Ο πυροβάτης των αστεριών

του Θοδωρή Κούκια

Ο Τίτος είναι ένα έφηβο παιδί, κλεισμένο στο σπίτι λόγω της σπάνιας πάθησής του. Τα οστά του είναι εύθραυστα κι έτσι η ιδέα του σχολείου μοιάζει όνειρο μακρινό. Η ζωή του κυλά σε τέσσερις τοίχους, με ίντερνετ, διάβασμα και έναν καλό φίλο, τον Σαμίρ, προσφυγόπουλο από τη Συρία. Ένα βράδυ, ο αδερφός του, Κωστής, θα τον πάρει μαζί του στη δουλειά, κρυφά από τους γονείς τους, την ώρα που ξεσπάνε βίαια επεισόδια σε γειτονική πορεία, κι αυτό θα είναι η αρχή μιας σειράς αναπάντεχων γεγονότων που θα δείξουν στο παιδί τις καλές και κακές εικόνες της κοινωνίας από την οποία απουσίαζε.

Μόλις τελείωσα το νεανικό αυτό μυθιστόρημα, το έπιασα από την αρχή για να το απολαύσω ξανά και να κρατήσω ακόμη περισσότερο κοντά μου τα συναισθήματα που μου χάρισε. Πρωτότυπη εξέλιξη της πλοκής, αξιοπρόσεκτος πρωταγωνιστής, πλειάδα καλογραμμένων σκηνών που ξεχειλίζουν από τρυφερότητα, γλυκύτητα, αγωνία αλλά και θυμό, ντροπή, θλίψη, αναπάντεχες παρομοιώσεις, υποδειγματική σκιαγράφηση χαρακτήρων είναι ελάχιστα από τα θετικά σημεία του μυθιστορήματος.

Η ιστορία διαδραματίζεται στο Νέο Αλλοτινό, μια πόλη που έχει τα πάντα: από Μέγαρο Μουσικής μέχρι καταυλισμό προσφύγων, νεόπλουτους και ξιπασμένους, πρόσφυγες και ανέργους, διαλυμένες οικογένειες και πεινασμένα παιδιά. Είναι μια πόλη που ο Τίτος Καντάς δεν τη ζει, δεν τη γεύεται, μιας και η ασθένειά του τον κρατά κλεισμένο στο σπίτι: ατελής οστεογένεση ή αλλιώς εύθραυστα οστά, με αποτέλεσμα η παραμικρή τούμπα να τον βάζει στον γύψο. Ο Τίτος αφηγείται την ιστορία κι έτσι ο αναγνώστης γνωρίζει μια μοναδική προσωπικότητα: λάτρης του Game of Thrones και του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, φανατικός σινεφίλ, με ατέλειωτες ελεύθερες ώρες, όχι όμως εις βάρος της μόρφωσης και της γνώσης, φιλομαθής, διερευνητικός, έξυπνος, χιουμορίστας, ατακαδόρος και γνώστης της τεχνολογίας, με ανείπωτη πίκρα για την απομόνωσή του (δεν είναι εύκολο να κρατάς ουσιαστικά αιχμάλωτο ένα παιδί σε ηλικία που μόνο τον δρόμο και την ελευθερία γνωρίζει). Κόβει και ράβει σε κάθε σελίδα, έχει για όλους μια συγκεκριμένη άποψη, την οποία διανθίζει με χαρακτηριστικά παραδείγματα και αστεία σχόλια: «Με άλλα λόγια, ευτυχώς που η γη κινείται και πήγαινα καμιά βόλτα μαζί της» (σελ. 12) ή «Όσο ασύμφορος ήμουν σε φάρμακα, τόσο οικονομικός ήμουν σε κάλτσες και παπούτσια» (σελ. 39). Το λεξιλόγιό του είναι εξίσου πλούσιο, αν και δεν παραλείπει φράσεις όπως «ανπέκταμπλ», «epic fail» κλπ. κι αυτές σπάνια και μόνο σε απαραίτητα σημεία.

