Concert Studies for Guitar 1
zoom in
Προσθήκη στα αγαπημένα

Concert Studies for Guitar 1

23.50€ -10% 21.15€

Με τις "Concert Studies" κλείνει ένας κύκλος παιδαγωγικών -και όχι μόνον- βιβλίων για την κιθάρα, ο οποίος ξεκίνησε με τη σειρά "Recital 1" έως και "10". Σε αυτά τα τέσσερα βιβλία βρίσκονται συγκεντρωμένα τα "θεμέλια" της Κιθαριστικής Τέχνης και η βασική διδασκαλία των μεγάλων δασκάλων που έδωσαν στην κιθάρα τη θέση που κατέχει σήμερα. Ξεκινούν δε από παλαιότερους συνθέτες, όπως τους F. Sor και F. Carulli, και καταλήγουν σε νεότερους, όπως τους J. Sagreras και A. Barrios. Ο τίτλος της συλλογής ("Concert Studies") δεν είναι τυχαίος. Η πλειονότητα των σπουδών που θα συναντήσετε εδώ είναι μελωδικού χαρακτήρα και επομένως μπορούν κάλλιστα να παρουσιασθούν και ως συναυλιακά κομμάτια. Δεν παύουν βέβαια να είναι σπουδές, με πρωτίστως παιδαγωγική αξία και ρόλο. Η ταξινόμηση των σπουδών έγινε με βάση το βαθμό δυσκολίας τους, ούτως ώστε καθένα από τα βιβλία αυτά να ανταποκρίνεται σε μια ωδειακή τάξη (αρ. 1 - Προκαταρτική, αρ. 2 - Κατωτέρα, αρ. 3 - Μέση, αρ. 4 - Ανωτέρα). Γι΄ αυτό το λόγο, άλλωστε, οι σπουδές ενός συνθέτη δημοσιεύονται εδώ διάσπαρτες. Έτσι, σύμφωνα με τη λογική αυτών των βιβλίων, οι σπουδές του M. Carcassi ή του F. Sor, για παράδειγμα, οι οποίες ξεκινούν από το επίπεδο της Κατωτέρας και φτάνουν μέχρι εκείνο της Ανωτέρας, καταχωρούνται η κάθε μία σε διαφορετική σειρά και σε διαφορετικό βιβλίο. Δεν ήταν βέβαια δυνατόν να συμπεριληφθούν στη παρούσα συλλογή όλες οι σπουδές των επιλεγμένων συνθετών. Εντάχθηκαν λοιπόν αυτές που -κατά τη γνώμη μας- είναι οι πιο όμορφες μουσικά αλλά και οι πιο χρήσιμες παιδαγωγικά. Καταβλήθηκε επίσης προσπάθεια, ώστε η δακτυλοθεσία και των δυο χεριών να είναι όσο το δυνατόν πιο απλή και κατανοητή. (από τον πρόλογο του Βαγγέλη Μπουντούνη)

Ευάγγελος Μπουντούνης

Ευάγγελος Μπουντούνης (Επιμέλεια)

