Εξαντλημένο στον εκδοτικό οίκο
ISBN:
9789604693467
Κατηγορίες:
Έτος κυκλοφορίας
Εκδότης
Ο Γιάννης Τσαρούχης (Πειραιάς 1910 - Αθήνα 1989) ήταν ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929 - 1935). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης.
Στα 1935 - 1936 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης & του Εμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι κ.ά.
Το ΄38, δυό χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης/Αθήνα.
Το ΄40 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το ΄47 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το ΄51 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το ΄53 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το ΄56 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το ΄58 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το ΄67 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.
Το ΄82 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου
Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα.
Το ΄77 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία.
Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, την μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά από πολύχρονη παραμονή στο Παρίσι το ΄80, όπου και πέθανε το ΄89.
Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του ΄30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε την μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του ΄50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος.
Η διαφορά πάντως του Τσαρούχη και του διεθνισμού της γενιάς του ΄60 έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ενεργούσε ως κληρονόμος ενός πολιτισμού εν ισχύ ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν ένα πολιτιστικό σχήμα, που δεν είχε ακόμη μορφοποιηθεί.
Υλικά της δουλειάς του ήταν η λιτή χρωματική κλίμακα του Πολύγνωτου και η αυστηρά κομψή γραμμή της βυζαντινής εικόνας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναβιώσει μέσα από τα έργα του χαριέσσα η παράδοση, αλλά και να εκφράζεται ένα ισχυρό πλαστικό ένστικτο. Διαμόρφωσε με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων την αισθητική των Νεοελλήνων μεταπολεμικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.
(Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα )
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Ο Γιάννης Μπόλης γεννήθηκε στην Ελασσόνα. Σπούδασε Ιστορία, Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, όπου έκανε μεταπτυχιακές σπουδές και εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα "Οι καλλιτεχνικές εκθέσεις. Οι καλλιτέχνες και το κοινό τους στην Αθήνα του 19ου αιώνα" (Θεσσαλονίκη, 2000). Συντάκτης και ειδικός επιστημονικός συνεργάτης από το 1993 στο "Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών: Ζωγράφοι - Γλύπτες - Χαράκτες, 16ος-20ός αιώνας" (εκδόσεις "Μέλισσα", Αθήνα 1997-2000). Μελέτες και κείμενά του για τη νεοελληνική τέχνη έχουν δημοσιευθεί σε βιβλία και καταλόγους εκθέσεων, ενώ άρθρα του σε περιοδικά τέχνης και τον ημερήσιο Τύπο. Από το 2000 εργάζεται ως επιμελητής στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Ο Γιάννης Τσαρούχης (Πειραιάς 1910 - Αθήνα 1989) ήταν ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929 - 1935). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης.
Στα 1935 - 1936 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης & του Εμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι κ.ά.
Το ΄38, δυό χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης/Αθήνα.
Το ΄40 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το ΄47 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το ΄51 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το ΄53 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το ΄56 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το ΄58 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το ΄67 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.
Το ΄82 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου
Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα.
Το ΄77 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία.
Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, την μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά από πολύχρονη παραμονή στο Παρίσι το ΄80, όπου και πέθανε το ΄89.
Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του ΄30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε την μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του ΄50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος.
Η διαφορά πάντως του Τσαρούχη και του διεθνισμού της γενιάς του ΄60 έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ενεργούσε ως κληρονόμος ενός πολιτισμού εν ισχύ ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν ένα πολιτιστικό σχήμα, που δεν είχε ακόμη μορφοποιηθεί.
Υλικά της δουλειάς του ήταν η λιτή χρωματική κλίμακα του Πολύγνωτου και η αυστηρά κομψή γραμμή της βυζαντινής εικόνας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναβιώσει μέσα από τα έργα του χαριέσσα η παράδοση, αλλά και να εκφράζεται ένα ισχυρό πλαστικό ένστικτο. Διαμόρφωσε με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων την αισθητική των Νεοελλήνων μεταπολεμικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.
(Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα )
Η Πέγκυ Κουνενάκη γεννήθηκε στα Χανιά της Κρήτης το 1950. Σπούδασε δημοσιογραφία στην Αθήνα και την Αγγλία, όπου και παρακολούθησε σεμινάρια δημιουργικής γραφής και κριτικού λόγου. Στην Αθήνα εργάστηκε στην εφημερίδα "Αυγή" ως πολιτιστική συντάκτης και αργότερα ως υπεύθυνη του πολιτιστικού τμήματος της "Κυριακάτικης Αυγής" (1976-1987). Εργάστηκε ως υπεύθυνη ύλης και πολιτιστικού στο περιοδικό "Ταχυδρόμος" (1980-1993). Στην εφημερίδα "Καθημερινή" συμμετείχε στο πολιτιστικό τμήμα του κυριακάτικου φύλλου και στο ένθετο περιοδικό της "Επταήμερο" (1994-2004). Επίσης, διατήρησε τη στήλη εικαστικής κριτικής για ένα και πλέον χρόνο στην εβδομαδιαία εφημερίδα "Athens Voice" (2003-2004).
Τα τελευταία χρόνια έχει οργανώσει πολλές εικαστικές εκθέσεις και έχει γράψει βιβλία.
Η Παρασκευή Κατημερτζή (1950-2015) γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Σχολή Δημοσιογραφίας "Όμηρος" και στη Δημόσια Σχολή Ξεναγών. Μιλώντας άπταιστα αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά και γαλλικά, εργάστηκε επί σειρά ετών ως ξεναγός. Η είσοδός της στη δημοσιογραφία έγινε το 1979 στην εφημερίδα "Ελεύθερη Γνώμη". Την επόμενη χρονιά άρχισε να συνεργάζεται με την "Αυγή". Η συνεργασία της με την εφημερίδα "Τα Νέα" ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και διήρκεσε έως τη συνταξιοδότησή της, το 2009. Διαπιστευμένη συντάκτρια στο Υπουργείο Πολιτισμού, ασχολήθηκε με οξύ πνεύμα και ανανεωτική διάθεση με το αρχαιολογικό και το πολιτιστικό ρεπορτάζ, καθώς και με το εικαστικό ρεπορτάζ, το οποίο κάλυψε επί χρόνια. Υπέγραψε μεταξύ άλλων κείμενα για τη Βάσω Κατράκη, τη Nelly’s, τον Γιάννη Κουνέλλη, τον Γιάννη Ψυχοπαίδη, τον Χρήστο Μποκόρο, τον Σπύρο Βασιλείου και άλλους καλλιτέχνες της σειράς μονογραφιών "Σύγχρονοι έλληνες εικαστικοί" που κυκλοφόρησαν από "Τα Νέα". Εξέδωσε έναν τόμο για την "Αρχιτεκτονική της πέτρας" (ΔΟΛ, 2008), καθώς και ημερολόγια αφιερωμένα στην ελληνική φύση. Επίσης, επιμελήθηκε τους τόμους "El Greco: Δομήνικος Θεοτοκόπουλος: Κρήτη - Βενετία - Ρώμη - Ισπανία" (ΔΟΛ, 2007), "Αρχαίες πολιτείες" (ΔΟΛ, 2007), "Ακρόπολη, από τα μνημεία στο Mουσείο" (ΔΟΛ, 2009) κ.ά. Το 2005 τιμήθηκε με το βραβείο δημοσιογραφίας του Ιδρύματος Μπότση. Έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα την Πέμπτη 2 Απριλίου 2015, σε ηλικία 64 ετών, μετά από μάχη με τον καρκίνο.