Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου
zoom in
Προσθήκη στα αγαπημένα

Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος

[...] Η απλή ερευνητική μου προσπάθεια προσεγγίζει επιμελώς την αρχή και την πορεία αυτού του θέματος, που αναπέμπει σε ιστορία πλέον δύο χιλιάδων χρόνων. Πώς δημιουργήθηκε η "Εκκλησιαστική περιουσία", εκείνη δηλαδή πού άνηκε ή ανήκει και εξυπηρετεί τις οικονομικές ανάγκες της ευχαριστιακής κοινότητας (ενορίας) και της Επισκοπής, όπως και η "Μοναστηριακή περιουσία", εκείνη δηλαδή που αποκτήθηκε και ανήκει στο μοναστήρι και καλύπτει τους σκοπούς της μοναστικής πολιτείας.

Στην έρευνα αύτη, όπως σε κάθε έρευνα, είναι ανάγκη η οποιαδήποτε κριτική να γίνει σύμφωνα με το μεθοδολογικό αξίωμα της ιστορίας: κάθε πράξης, κάθε γεγονός, κάθε πρόσωπο κρίνεται με κριτήρια της εποχής του και όχι με τα αντίστοιχα σύγχρονα.

Με δεδομένη αυτή την μεθοδολογική αρχή, γίνεται αναφορά στο Μοναχισμό και στην περιουσία των Μοναστηριών σε διάφορες εποχές. Ιδιαίτερα για το θέμα πού κυρίως θα μας απασχολήσει, η προσοχή μας εστιάζεται στους χρόνους της Τουρκοκρατίας και στον αγώνα της Παλιγγενεσίας. Γίνεται λόγος για τις Εθνικές Συνελεύσεις, τον Καποδίστρια και την περίοδο της βασιλείας του Όθωνος, κατά την οποία επιβλήθηκε η Βαβυλώνεια αιχμαλωσία της εκκλησίας μας.

Τα μελετώμενα στοιχεία επιτρέπουν να φανεί για λίγο ή ελπίδα πού ανέτειλε για τα εκκλησιαστικά πράγματα στις αρχές του 20οΰ αί. με την εμφάνιση στα δρώμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου και συγχρόνως ή εγκατάλειψη της εκκλησιαστικής του πολιτικής, λόγω του "επαράτου διχασμού" και της απερισκεψίας της τότε εκκλησιαστικής ηγεσίας.

Θα ακολουθήσει ή αυθαίρετη συμπεριφορά της Πολιτείας έναντι της Εκκλησίας με απαλλοτριώσεις χιλιάδων στρεμμάτων γης, χωρίς να καταβληθούν αποζημιώσεις.

Ακολουθεί ή ίδρυσης του ΟΔΕΠ, του τρίτου κατά σειρά ταμείου της Εκκλησίας για την βελτίωση δήθεν των της Εκκλησίας πραγμάτων και της οριστικής λύσεως του εφημεριακού προβλήματος. Τα προοριζόμενα όμως για αυτόν τον οργανισμό χρήματα της απαλλοτριώσεως δεν έφθασαν ποτέ στο Εκκλησιαστικό Ταμείο και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έθεσε τέλος και σε αυτήν την προσπάθεια.

Στα ερείπια του πολέμου και των εσωτερικών ανωμαλιών που ακολούθησαν εκλήθη και πάλι η Εκκλησία να δώσει στο λαό "τα λίγα ψίχουλα" πού της είχαν απομείνει. Έτσι υπεγράφη ή σύμβασης Εκκλησίας - Πολιτείας του 1952, η οποία άφησε όμως πολλές εκκρεμότητες εις βάρος της Εκκλησίας.

Η τελευταία επιδρομή κατά της εναπομεινάσης μοναστηριακής περιουσίας έγινε το 1987 με τον γνωστό νόμο 1700, πού πήρε το όνομα του μακαριστού Υπουργού Αντώνη Τρίτση. Η απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου πού ακολούθησε καθόρισε πλέον, ότι "ουδείς, είτε φυσικόν είτε νομικόν πρόσωπον" στερείται της περιουσίας του χωρίς τη σχετική αποζημίωση.

