης και ειδικός επιστημονικός συνεργάτης από το 1993 στο "Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών: Ζωγράφοι - Γλύπτες - Χαράκτες, 16ος-20ός αιώνας" (εκδόσεις "Μέλισσα", Αθήνα 1997-2000). Μελέτες και κείμενά του για τη νεοελληνική τέχνη έχουν δημοσιευθεί σε βιβλία και καταλόγους εκθέσεων, ενώ άρθρα του σε περιοδικά τέχνης και τον ημερήσιο Τύπο. Από το 2000 εργάζεται ως επιμελητής στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Γιάννης Τσαρούχης

Γιάννης Τσαρούχης (Ζωγράφος)

Ο Γιάννης Τσαρούχης (Πειραιάς 1910 - Αθήνα 1989) ήταν ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929 - 1935). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Στα 1935 - 1936 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης & του Εμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι κ.ά. Το ΄38, δυό χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης/Αθήνα. Το ΄40 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το ΄47 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το ΄51 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το ΄53 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το ΄56 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το ΄58 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το ΄67 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το ΄82 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα. Το ΄77 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, την μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά από πολύχρονη παραμονή στο Παρίσι το ΄80, όπου και πέθανε το ΄89. Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του ΄30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε την μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του ΄50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος. Η διαφορά πάντως του Τσαρούχη και του διεθνισμού της γενιάς του ΄60 έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ενεργούσε ως κληρονόμος ενός πολιτισμού εν ισχύ ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν ένα πολιτιστικό σχήμα, που δεν είχε ακόμη μορφοποιηθεί. Υλικά της δουλειάς του ήταν η λιτή χρωματική κλίμακα του Πολύγνωτου και η αυστηρά κομψή γραμμή της βυζαντινής εικόνας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναβιώσει μέσα από τα έργα του χαριέσσα η παράδοση, αλλά και να εκφράζεται ένα ισχυρό πλαστικό ένστικτο. Διαμόρφωσε με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων την αισθητική των Νεοελλήνων μεταπολεμικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα )

Πέγκυ Κουνενάκη (Υπεύθυνος Σειράς)

Η Πέγκυ Κουνενάκη γεννήθηκε στα Χανιά της Κρήτης το 1950. Σπούδασε δημοσιογραφία στην Αθήνα και την Αγγλία, όπου και παρακολούθησε σεμινάρια δημιουργικής γραφής και κριτικού λόγου. Στην Αθήνα εργάστηκε στην εφημερίδα "Αυγή" ως πολιτιστική συντάκτης και αργότερα ως υπεύθυνη του πολιτιστικού τμήματος της "Κυριακάτικης Αυγής" (1976-1987). Εργάστηκε ως υπεύθυνη ύλης και πολιτιστικού στο περιοδικό "Ταχυδρόμος" (1980-1993). Στην εφημερίδα "Καθημερινή" συμμετείχε στο πολιτιστικό τμήμα του κυριακάτικου φύλλου και στο ένθετο περιοδικό της "Επταήμερο" (1994-2004). Επίσης, διατήρησε τη στήλη εικαστικής κριτικής για ένα και πλέον χρόνο στην εβδομαδιαία εφημερίδα "Athens Voice" (2003-2004). Τα τελευταία χρόνια έχει οργανώσει πολλές εικαστικές εκθέσεις και έχει γράψει βιβλία.

Παρασκευή Κατημερτζή

Παρασκευή Κατημερτζή (Επιμέλεια)

Η Παρασκευή Κατημερτζή (1950-2015) γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Σχολή Δημοσιογραφίας "Όμηρος" και στη Δημόσια Σχολή Ξεναγών. Μιλώντας άπταιστα αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά και γαλλικά, εργάστηκε επί σειρά ετών ως ξεναγός. Η είσοδός της στη δημοσιογραφία έγινε το 1979 στην εφημερίδα "Ελεύθερη Γνώμη". Την επόμενη χρονιά άρχισε να συνεργάζεται με την "Αυγή". Η συνεργασία της με την εφημερίδα "Τα Νέα" ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και διήρκεσε έως τη συνταξιοδότησή της, το 2009. Διαπιστευμένη συντάκτρια στο Υπουργείο Πολιτισμού, ασχολήθηκε με οξύ πνεύμα και ανανεωτική διάθεση με το αρχαιολογικό και το πολιτιστικό ρεπορτάζ, καθώς και με το εικαστικό ρεπορτάζ, το οποίο κάλυψε επί χρόνια. Υπέγραψε μεταξύ άλλων κείμενα για τη Βάσω Κατράκη, τη Nelly’s, τον Γιάννη Κουνέλλη, τον Γιάννη Ψυχοπαίδη, τον Χρήστο Μποκόρο, τον Σπύρο Βασιλείου και άλλους καλλιτέχνες της σειράς μονογραφιών "Σύγχρονοι έλληνες εικαστικοί" που κυκλοφόρησαν από "Τα Νέα". Εξέδωσε έναν τόμο για την "Αρχιτεκτονική της πέτρας" (ΔΟΛ, 2008), καθώς και ημερολόγια αφιερωμένα στην ελληνική φύση. Επίσης, επιμελήθηκε τους τόμους "El Greco: Δομήνικος Θεοτοκόπουλος: Κρήτη - Βενετία - Ρώμη - Ισπανία" (ΔΟΛ, 2007), "Αρχαίες πολιτείες" (ΔΟΛ, 2007), "Ακρόπολη, από τα μνημεία στο Mουσείο" (ΔΟΛ, 2009) κ.ά. Το 2005 τιμήθηκε με το βραβείο δημοσιογραφίας του Ιδρύματος Μπότση. Έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα την Πέμπτη 2 Απριλίου 2015, σε ηλικία 64 ετών, μετά από μάχη με τον καρκίνο.

Μαρία Αδαμοπούλου (Επιμέλεια)


Τόμος:
1
Δέσιμο:
Σκληρό εξώφυλλο
Σελίδες:
146
Διαστάσεις:
25χ25
Βάρος:
0.71 κιλά

Αξιολογήσεις

Γράψε μια αξιολόγηση