Ο Βαγγέλης Μπουντούνης γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε με υποτροφία στο Εθνικό Ωδείο και αποφοίτησε με " Αριστείο Εξαιρετικής Επίδοσης " από την τάξη του Δημήτρη Φάμπα. Δάσκαλοι του υπήρξαν οι Jose Tomas στην Ισπανία, Alexander Lagoya στον Καναδά και Alirio Diazστην Ιταλία. Είχε επίσης την ευκαιρία να συναντήσει τον Andres Segovia και να μαθητεύσει κοντά του στη Γρανάδα και τη Μαδρίτη. Συνεργάστηκε για πολλά χρόνια με τον Μάνο Χατζιδάκι, στο πρόσωπο του οποίου συνάντησε τον πιο σημαντικό μουσικό του δάσκαλο. Τιμήθηκε με πρώτα βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς κιθάρας στην Ισπανία ( Santiago de Compostella , διαγωνισμός Α. Segovia) και στην Ιταλία (Μιλάνο - Ακαδημία Vivaldi , Βερτσέλι -διαγωνισμός Viotti - βραβείο M.C.Tedesco ). Έχει εμφανιστεί σε συναυλίες και ρεσιτάλ στην Ελλάδα, στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Σουηδία, Γερμανία, Δανία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Γιουγκοσλαβία, Τσεχία, Τουρκία, Κύπρο), σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης καθώς και στον Καναδά και τις Η.Π.Α. Το 1988 δημιούργησε με τη Μάρω Ραζή ντουέτο κιθάρας. Από τότε έχουν εμφανιστεί σε αρκετά Φεστιβάλ (Αθηνών, Πατρών, Κων/πολης κ,ά.), έχουν παίξει με διάφορες ορχήστρες (Καμεράτα, Ορχήστρα των Χρωμάτων, Ορχήστρα Πατρών κ.α.) και έχουν ηχογραφήσει επτά CD (Ρεσιτάλ για Δύο, LET IT BEatles, Ένα Τραγούδι για το Μάνο vol. 1-2, Β. Μπουντούνης 100 Κιθάρες -ζωντανή ηχογράφηση στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Libertango). Το 2008 κυκλοφόρησαν από την Legent το "Historia de un Amor" - Βαγγέλης Μπουντούνης 100 Κιθάρες Νο 2. Έχει εργασθεί πάνω στην τελειοποίηση της ποιότητας του ήχου της κιθάρας και στη βελτίωση της τεχνικής του οργάνου. Έχει γράψει και εκδόσει δέκα βιβλία ("The Guitar Technique" εκδ. Παπαγρηγορίου-Νάκας) που αναφέρονται τόσο στα σημαντικά κεφάλαια της τεχνικής ( Κλίμακες, Αρπίσματα, Λεγκάτα ), όσο και στα πιο εξειδικευμένα ( Κάθετες και Παράλληλες ασκήσεις, Stretching, Apoyando-Tirando κ.λ.π .). Έχει μελετήσει και εργασθεί για τη βελτίωση της κίνησης του αριστερού βραχίονα πάνω στην ταστιέρα, αναθεωρώντας πολλά "ταμπού" που υπήρχαν στις μέχρι τότε δακτυλοθεσίες. Έχει διασκευάσει, δακτυλοθετήσει και επιμεληθεί ένα μεγάλο μέρος από το ρεπερτόριο της κιθάρας ξεκινώντας από τις πολύ μικρές και φθάνοντας στις μεγάλες τάξεις ( " Recital" 1 έως 10 ). Το 1999 κυκλοφόρησε τη Μέθοδο κιθάρας (" Debuto ") όπως επίσης και όλα τα έργα για λαούτο του J. S. Bach σε μεταγραφή για κιθάρα. Το 2007 κυκλοφόρησαν οι: Concert Studies 4 βιβλία με τις σημαντικότερες σπουδές της κιθάρας (εκδ. Παπαγρηγορίου-Νάκας). Εδώ και πολλά χρόνια ασχολείται με τη σύνθεση πλουτίζοντας το ρεπερτόριο του οργάνου με έργα για μία και δύο κιθάρες, ενώ έχει συνθέσει και τρεις σουίτες με τη μορφή κοντσέρτου για δύο κιθάρες και ορχήστρα (LET IT BEatles, On the Rocks, Ένα Τραγούδι για το Μάνο) που έχει ήδη παρουσιάσει στο Μέγαρο Μουσικής και στο Λυκαβηττό με διάφορες ορχήστρες (Καμεράτα, Ορχ. Πατρών). Από το 1996 είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Από τη σχολή του έχουν αποφοιτήσει αρκετοί σημαντικοί κιθαριστές, μερικοί από τους οποίους κάνουν διεθνή καριέρα. Από το 1997 είναι υπεύθυνος Κιθάρας στο Εθνικό Ωδείο και στα Δημοτικά Ωδεία Πατρών και Αμαρουσίου. Από το 2011 είναι καθηγητής στο Hellenic American University. Έχει συνεργαστεί με σημαντικούς Έλληνες και ξένους μαέστρους και δημιουργούς όπως: Μάνος Χατζιδάκις, Ανδρέας Παρίδης, Γιάννης Ιωαννίδης, Μίκης Θεοδωράκης, Αλέξανδρος Μυράτ, Μίλτος Λογιάδης, Hikmet Sismek, Θόδωρος Αντωνίου, Γιώργος Κουρουπός, Saulius Sondeckis, Τάσος Συμεωνίδης κ.λπ. Έχει συνεργαστεί, επίσης, με Έλληνες και ξένους σολίστ και τραγουδιστές όπως: Κική Μορφωνιού, Άρης Γαρουφαλής, Τάτσης Αποστολίδης, Ives Stormes, Alirio Diaz, Gulden Turali, Χριστόδουλος Γεωργιάδης, Ναταλία Μιχαηλίδου, Βαγγέλης Χριστόπουλος, Στέλλα Γαδέδη, Έλενα Παπανδρέου, Σπύρος Ράντος, Μάριος Φραγκούλης, Νένα Βενετσάνου, Σαββίνα Γιαννάτου κ.λπ. Το 1986 δημιούργησε και διεύθυνε τους "Κιθαριστές" πρωτότυπη ορχήστρα με κιθάρες αποτελούμενη από τελειόφοιτους μαθητές του και μια από τις πολύ λίγες που υπάρχουν στον Ευρωπαϊκό χώρο. Το 2004 η ορχήστρα αυτή συμπληρώθηκε με άλλους 120 κιθαριστές . Με αυτό το γιγαντιαίο σχήμα ο Ευάγγελος Μπουντούνης έδωσε αρκετές συναυλίες στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (Ωδείο Ηρώδου Αττικού) και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Συνδυασμό των καλλιτεχνικών και διδακτικών του δραστηριοτήτων αποτελούν τα Φεστιβάλ Κιθάρας Ρεθύμνου (1985-1986), Ιωαννίνων (1988-1993) και Πατρών (1994- ), των οποίων υπήρξε εμπνευστής και δημιουργός, αλλά και ο βασικός καθηγητής στα σεμινάρια που λειτούργησαν στα πλαίσια τους.

Ευάγγελος Μπουντούνης

Ευάγγελος Μπουντούνης (Συνθέτης)