Ένα κεφάλαιο της ανά χείρας έρευνας αφιερώνεται στη σημερινή περιουσιακή κατάσταση της Εκκλησίας. Η καθυστέρηση υλοποίησης του προγράμματος του Εθνικού Κτηματολογίου αποβαίνει εις βάρος της εκκα-θαρίσεως του όλου προβλήματος και συγχρόνως επιτείνει την κατάσταση της συγχύσεως.

Παρόλα αυτά, ή Εκκλησία έπραξε, πράττει και θα συνεχίσει να επιτελεί το καθήκον της. Βασικός σκοπός είναι πάντοτε, τα έσοδα από την εκκλη-σιαστική περιουσία να χρησιμοποιούνται μόνο για την κάλυψη των λει-τουργικών της δαπανών και των αναγκών του λαού μας. Όμως, για να γίνει αυτό πραγματικότητα, απαιτείται σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, συνεργασία Πολιτείας και Εκκλησίας.

Οφείλουμε να σημειώσουμε, τέλος, ότι ή επέκταση της έρευνας του θέματος σε όλες τις επαρχίες θα ήταν κουραστική για τον αναγνώστη. Περιορίσθηκε για λόγους πρακτικούς στα μοναστήρια του νομού της Βοιωτίας, ώστε, με βάση αυτήν την έρευνα, να σχηματίσει ο αναγνώστης μία γενικότερη άποψη για το σύνολο της Ελληνικής Επικράτειας.

(από τον πρόλογο του αρχιεπίσκοπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Ιερώνυμο.

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος (Συγγραφέας)