Θα μπορούσε να είναι ένα κακομαθημένο και εγωπαθές παιδί, όμως όχι, ο Τίτος αντιμετωπίζει την καταδίκη του με στωικότητα και δε συμπεριφέρεται κομπλεξικά παρά μόνο με μια γλυκόπικρη αίσθηση του χιούμορ. Του λείπει το σχολείο και η κοινωνικοποίηση που αυτό επιφέρει, καλό το ίντερνετ και το facebook αλλά σαν την πραγματική ζωή δεν έχει: «…η πρώτη λυκείου θα με έβρισκε στο σχολείο, με πραγματικούς, ολοζώντανους συμμαθητές και όχι με άβαταρς, που θυμίζουν λίγο ζώο και λίγο άνθρωπο, λες και ζευγάρωσε η Τίνκερμπελ με τον Σκούμπι Ντου» (σελ. 25, εδώ έχυσα τον πρώτο καφέ!). Κι όμως είναι ο ίδιος άνθρωπος που σημειώνει πιο κάτω: «Σχολείο: το μέρος όπου, όταν πρωτοπηγαίνεις, τα παιχνίδια είναι μπροστά σου για να παίξεις και όταν τελειώνεις μαθαίνεις ότι παίζονται πίσω από την πλάτη σου» (σελ. 191).

Μπαμπάς («δύο εμφράγματα μεγαλύτερος από τη μαμά» και έξι μήνες τον χρόνο εργάτης στη Γερμανία μετά το αποτυχημένο ουζερί που είχε ανοίξει), μαμά (εξίσου αποτυχημένη καταστηματάρχις υφασμάτων, άτιμη κρίση, ίσα που πρόλαβαν να ζήσουν τέσσερα χρόνια ως νεόπλουτοι πριν τους τα πάρει πίσω το κράτος), μεγάλος αδελφός (άρτι απολυθείς καθηγητής μαθηματικών από φροντιστήριο) και γιαγιά Χυτούλα (με ελαφριά, «on off» άνοια βεβαίως βεβαίως, φανατική των τούρκικων σίριαλ, με μπόλικα αποθέματα αγιασμού -«το προσωπικό της red bull») περνάνε από κόσκινο. Στη σελίδα 31 περιγράφονται επακριβώς οι σημερινές οικογένειες με έφηβο γιο: «Όλα τα μέλη της οικογένειάς μου είχαν την εντύπωση ότι ίντερνετ σημαίνει απλώς δέκα ευρώ παραπάνω στον λογαριασμό… Η μαμά νόμιζε ότι το google περιείχε μόνο συνταγές… Για τον μπαμπά ίντερνετ σήμαινε βιντεάκια από παιχνίδια πόκερ στο youtube. Και η γιαγιά, κάθε φορά που έβλεπε το τάμπλετ να δονείται, το χτυπούσε με τη μυγοσκοτώστρα» (εδώ έχυσα τον δεύτερο καφέ)! Και έρχεται το τελειωτικό χτύπημα: «Μπορούσες να μιλήσεις για τα πάντα, αρκεί να είχαν μηδαμινό ενδιαφέρον» (σελ. 33).

Ο Τίτος απορρίπτει μετά βδελυγμίας τις παιχνιδοπαρασκευές που επινόησε η μάνα του, όπου όλη οη οικογένεια κάθε Παρασκευή βράδυ μαζεύεται και παίζουν: «Όμορφες οικογενειακές στιγμές, από εκείνες που νομίζεις ότι σε έχουν υιοθετήσει εξωγήινοι» (σελ. 21). Όχι ότι η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα έχει ξεφύγει από το βλέμμα του: «Τα ΑΤΜ αρνούνταν να πληρώσουν τους ανθρώπους, η χώρα αρνιόταν να πληρώσει τις υποχρεώσεις της, οι ξένες δυνάμεις αρνούνταν να κάνουν άλλο τα στραβά μάτια, η οικογένειά μου αρνιόταν να δει ότι είχαμε σταματήσει να λειτουργούμε ως οικογένεια εδώ και καιρό» (σελ. 9). Σ’ ένα σημείο παρακάτω στάθηκα αρκετή ώρα: «Κυριακή. Η μέρα που οι άνθρωποι μελαγχολούν γιατί πρέπει να επιστρέψουν στη δουλειά τους την επομένη. Η μέρα που οι άνθρωποι αυτοκτονούν γιατί δεν έχουν δουλειά να επιστρέψουν την επομένη» (σελ. 41). Ένας πανέξυπνος λοιπόν χαρακτήρας, που μας συστήνεται με άνεση και ειλικρίνεια, ζει τη μεγαλύτερη νύχτα της ζωής του!