Ο Βαγγέλης Μπουντούνης γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε με υποτροφία στο Εθνικό Ωδείο και αποφοίτησε με " Αριστείο Εξαιρετικής Επίδοσης " από την τάξη του Δημήτρη Φάμπα. Δάσκαλοι του υπήρξαν οι Jose Tomas στην Ισπανία, Alexander Lagoya στον Καναδά και Alirio Diazστην Ιταλία. Είχε επίσης την ευκαιρία να συναντήσει τον Andres Segovia και να μαθητεύσει κοντά του στη Γρανάδα και τη Μαδρίτη. Συνεργάστηκε για πολλά χρόνια με τον Μάνο Χατζιδάκι, στο πρόσωπο του οποίου συνάντησε τον πιο σημαντικό μουσικό του δάσκαλο. Τιμήθηκε με πρώτα βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς κιθάρας στην Ισπανία ( Santiago de Compostella , διαγωνισμός Α. Segovia) και στην Ιταλία (Μιλάνο - Ακαδημία Vivaldi , Βερτσέλι -διαγωνισμός Viotti - βραβείο M.C.Tedesco ). Έχει εμφανιστεί σε συναυλίες και ρεσιτάλ στην Ελλάδα, στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Σουηδία, Γερμανία, Δανία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Γιουγκοσλαβία, Τσεχία, Τουρκία, Κύπρο), σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης καθώς και στον Καναδά και τις Η.Π.Α. Το 1988 δημιούργησε με τη Μάρω Ραζή ντουέτο κιθάρας. Από τότε έχουν εμφανιστεί σε αρκετά Φεστιβάλ (Αθηνών, Πατρών, Κων/πολης κ,ά.), έχουν παίξει με διάφορες ορχήστρες (Καμεράτα, Ορχήστρα των Χρωμάτων, Ορχήστρα Πατρών κ.α.) και έχουν ηχογραφήσει επτά CD (Ρεσιτάλ για Δύο, LET IT BEatles, Ένα Τραγούδι για το Μάνο vol. 1-2, Β. Μπουντούνης 100 Κιθάρες -ζωντανή ηχογράφηση στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Libertango). Το 2008 κυκλοφόρησαν από την Legent το "Historia de un Amor" - Βαγγέλης Μπουντούνης 100 Κιθάρες Νο 2. Έχει εργασθεί πάνω στην τελειοποίηση της ποιότητας του ήχου της κιθάρας και στη βελτίωση της τεχνικής του οργάνου. Έχει γράψει και εκδόσει δέκα βιβλία ("The Guitar Technique" εκδ. Παπαγρηγορίου-Νάκας) που αναφέρονται τόσο στα σημαντικά κεφάλαια της τεχνικής ( Κλίμακες, Αρπίσματα, Λεγκάτα ), όσο και στα πιο εξειδικευμένα ( Κάθετες και Παράλληλες ασκήσεις, Stretching, Apoyando-Tirando κ.λ.π .). Έχει μελετήσει και εργασθεί για τη βελτίωση της κίνησης του αριστερού βραχίονα πάνω στην ταστιέρα, αναθεωρώντας πολλά "ταμπού" που υπήρχαν στις μέχρι τότε δακτυλοθεσίες. Έχει διασκευάσει, δακτυλοθετήσει και επιμεληθεί ένα μεγάλο μέρος από το ρεπερτόριο της κιθάρας ξεκινώντας από τις πολύ μικρές και φθάνοντας στις μεγάλες τάξεις ( " Recital" 1 έως 10 ). Το 1999 κυκλοφόρησε τη Μέθοδο κιθάρας (" Debuto ") όπως επίσης και όλα τα έργα για λαούτο του J. S. Bach σε μεταγραφή για κιθάρα. Το 2007 κυκλοφόρησαν οι: Concert Studies 4 βιβλία με τις σημαντικότερες σπουδές της κιθάρας (εκδ. Παπαγρηγορίου-Νάκας). Εδώ και πολλά χρόνια ασχολείται με τη σύνθεση πλουτίζοντας το ρεπερτόριο του οργάνου με έργα για μία και δύο κιθάρες, ενώ έχει συνθέσει και τρεις σουίτες με τη μορφή κοντσέρτου για δύο κιθάρες και ορχήστρα (LET IT BEatles, On the Rocks, Ένα Τραγούδι για το Μάνο) που έχει ήδη παρουσιάσει στο Μέγαρο Μουσικής και στο Λυκαβηττό με διάφορες ορχήστρες (Καμεράτα, Ορχ. Πατρών). Από το 1996 είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Από τη σχολή του έχουν αποφοιτήσει αρκετοί σημαντικοί κιθαριστές, μερικοί από τους οποίους κάνουν διεθνή καριέρα. Από το 1997 είναι υπεύθυνος Κιθάρας στο Εθνικό Ωδείο και στα Δημοτικά Ωδεία Πατρών και Αμαρουσίου. Από το 2011 είναι καθηγητής στο Hellenic American University. Έχει συνεργαστεί με σημαντικούς Έλληνες και ξένους μαέστρους και δημιουργούς όπως: Μάνος Χατζιδάκις, Ανδρέας Παρίδης, Γιάννης Ιωαννίδης, Μίκης Θεοδωράκης, Αλέξανδρος Μυράτ, Μίλτος Λογιάδης, Hikmet Sismek, Θόδωρος Αντωνίου, Γιώργος Κουρουπός, Saulius Sondeckis, Τάσος Συμεωνίδης κ.λπ. Έχει συνεργαστεί, επίσης, με Έλληνες και ξένους σολίστ και τραγουδιστές όπως: Κική Μορφωνιού, Άρης Γαρουφαλής, Τάτσης Αποστολίδης, Ives Stormes, Alirio Diaz, Gulden Turali, Χριστόδουλος Γεωργιάδης, Ναταλία Μιχαηλίδου, Βαγγέλης Χριστόπουλος, Στέλλα Γαδέδη, Έλενα Παπανδρέου, Σπύρος Ράντος, Μάριος Φραγκούλης, Νένα Βενετσάνου, Σαββίνα Γιαννάτου κ.λπ. Το 1986 δημιούργησε και διεύθυνε τους "Κιθαριστές" πρωτότυπη ορχήστρα με κιθάρες αποτελούμενη από τελειόφοιτους μαθητές του και μια από τις πολύ λίγες που υπάρχουν στον Ευρωπαϊκό χώρο. Το 2004 η ορχήστρα αυτή συμπληρώθηκε με άλλους 120 κιθαριστές . Με αυτό το γιγαντιαίο σχήμα ο Ευάγγελος Μπουντούνης έδωσε αρκετές συναυλίες στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (Ωδείο Ηρώδου Αττικού) και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Συνδυασμό των καλλιτεχνικών και διδακτικών του δραστηριοτήτων αποτελούν τα Φεστιβάλ Κιθάρας Ρεθύμνου (1985-1986), Ιωαννίνων (1988-1993) και Πατρών (1994- ), των οποίων υπήρξε εμπνευστής και δημιουργός, αλλά και ο βασικός καθηγητής στα σεμινάρια που λειτούργησαν στα πλαίσια τους.