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος (κατά κόσμον Ιωάννης Λιάπης), γεννήθηκε στα Οινόφυτα Βοιωτίας το 1938. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής (Τμήμα Αρχαιολογίας) και της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διετέλεσε υπότροφος του Ι.Κ.Υ. (1ος σε πανελλαδική κλίμακα) στις βυζαντινές σπουδές. Μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στο Gratz Αυστρίας και στο Regensburg και το Μόναχο της Γερμανίας. Εργάσθηκε ως πανεπιστημιακός βοηθός στην Αρχαιολογική Εταιρεία στην Αθήνα δίπλα στον Ορλάνδο και ως φιλόλογος στη Λεόντειο Σχολή της Νέας Σμύρνης, στο 9ο Νυκτερινό Γυμνάσιο Αθηνών, καθώς και στο Γυμνάσιο της Αυλώνος. Εγκατέλειψε την πανεπιστημιακή του καριέρα μετά την ένταξή του στον ιερό κλήρο. Υπηρέτησε ως Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών & Λεβαδείας (1967-1978), ως Ηγούμενος των Ιερών Μονών Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σαγματά (1971-1977) και του Οσίου Λουκά (1977-1981), ως Γραμματεύς και κατόπιν Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (1978-1981). Το 1981 εξελέγη παμψηφεί Μητροπολίτης Θηβών & Λεβαδείας. Συμμετείχε στις Επιτροπές Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως, Εκκλησιαστικής Περιουσίας, Σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας, Υποτροφιών και εργάστηκε ως Αντιπρόεδρος του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Εκκλησίας της Ελλάδος. Υπήρξε μέλος μεικτών επιτροπών Πολιτείας και Εκκλησίας για την μελέτη θεμάτων για την μοναστηριακή περιουσία (1986-1998) και την εκκλησιαστική εκπαίδευση (1986-1998) και Πρόεδρος της επιτροπής Διαλόγου Κοινωνίας-Εκκλησίας (2005-2007). Το Φεβρουάριο του 2008 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Με την ανύστακτη φροντίδα του και το ενδιαφέρον του αναπαλαιώθηκαν, επανδρώθηκαν και λειτουργούν έξι ανδρικές Ιερές Μονές (σύνολο Μοναχών 45) και δεκαεπτά γυναικείες (σύνολο Μοναχών 110). Ανάμεσα στις Μονές αυτές συγκαταλέγονται οι ιστορικές Μονές του Οσίου Λουκά, Σαγματά, Οσίου Σεραφείμ, Μακαριωτίσσης, Ευαγγελιστρίας, και Ιερουσαλήμ. Στο συγγραφικό του έργο συγκαταλέγονται πολλά άρθρα, μελέτες και βιβλία θεολογικού, κοινωνικού και ιστορικού περιεχομένου, εκ των οποίων αυτό με τον τίτλο "Μεσσαιωνικά Μνημεία της Ευβοίας" βραβεύθηκε το 1970 με πρώτο βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών. Το 2005 εξεδόθη ο πρώτος από τους τρεις τόμους έργου του με τον τίτλο "Χριστιανική Βοιωτία". Στο κοινωνικό του έργο ξεχωρίζουν η δημιουργία: οικοτροφείων, ορφανοτροφείου με μορφή ανάδοχης οικογένειας (Θήβα), Στέγες Ηλικιωμένων (Θήβα, Λιβαδειά), Κέντρου Επανένταξης Ψυχικώς Πασχόντων (Λιβαδειά), του Εκπαιδευτηρίου Δημιουργικής Απασχόλησης Παίδων με Ειδικές Ανάγκες σε συνεργασία με άλλους φορείς του Νομού (Λιβαδειά), του Κέντρου Πρόληψης για τα ναρκωτικά (Λιβαδειά), Συσσίτια Απόρων συμπεριλαμβανομένων και οικονομικών μεταναστών (Θήβα), Συμβουλευτικούς Σταθμούς (Θήβα), Κέντρο Ιστορικών και Αρχαιολογικών Ερευνών (Ζάλτσα-Ιερά Μονή Λυκούρεση), ενώ ως πρώην εκπαιδευτικός έχει αναπτύξει μία ιδιαίτερη σχέση με την εκπαιδευτική κοινότητα της Βοιωτίας. Στην Μητρόπολή του φρόντισε περαιτέρω για την δημιουργία και λειτουργία ενοριακών πνευματικών κέντρων, κέντρων νεότητας στις περισσότερες των ενοριών της Μητροπόλεώς του καθώς και προτύπων κατασκηνωτικών εγκαταστάσεων στο Παρνασσό. Με πρωτοβουλία του ιδρύθηκε και λειτουργεί το Κέντρο Ερευνών της Ιστορίας και του Πολιτισμού της Βοιωτίας, το οποίο συνεργάζεται με τα Πανεπιστήμια του Durham, Cambridge. Στο Συνεδριακό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως στην Αλίαρτο Βοιωτίας, κοντά στην Ιερά Μονή Ευαγγελιστρίας, διεξάγονται κατά καιρούς διάφορα συνέδρια. Έχει ξεκινήσει συνεργασία με το τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου ήδη έχουν υλοποιηθεί τρεις κύκλοι μεταπτυχιακών σπουδών σχετικά με το περιβάλλον, γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί Ερευνητικό Κέντρο για το περιβάλλον στην υπο ανακαίνηση Ιερά Μονή Ταξιαρχών (Δομβραίνα). Πρωτοστάτησε για την δημιουργία -στην γενέτειρά του, στα Οινόφυτα- του Κέντρου Ευαισθητοποιήσεως Πληθυσμού σε θέματα περιβάλλοντος και οικονομικών μεταναστών. Για την συμβολή του στο φιλανθρωπικό έργο της Μητροπόλεώς του που σχετίζεται με την υγεία τιμήθηκε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κραϊόβας στη Ρουμανία με την απονομή του τίτλου του επιτίμου Διδάκτορα του εκεί Πανεπιστημίου. Επίσης είναι Πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας (ΕΛΙΚΑΡ).


Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Τόπος Έκδοσης:
Αθήνα
Τόμος:
1
Δέσιμο:
Χαρτόδετο
Σελίδες:
239
Διαστάσεις:
24x17
Βάρος:
0.667 κιλά

Αξιολογήσεις

Γράψε μια αξιολόγηση