Οι γείτονες θεωρούνται terra incognita, κάτι που εξάπτει τη φαντασία του παιδιού ακόμη περισσότερο: ο περιπτεράς κυρ-Ανέστης, τον οποίο με χαρά, τις ελάχιστες φορές που βγαίνει έξω, τον εξυπηρετεί σε μικροθελήματα («-Πάρε αυτό το πακέτο Camel και πήγαινέ το στην Τζούλι, στο κομμωτήριο… Είχα γίνει το προσωπικό του twitter και έστελνα dm στην Τζούλι σε εβδομαδιαία βάση», σελ. 29), η πόρνη Αφρούλα, ένας από μηχανής Θεός, αφρατούλα και πάνσοφη («Στο πεζοδρόμιο κάτω από το δωμάτιό μου, που είναι καλύτερο σχολείο από το κανονικό. Στο πεζοδρόμιο που δεν ρωτάει ποτέ τίνος είσαι ούτε από πού κατάγεσαι. Στο πεζοδρόμιο, που όλους τους αποδέχεται και όλους έχει κάτι να τους διδάξει», σελ. 224-225), ο μαέστρος Ευγένιος, η μυστηριώδης Μόνα και φυσικά η ψυχαναγκαστική Ρούσα. Ένα πάνθεον πρωτότυπων και έξοχα σκιαγραφημένων χαρακτήρων που συνιστούν μια αξέχαστη τοιχογραφία κι ένα ανεπανάληπτο ταξίδι εμπειριών, περιπετειών και εκπλήξεων.

Από την άλλη, μέσω του Σαμίρ, του παιδιού από τη Συρία, ο συγγραφέας περιγράφει τις συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων στον κοντινό καταυλισμό, τις  ρατσιστικές επιθέσεις που δέχονται από απλούς ανθρώπους μέχρι νταήδες (ο συγγραφέας δεν καταφεύγει σε λαοπρόβλητους χαρακτηρισμούς αλλά στη γλωσσοπλασία του αφηγητή, που τους χαρακτηρίζει «ούγκανους»!), τη λαχτάρα των κατατρεγμένων ανθρώπων για ένα καλύτερο αύριο και τα αξεπέραστα εμπόδια που συναντούνε χωρίς λόγο και αιτία. «Και οι δύο θέλαμε πολύ να πάμε στο σχολείο, όμως δεν μας το επέτρεπαν». Και το πρώτο μου δάκρυ ήρθε όταν ο Σαμίρ καταφέρνει να πάει σχολείο μόνο όταν βρέχει και οι ομάδες περιφρούρησης που απαγορεύανε την είσοδο στους πρόσφυγες, χαλάρωναν την επιτήρησή τους κι έτρεχαν να προστατευτούν. Δεν είναι δυνατόν να μείνεις άδακρυς όταν ζωντανεύει με δεξιότητα και όχι για εκβιασμό του συναισθήματος η σκηνή με το βρέφος που βυζαίνει μια σκύλα για να επιβιώσει ή όταν ο Σαμίρ δείχνει στον Τίτο ένα σωσίβιο που γράφει: «Μαμά, να ξέρεις, σ’ αγαπώ», αναμνηστικό από το ταξίδι κατά το οποίο έχασε τη μητέρα του! Κι όλα αυτά «Κάτω από το μπαλκόνι μου, πίσω από το τάμπλετ μου, λίγο πιο πέρα από το γυάλινο κελί μου…» (σελ. 127). Ο Τίτος είναι καταπέλτης: «Γιατί παίζουν ακόμα αυτό το τρελό παιχνίδι που λέγεται πόλεμος; Για να γράφονται καινούρια βιβλία Ιστορίας; Δεν αρκούν τα παλιά;… Ποιος θα μου το ‘λεγε ότι στα δεκαπέντε μου χρόνια θα συναντούσα ολοζώντανες φιγούρες βγαλμένες από τα SOS κεφάλαια» (σελ. 135-136)! Τη συνέχεια των σκέψεών του την έχασα κάπου ανάμεσα στις τύψεις και τα δάκρυά μου…