Fernando Sor (Συνθέτης)

Διάσημος Ισπανός κιθαριστής και συνθέτης. Μελέτησε κιθάρα και εκκλησιαστικό όργανο σ΄ ένα μοναστήρι της Βαρκελώνης. Στα 18 του χρόνια συνέθεσε την πρώτη του όπερα, η οποία παρουσιάστηκε μ΄ επιτυχία στη Βαρκελώνη, τη Βενετία και τη Βιέννη. Ως το 1809, που ταξίδευσε στην Αγγλία, είχε ήδη συνθέσει ορατόρια, συμφωνίες, κουαρτέτα εγχόρδων κ.α. Το 1812 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με το διάσημο Ισπανό κιθαριστή D. Aguado, με τον οποίο έδωσε πάρα πολλές συναυλίες ως ντουέτο. Το 1824 ταξίδεψε στη Ρωσία, όπου απέκτησε τεράστια φήμη. Στις μέρες μας, ο Sor είναι γνωστός μόνο για το κιθαρι-στικό του έργο, που περιλαμβάνει πολλές σπουδές, φαντασίες, σονάτες, παραλλαγές καθώς και πολύ σημαντικές συνθέσεις για δύο κιθάρες.

Francisco Tarrega (Συνθέτης)


Dionisio Aguado

Dionisio Aguado (Συνθέτης)

Ο Dionisio Aguado ήταν Ισπανός δεξιοτέχνης της κιθάρας και συνθέτης. Υιός σημαντικού κληρικού, έλαβε τις βασικές μουσικές του γνώσεις από έναν καλόγερο στην γενέτειρά του [Μαδρίτη), ενώ αργότερα σπούδασε δίπλα στον διάσημο τενόρο και κιθαριστή Miguel Garcia. Το 1825, ο Αguado επισκέφθηκε το Παρίσι και απέκτησε σημαντική φήμη ως σολίστ, συνθέτης και καθηγητής. Οι δεξιοτεχνικές του ικανότητες τράβηξαν την προσοχή ακόμα και των Rossini και Paganini, ενώ κατά την εκεί διαμονή του γνώρισε και συνδέθηκε φιλικά με τον καταξιωμένο Fernando Sor, άλλον έναν εκπρόσωπο της ισπανικής σχολής κιθάρας. O προσωπικός ήχος του Sor και ο τρόπος με τον οποίον έπαιζε εντυπωσίασαν ιδιαίτερα τον Αguado, έστω και αν ο καθένας τους είχε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο παιξίματος. Οι διαφορές όμως στην προσέγγιση της τεχνικής της κιθάρας που ακολουθούσαν οι δύο μουσικοί δεν στάθηκε εμπόδιο στην δημιουργία μιας γερής φιλίας μεταξύ τους. Για παράδειγμα, ο Sor συνέθεσε ένα ντουέτο, το "Les Deux Amis", οι δύο πόρτες του οποίου φέρουν τους τίτλους "Sor" και "Aguado". Η κύρια διαφορά στο παίξιμό τους ήταν ότι ο Αguado, σε αντίθεση με τον Sor, χρησιμοποιούσε τα νύχια του δεξιού του χεριού για να νύσσει τις χορδές της κιθάρας. Ο Αguado ήταν στην πραγματικότητα ο πρώτος που εφάρμοσε αυτή την τεχνική, την οποία μάλιστα παρουσίασε και στο παιδαγωγικό του έργο "Η μέθοδος της κιθάρας", που έγραψε το 1825 σε ηλικία σαράντα ετών. Το έργο αυτό, πέραν από πολλές ασκήσεις, περιέχει επίσης αρκετά κεφάλαια αφιερωμένα σε διάφορα ζητήματα περί της κιθάρας καθώς και στα προβλήματα της, πράγμα που το καθιστούσε ιδιαίτερα πολύτιμο σε εκείνες τις μακρινές εποχές, όπου η έλλειψη καλών καθηγητών έκανε ευπρόσδεκτη οποιαδήποτε εποικοδομητική συμβουλή σε όσους άρχιζαν να μαθαίνουν κιθάρα. Ο Αguado εφηύρε επίσης το "tripedisono", ένα ασυνήθιστο κιθαριστικό βοήθημα σαν τρίποδο, πάνω στο οποίο ο εκτελεστής μπορούσε να στηρίξει το όργανό του καθώς έπαιζε, ελαχιστοποιώντας έτσι την απόσβεση του ήχου που προξενούσε η επαφή του σώματος του με το πίσω μέρος και τα πλαϊνά της κιθάρας. Παρ΄ όλα αυτά, η εν λόγω ευρεσιτεχνία ποτέ δεν υιοθετήθηκε από άλλους κιθαριστές και ξεχάσθηκε μετά το θάνατο του Αguado στη Μαδρίτη το 1849. Το επώνυμο του Αguado σημαίνει "μουσκεμένος" στα ισπανικά και μια ιστορία λέει πως ένας παλιός συγγενής του, που ήταν ιππότης, επέστρεψε από μια μάχη καλυμμένος με λάοπη, οπότε το παρατσούκλι αυτό έγινε τελικά επώνυμο.

Ferdinando Carulli

Ferdinando Carulli (Συνθέτης)

Υιός γνωστού πολιτικού της εποχής, ο Ferdinando Carulli γεννήθηκε στη Νάπολη. Ήταν ένας ταλαντούχος αυτοδίδακτος δεξιοτέχνης που βοήθησε την κιθάρα να αναδειχθεί ιστορικά, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανάπτυξη και την πρόοδο της τεχνικής του οργάνου και κερδίζοντας έτσι επάξια τον τίτλο του "πατέρα της σύγχρονης τεχνικής της κιθάρας". Έχοντας μυηθεί στα πρώτα στοιχεία της μουσικής από έναν κληρικό, άρχισε να μαθαίνει βιολοντσέλο, το οποίο όμως γρήγορα εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί πλήρως στην κιθάρα, της οποίας η λεπτεπίλεπτη και εύθραυστη ηχητική ομορφιά και οι αρμονικές της δυνατότητες τον είλκυαν σθεναρά. Στην Ιταλία εκείνη την εποχή, η κιθάρα χρησιμοποιούταν κυρίως για τη συνοδεία τραγουδιών και σερενατών, αφού δεν υπήρχαν αξιόλογοι δάσκαλοι και ελάχιστες έντυπες παρτιτούρες ήταν διαθέσιμες. Κατ΄ αυτό τον τρόπο, ο Carulli βρέθηκε εντελώς απομονωμένος στη Νάπολη και ήταν αναγκασμένος να επινοήσει μια σειρά από σπουδές και ασκήσεις για την προσωπική του προαγωγή. Έπειτα από εντατική έρευνα, ανέπτυξε μια εντελώς καινούρια τεχνική που αναζωογόνησε το ενδιαφέρον για την κιθάρα ως σολιστικό όργανο. Γνώρισε επιτυχία τόσο ως δάσκαλος όσο και ως δεξιοτέχνης και το 1808 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι με την Γαλλίδα σύζυγό του, όπου έφθασε μάλιστα να θεωρείται ως ο σπουδαιότερος μουσικός της εποχής του. Την ίδια στιγμή, οι μουσικές του συνθέσεις, πούμε τον χρόνο αγκαλιάστηκαν από το κοινό και από τους ειδικούς, έγιναν η βάση του ρεπερτορίου καθενός κιθαριστή. Υπήρξε δημιουργικότατος σύνθετης, αφήνοντας περισσότερα από τετρακόσια έργα, μεταξύ τον οποίων περιλαμβάνονται κομμάτια για μία έως τέσσερις κιθάρες, κοντσέρτα για κιθάρα και ορχήστρα καθώς και θέματα με παραλλαγές.Έγραψε επίσης μια μέθοδο για κιθάρα, η οποία ήταν τόσο δημοφιλής που επανεκδόθηκε τέσσερις φορές σε ισάριθμα χρόνια και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα. Πολλά από τα κομμάτια που θεωρούνται ως μερικά από τα ποιο σπουδαία του Carulli αρχικά απεριφθικαν από τους εκδότες θεωρούμενα πολύ δύσκολα για τον μεσαίο παίχτη και είναι πιθανόν ότι πολλά αριστουργήματά του χάθηκαν έτσι. Η φήμη του άρχισε να επισκιάζεται προς το τέλος της ζωής του με την εμφάνιση νέων καλλιτεχνών, που άνοιξαν καινούριους μουσικούς ορίζοντες με την πιο εξελιγμένη τεχνική τους. Από εκείνη τη στιγμή μείωσε τη συνθετική του δραστηριότητα και αφιερώθηκε αποκλειστικά στη διδασκαλία. Η καριέρα του Carulli εμπνέει κάθε κιθαριστή: στερούμενος την καθοδήγηση ενός ικανού δασκάλου και μη έχοντας αυθεντικό υλικό να τον βοηθήσει στη σταδιοδρομία του, ήταν τελείως αυτοδίδακτος και, παρ΄ όλες τις δυσκολίες που συναντούν συνήθως οι πρωτοπόροι σε κάθε βήμα στην προσπάθεια που καταβάλλουν, κατόρθωσε να καταλάβει μια αξιοζήλευτη θέση μεταξύ των μεγάλων κιθαριστών της εποχής του. Ανάμεσα στους μαθητές του ήταν και ο υιός του, Gustavo, ο οποίος έγινε κιθαριστής, συνθέτης και καθηγητής τραγουδιού στο Ωδείο του Παρισιού. Ο Carulli πέθανε σε ηλικία εβδομήντα-ενός ετών στο Παρίσι το 1841.

Napoleon Coste

Napoleon Coste (Συνθέτης)

Ο γάλλος κιθαριστής και συνθέτης Napoleon Coste άρχισε να μαθαίνει κιθάρα σε ηλικία έξι ετών, ενθαρρυνόμενος από τη μητέρα του που ήταν η ίδια κιθαρίστρια. Όταν έκλεισε το δέκατο-όγδοο έτος της ηλικίας του, όχι μόνο δίδασκε κιθάρα αλλά εμφανιζόταν συχνά και σαν σολίστ. Σε ηλικία 24 ετών ο Coste μετακόμισε στο Παρίσι, που ήταν τότε -όπως και τώρα- ένα σημαντικό κέντρο για τη μουσική, και γρήγορα καθιερώθηκε ως ένας εκ των επιφανέστερων γάλλων δεξιοτεχνών, γνωρίζοντας αριστοτέχνες όπως τους Αguado, Carulli, Castelacci, Carcassi και Sor. Αυτοί οι μεγάλοι μουσικοί τον εντυπωσίασαν τόσο, που αποφάσισε να εμβαθύνει στις σπουδές του στην κιθάρα. O Coste πέρασε τα επόμενα δέκα χρόνια μελετώντας αρμονία και αντίστιξη, ενώ δεν παραμέλησε τη διδασκαλία και τις συναυλίες του. Δυστυχώς, η ζήτηση για κιθαριστές βρισκόταν σε παρακμή στο Παρίσι την εποχή εκείνη και, ενώ η ευφυΐα του Coste του παρείχε οικονομική σταθερότητα, ο ίδιος δεν κατάφερε να βρει εκδότη για τις συνθέσεις του, τις οποίες ήταν αναγκασμένος να εκδίδει με δική του χρηματοδότηση. 0 Coste ενεπλάκη σε ένα ατύχημα το 1863, το οποίο οδήγησε σε άδοξο τέλος την καριέρα του λόγω ενός κατάγματος στο χέρι. Καθώς λοιπόν η καριέρα του ως σολίστα είχε ουσιαστικά τελειώσει, αφοσιώθηκε στη σύνθεση, αφήνοντας ένα σημαντικό κατάλογο με μουσική για κιθάρα που περιλαμβάνει πάνω από πενήντα έργα. O ίδιος δραστηριοποιήθηκε επίσης ιδιαίτερα και προς την κατεύθυνση μιας αναζωογόνησης του ενδιαφέροντος για τη μπαρόκ μουσική για κιθάρα.