Αν δεν είναι αρκετή η αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα και η γλαφυρότητα των σκηνών για να εμπεδώσει ο αναγνώστης τα προφανή και τα υπονοούμενα, υπάρχει ένα στυλιστικό παιχνίδι, όπου ο Τίτος θέτει μια ερώτηση και περιμένει μιαν απάντηση από συνήθως τρία διαφορετικά πρόσωπα, π. χ. «-Μαμά, γιατί δεν αφήνουν τους πρόσφυγες να μπούνε στο σχολείο; … -Αλίκη, γιατί δεν αφήνουν τους πρόσφυγες να μπούνε στο σχολείο; ... -Δάσκαλε, γιατί δεν αφήνουν τους πρόσφυγες να μπούνε στο σχολείο;» (σελ. 18). Κοφτές και απαιτητικές ερωτήσεις, πολύπλευρες απαντήσεις που καλύπτουν όσο γίνεται σφαιρικότερα το θέμα κι ο αναγνώστης να ψάχνει ανάσα από την ειλικρίνεια και την αμεσότητα των λέξεων.

Ειλικρινά όσα παρέθεσα προηγουμένως είναι μόνο η αρχή και το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο ξετυλίγεται μια αληθινή, τρυφερή, ωμή πλοκή που με κράτησε αιχμάλωτο ως την τελευταία σελίδα. Ευρηματικές και θεαματικές εξελίξεις, παιχνίδια ενηλικίωσης, ασκήσεις ετοιμότητας, ψήγματα από μια κοινωνία που δε θες να τη γνωρίσεις και πολύ! Από την άλλη βρήκα τόσο έξυπνο τον χειρισμό της πλοκής και τόσο διαφορετικό από κάθε στερεότυπη αφήγηση που μπορεί να ετοιμάσει κάποιος για να δείξει πώς ένα παιδί, συνήθως έφηβο, ωριμάζει μέσα από μια σειρά γεγονότων που πραγματικά δε θέλω να γράψω κάτι, ακριβώς για να νιώσει ο (όχι μόνο) έφηβος αναγνώστης λεπτό προς λεπτό τη μαγεία, την έκπληξη και το συγκινητικό φινάλε. Το μόνο εκκρεμές σημείο, όχι απαραίτητα κακό, ήταν το γεγονός πως από τη νύχτα ενηλικίωσης του Τίτου περνάει και μια μάνα που δένει το παιδί της στο καλοριφέρ επειδή «είναι ζαβό». Βγήκε τόσο απότομα μπροστά μου ως γεγονός και δυστυχώς δεν υπήρξε κάποια συνέχεια επ’ αυτού που έμεινα με ένα κενό: η σκηνή ήταν τόσο σκληρή, ξαφνική και ωμή και σχεδόν με τον ίδιο τρόπο αποσύρθηκε από τη δράση που πραγματικά θα ήθελα να ασχοληθούμε και με αυτήν την «οικογένεια», έστω να λυτρωθεί το παιδί. Καταλαβαίνω όμως πως ήδη υπήρχαν πάμπολλες μικροϊστορίες για να γεμίσουν το μυθιστόρημα κι ίσως κάτι τέτοιο να δυσχέραινε περισσότερο την εξισορρόπηση της αφήγησης.

«Ο πυροβάτης των αστεριών» είναι ένα συγκλονιστικό, τρυφερό, αναπάντεχο και ρεαλιστικό μυθιστόρημα που ζωντανεύει με δύναμη και ενάργεια τον σημερινό ψυχοκοινωνικό περίγυρο ενός εφήβου και ταυτόχρονα, με λεξιλογικό πλούτο, διεισδυτικά ψυχογραφήματα, λεπτομέρειες που δεν κουράζουν, αφηγείται μια ιστορία ενηλικίωσης που διαφέρει από όσες άλλες έχω διαβάσει ως τώρα. Πρόκειται για ένα υπέροχο ταξίδι για αναγνώστες με απαιτήσεις, δίκαια εντεταγμένο στη σειρά «Big Bang Books» που αγκαλιάζει σύγχρονα μυθιστορήματα για νεαρούς αναγνώστες, τροφοδοτώντας τους προβληματισμούς τους για τα θέματα που τους απασχολούν με συνέπεια, αγάπη και ωριμότητα.