Antonio Diabelli

Antonio Diabelli (Συνθέτης)

Ο Antonio Diabelli ήταν Αυστριακός πιανίστας, κιθαριστής, δάσκαλος, συνθέτης και εκδότης. Τον θυμόμαστε πρωτίστως ως τον συνθέτη του βαλς πάνω στο οποίο ο Ludwig van Beethove συνέθεσε μια σειρά τριάντα τριών παραλλαγών - τις "Παραλλαγές Diabelli" (οpus 120]. Το 1796 ο Diabelli έφυγε για το Μόναχο, όπου σπούδασε ώστε να γίνει κληρικός και παράλληλα συνέχισε τις σπουδές του πάνω στη σύνθεση με τον Michael Haydn, αδελφό του Joseph Haydn. Όταν αποφάσισε τελικά να μην γίνει καλόγερος, μετακόμισε στη Βιέννη όπου σταδιοδρόμησε ως αξιόλογος δάσκαλος πιάνου και κιθάρας και κέρδισε αναγνώριση για τις ευχάριστες και εύκολα εκτιμούμενες συνθέσεις του. Κατά τη διαμονή του στη Βιέννη, το 1818, έγινε συνέταιρος του Pietro Cappi και από κοινού ίδρυσαν έναν μουσικό εκδοτικό οίκο. 0 οίκος αυτός, Cappi & Diabelli (γνωστός ως Diabelli & Co. από το 1824 και έπειτα), έγινε αρχικά γνωστός εκδίδοντας διασκευές δημοφιλών κομματιών για ερασιτέχνες. O ίδιος οίκος εδραιώθηκε όμως και μεταξύ των πιο σοβαρών μουσικών κύκλων, εκδίδοντας πρώτος έργα του, έργα των Czerny, Strauss, Beethoven και φυσικά τις συνθέσεις του ιδίου του Diabelli. Τα πολυάριθμα έργα του Diabelli περιλαμβάνουν κυρίως μουσική για πιάνο και κιθάρα, όπερες, οπερέτες, λειτουργίες, καντάτες, χορούς και τραγούδια. Συνολικά, έγραψε περίπου εκατόν ογδόντα συνθέσεις και το έργο του για κιθάρα, όπως και αυτό για πιάνο, παρουσιάζει μεγάλο μουσικό ενδιαφέρον από διδακτικής απόψεως.

Mauro Giuliani

Mauro Giuliani (Συνθέτης)

Ο Mauro Giuliani ήταν Ιταλός κιθαριστής και συνθέτης, που αρχικά σπούδασε βιολοντσέλο και βιολί και αργότερα ξεκίνησε μαθήματα κιθάρας, όργανο στο οποίο γρήγορα έγινε δεξιοτέχνης. Το 1806 ο Giuliani μετακόμισε στη Βιέννη χωρίς τη γυναίκα και την οικογένει¨α του και εκεί ήταν όπου γνώρισε το κλασσικό ενόργανο ύφος. Όπου πήγαινε, το κοινό τον επευφημούσε για τη δεξιοτεχνία και το μουσικό του γούστο και έτσι ο ίδιος γινόταν κάτι σαν αστέρας της μουσικής. Ο Giuliani όρισε έναν νέο ρόλο για την κιθάρα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής μουσικής. Γνώριζε τα σπουδαιότερα πρόσωπα της αυστριακής υψηλής κοινωνίας καθώς και αξιοσημείωτους συνθέτες, όπως τους Rossini και Βeethoven, και λέγεται ότι ο Giuliani έπαιξε βιολοντσέλο στην πρώτη εκτέλεση της πρώτης συμφωνίας του Βeethoven. Ως συνθέτης είχε μόνο περιορισμένη επιτυχία στη Βιέννη, αλλά ανέπτυξε φήμη σαν καθηγητής. Το 1819 ο Giuliani εγκατέλειψε τη Βιέννη και επέστρεψε στην Ιταλία, αφού η περιουσία του και οι τραπεζικοί του λογαριασμοί κατασχέθηκαν για να πληρωθούν οι οφειλέτες. Εγκαταστάθηκε μονίμως στη Ρώμη με την κόρη του Emilia, η οποία παρακολούθησε μαθήματα μαζί με την νόθη κόρη του Maria στο μοναστήρι L΄adorazione del Gesu. Από το 1823 και έπειτα ζούσε ανάμεσα στη Ρώμη και στη Νάπολη για να μπορεί να επισκέπτεται τον πατέρα του, του οποίου η υγεία έφθινε. Αυτή την περίοδο εμφανιζόταν συχνά σε ένα σχήμα για δύο κιθάρες με την κόρη του Εmilia, η οποία είχε εξελιχθεί σε δεξιοτέχνη της κιθάρας. Προς το τέλος του 1828 η υγεία του ιδίου του Giuliani είχε χειροτερέψει και πέθανε τον Μάιο του 1829 αφήνοντας περίπου εκατόν πενήντα έργα για κιθάρα. Η είδηση του θανάτου του, ωστόσο, δεν δημιούργησε ιδιαίτερη αίσθηση στο ναπολιτάνικο μουσικό περίγυρο. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά έργα του είναι τα "κοντσέρτα για κιθάρα και ορχήστρα opera 30, 36 και 70", οι "Rossinianes"- μια σειρά από έξοχα ποτ-πουρί βασισμένα σε θέματα του Rossini -, αρκετές σονάτες για βιολί και κιθάρα, μια μέθοδος, ένα κουιντέτο και μερικά ντουέτα για φωνή και κιθάρα. Διασκεύασε επίσης πολλά συμφωνικά έργα για μία και δύο κιθάρες. Μια τέτοια διασκευή είναι και η εισαγωγή στον "Κουρέα της Σεβίλλης" του Rossini για δύο κιθάρες.

Wenzel Thomas Matiegka (Συνθέτης)

0 W. Τ. Matiegka κατέχει μια θέση πρωταρχικής σπουδαιότητας στην ιστορία της κιθάρας στη Βιέννη των αρχών του δεκάτου-ενάτου αιώνα. Κιθαριστής, παιδαγωγός και συνθέτης, γεννήθηκε σε οικογένεια μουσικών, όπου έλαβε τα πρώτα μαθήματα τραγουδιού, βιολιού και πιάνου. Το 1788 εμπλούτισε τις μουσικές του γνώσεις μελετώντας αρμονία και σύνθεση, ενώ γύρω στο 1791 εισήχθη στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Πράγας, έμαθε βιολοντσέλο και έπειτα αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη μουσική. Ήταν το 1802 όταν ανακάλυψε την κιθάρα και άρχισε να γράφει για αυτή, δηλαδή για ένα όργανο που κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα θεωρείτο ο ανερχόμενος "αστήρ" της μουσικότατης αυστριακής πρωτεύουσας. O Matiegka συνέθεσε πολλά έργα για σόλο κιθάρα καθώς και για κιθάρα με άλλα όργανα (ο Schubert χρησιμοποίησε ένα από αυτά τα έργα, το "οpus 21", ως αφετηρία για το νέο του κουαρτέτο για φλάουτο, βιόλα, κιθάρα και βιολοντσέλο, D 96), αλλά διακρίθηκε κυρίως ως δάσκαλος. Το 1817 έγινε διευθυντής χορωδίας στην εκκλησία του Αγίου Λεοπόλδου στη Βιέννη και έκτοτε συνέθετε κυρίως θρησκευτική μουσική. Παρ΄ ότι δεν έγραψε ποτέ μια πραγματική "Μέθοδο", τα έργα του περιέχουν πληθώρα υλικού παιδαγωγικής φύσεως και έχουν μεγάλη αξία, καθώς παρέχουν ερεθίσματα για μια βαθύτερη γνώση του οργάνου και για την ανάπτυξη μιας εκλεπτυσμένης μουσικότητας στους μαθητές της κιθάρας κατά τα πρώτα χρόνια της εκπαίδευσης τους. Πέθανε στη Βιέννη το 1830, αφήνοντας πίσω του μια σύζυγο και έξι παιδιά. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε με μέριμνα της πόλης, λόγω της μέτριας οικονομικής του κατάστασης.

Nicolo Paganini

Nicolo Paganini (Συνθέτης)

Ο Niccolo Paganini υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους βιολιστές όλων των εποχών. Πολλές παράδοξες διηγήσεις περιστρέφονται γύρω από τη ζωή του μουσικοσυνθέτη, οι οποίες ενισχύονται από την "εκκεντρική" εξωτερική του εμφάνιση. Γεννήθηκε στη Γένοβα της Ιταλίας, στις 27 Οκτώβρη του 1782 και ήταν ένα από τα έξι παιδιά της Teresa και του Antonio Paganini, λιμενεργάτη και ερασιτέχνη εκτελεστή μαντολίνου. Κοντά στον πατέρα του και το διευθυντή χορωδίας της καθεδρικής εκκλησίας της Γένοβα, ο Niccolo, πριν ακόμα τα έξι του χρόνια, έλαβε την πρώτη του μουσική εκπαίδευση μαθαίνοντας μαντολίνο και βιολί. Μελετούσε σκληρά (μέχρι και 15 ώρες τη μέρα), ενώ έγραψε την πρώτη σονάτα του το 1790. Σε ηλικία εννέα ετών παρουσιάστηκε μπροστά σε κοινό, προκαλώντας ενθουσιασμό με την ερμηνεία των παραλλαγών του πάνω στην "Καρμανιόλα". Τελειοποίησε την τεχνική του δίπλα στο διάσημο βιολιστή Ρόλα στην Πάρμα, και μελέτησε σύνθεση με τον Chiretti, το δάσκαλο του Ρaer: και οι δυο δήλωσαν πως δεν είχαν τίποτα να μάθουν στον προικισμένο νεαρό. Μια περίοδος της νεανικής ζωής του Paganini είναι καλυμμένη με μυστήριο, γνωρίζουμε όμως πως στη διάρκεια της πρώτης περιοδείας του με κοντσέρτα στην Ιταλία, πούλησε το βιολί του για να πληρώσει, καθώς λέγεται, οφειλές που του δημιούργησε η συμμετοχή του σε τυχερά παιχνίδια. Ένας γάλλος ερασιτέχνης του χάρισε στο Λιβόρνο ένα εξαιρετικό βιολί Γκουαρνέρι, που παρέμεινε σε όλη του τη ζωή το αγαπημένο του όργανο. Οι γυναίκες και τα τυχερά παιχνίδια λέγεται πως έθεσαν σε κίνδυνο τη σταδιοδρομία και την εύθραυστη υγεία του Ιταλού συνθέτη. Η μεγαλοφυΐα του σε συνδυασμό με την πρωτοφανή για την εποχή τεχνική που χρησιμοποίησε, εδραίωσαν τη φήμη του σε ολόκληρη την Ιταλία. Όλος ο κόσμος μιλούσε για αυτό το μουσικό με την εξωτική όψη, και τον κατηγορούσαν πως είχε κάνει συμφωνία με τον «έξω από δω», καθώς έλεγαν, δικαιολογώντας έτσι τις αλλόκοτες συμπεριφορές που προκαλούσε με το παίξιμό του. Ο Paganini ήταν ψηλός, λεπτός, με μακριά μαύρα μαλλιά και χλωμό πρόσωπο, που του προσέδιδε μια αιθέρια όψη, που θύμιζε περισσότερο φάντασμα παρά ζωντανό άνθρωπο. Είχε βαθουλώματα στο πρόσωπό του και το βλέμμα του ήταν τόσο ψυχρό που λίγοι μπορούσαν να το υποφέρουν. Έβγαινε συνήθως καθυστερημένος στη σκηνή, φορώντας τις περισσότερες φορές μαύρα ρούχα και αφού τοποθετούσε το βιολί στον ωμό του, χωρίς τη συνοδεία μουσικής, άρχιζε να σκορπίζει τα μάγια του. Ασκούσε τρομερή συναισθηματική επίδραση στο κοινό του. Είχε αναφερθεί πως η πριγκίπισσα Ελίζα της Λούκας, αδερφή του Ναπολέοντα, αδυνατούσε να τον ακούει χωρίς να λιποθυμά, και πως ο Ιταλός μουσικοσυνθέτης Ροσσίνι έκλαψε σαν ένα μικρό κορίτσι, όταν τον άκουσε να παίζει για πρώτη φορά. Όλα αυτά τα γεγονότα βοήθησαν ώστε να δημιουργηθούν διάφορες φήμες γύρω από το πρόσωπο του μουσικού, που την εποχή εκείνη γινόταν πολύ ευκολότερα πιστευτές από όσο θα μπορούσαν να γίνουν σήμερα. Λεγότανε λοιπόν πως ο Paganini είχε δολοφονήσει τις δυο γυναίκες που είχε αγαπήσει παραφορά στη ζωή του, και με τις τέχνες και τους κανόνες της μαύρης μαγείας, αιχμαλώτισε τις ψυχές τους μέσα στο βιολί του, την περίφημη "Cremona" του. Επίσης ειπώθηκε πως οι χορδές του βιολιού του ήταν φτιαγμένες από ανθρώπινα έντερα, και ίσως αυτό δικαιολογεί τα υπερφυσικά ακούσματα που έβγαιναν με το παίξιμό του. Μπορούσε να μιμηθεί στο βιολί του τον πλαγίαυλο καθώς και να εκτελέσει μακρές και υπέροχες μελωδίες μόνο στη χορδή του Σολ. Αυτό που ενθάρρυνε την παραπάνω ιστορία είναι ότι έβγαζε από το βιολί του ανθρώπινες φωνές, κάτι που συγκλόνιζε το ακροατήριό του. Σύγχρονοί του αποδίδουν τα αποτελέσματα της μουσικής του Paganini σε μεθόδους τεχνικής που είτε πρώτος αυτός εισήγαγε είτε είχαν περιστασιακή μόνο εφαρμογή. Μερικές από αυτές ήταν η χρήση των αρμονικών φθόγγων (δεν χρησιμοποιούνταν καθόλου πριν από αυτόν, εκτός από εκείνους που παράγονται πάνω στις ανοιχτές χορδές), Scordatura (μετατροπή στο κούρντισμα του οργάνου) συνοδευτικό πιτσικάτο με το αριστερό χέρι κ.λ.π. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την άνευ προηγουμένου για εκείνη την εποχή δεξιοτεχνία του, συνέβαλαν κατά ένα μέρος στη δημιουργία του θρύλου του. Ο Ρaganini απέκτησε ένα γιο, τον Αχιλλίνιο, τον οποίο υπεραγαπούσε, με τη χορεύτρια Ατονία Μπιάνκι, δίχως να έχουν δώσει όρκο γάμου. Πέθανε στη Γαλλία στις 27 Μαΐου του 1840 από καρκίνο του λάρυγγα αρνούμενος μια Χριστιανική ταφή. Το σώμα του, όπως αναφέρει ο γιος του, έμεινε άθαφτο μέχρι το 1845, αφού αρνούνταν να θάψουν κάποιον ο οποίος είχε απαρνηθεί τη Χριστιανική πίστη.

Julio Salvador Sagreras

Julio Salvador Sagreras (Συνθέτης)

Θα μπορούσε κάποιος να πει για τον Αργεντινό παιδαγωγό, συνθέτη και κιθαριστή Julio Salvador Sagreras πως η καριέρα του καθορίσθηκε τη στιγμή που γεννήθηκε, στο Μπουένος Άιρες. Οι γονείς του ήταν οι ίδιοι ολοκληρωμένοι κιθαριστές και έτσι αυτός μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου η κιθάρα συνιστούσε ένα σημαντικό στοιχείο της καθημερινότητας. Μαθήματα κιθάρας πήρε σε νεαρή ηλικία από τον πατέρα του, ο οποίος χρησιμοποίησε για την τεχνική εκπαίδευση του νεαρού Julio τα έργα του Dionisio Aguado, ενός συνθέτη που έμελλε να έχει μεγάλη επιρροή στη ζωή του υιού του. Σε ηλικία δώδεκα ετών ο Sagreras εισήχθη στο ωδείο της γενέτειρας του, όπου σπούδασε πιάνο και σύνθεση, και έγινε καθηγητής κιθάρας σε ηλικία μόλις είκοσι χρονών στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, σε μια εποχή όπου η κιθάρα σπάνια διδασκόταν σε ωδεία. O Julio αυτοσυντηρούταν δίνοντας συναυλίες, διδάσκοντας και πουλώντας τις συνθέσεις του. Εγκατέλειψε το ωδείο σε ηλικία είκοσι ετών για να ιδρύσει μια δική του σχολή, την Academia de Guitarra, όπου σπούδασαν πολλοί γνωστοί κιθαριστές εκείνης της περιόδου. Η μουσική καριέρα του ξεκίνησε ως αποτέλεσμα μιας διαφωνίας που είχε με τον πατέρα του. O Sagreras του είχε δείξει μια μεταγραφή που είχε κάνει της Παθητικής σονάτας του Beethoven για δύο κιθάρες, την οποία ο πατέρας του θεώρησε πως ήταν αδύνατον να παιχτεί, κάτι που οδήγησε τον Julio να φύγει από το πατρικό του σπίτι. Πατέρας και υιός συμφιλιώθηκαν μόλις μετά από δέκα χρόνια, όταν ο πατέρας του άκουσε την συγκεκριμένη μεταγραφή σε μια από τις συναυλίες του υιού του. 0 Julio Sagreras συνέθεσε επίσης μουσική για το θέατρο και για το πιάνο και πολλά από τα έργα του βασίζονται σε παραδοσιακή βραζιλιάνικη και αργεντίνικη μουσική. Η μουσική που έγραψε για την κιθάρα αποτελεί ένα από τα ευρύτερα διαδεδομένα αλλά και πιο αινιγματικά κομμάτια του ρεπερτορίου της κιθάρας του εικοστού αιώνα. O Sagreras πέθανε το 1942, έπειτα από χρόνια αναπνευστική πάθηση.

Τόμος:
1
Δέσιμο:
Μαλακό εξώφυλλο
Σελίδες:
71
Διαστάσεις:
32χ24
Βάρος:
0.341 κιλά

Αξιολογήσεις

Γράψε μια αξιολόγηση