Ασυγχώρητο λάθος

της Γιόλας Δαμιανού-Παπαδοπούλου

Η Μαργαρίτα γεννήθηκε σ’ ένα χωριό των Σερρών το 1924, σε μια πολυμελή οικογένεια, με μια μάνα που κάνει δουλειές του ποδαριού γεμάτη έγνοιες για την επιβίωση της φαμελιάς της  κι έναν πατέρα πολιτικό εξόριστο, που όταν επέστρεψε στιγματισμένος δεν έβρισκε δουλειά κι έτσι κατέφυγε στο μεθύσι και τη βιαιοπραγία. Κάποια στιγμή η απόφαση πάρθηκε: η 8χρονη Μαργαρίτα θα πάει να δουλέψει σ’ έναν Εβραίο βιομήχανο της Θεσσαλονίκης ως υπηρέτρια. Τι σχέση έχει λοιπόν η αθώα, φτωχή Μαργαρίτα του 1932 με την πάμπλουτη Μάργκαρετ Πάουελ του 1952; Τι μεσολάβησε; Πώς ανελίχθηκε κοινωνικά; Τι θυσίες έκανε και τι τίμημα πλήρωσε; Ποιος τη βοήθησε, ποιος τη στήριξε, ποιος τη μίσησε;

Το μυθιστόρημα είναι αληθινό, μεστό, ρομαντικό, με σκληρές αλήθειες γύρω από την κοινωνική και οικογενειακή ζωή της γυναίκας στην επαρχία τα χρόνια πριν τον πόλεμο όμως και μετά, με αφορμή τις αλλαγές στη ζωή της πρωταγωνίστριας, καταγράφονται περιπτώσεις εκμετάλλευσης και συναισθηματικής μοναξιάς που έβριθαν σε μια κοινωνία που επούλωνε τις πληγές της, έθετε νέους όρους επιβίωσης μα πάνω απ’ όλα εξακολουθούσε να ενισχύει τη θέση του άντρα. Κατά τη διάρκεια της πλοκής του μυθιστορήματος εναλλάσσονται ποικίλα συναισθήματα και πληθώρα στιγμιότυπων, που δεν αφήνουν ασυγκίνητο τον αναγνώστη: από τη χαρά περνάμε στη λύπη, από την απαξίωση στην καταξίωση, από τον έρωτα στον αποχωρισμό, από την αγωνία στην ανακούφιση. Κι όλα αυτά με μια πένα στιβαρή που δοκιμάζεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό από το προηγούμενο βιβλίο, την «Ηλέκτρα». Άλλωστε η ίδια η συγγραφέας μας προετοιμάζει από τον πρόλογο: «Αυτήν τη φορά θα σας ταξιδέψω σε ήπιους τόνους»!

Η κυρία Δαμιανού-Παπαδοπούλου αγαπά, προβάλλει και ασχολείται με τις γυναίκες στα μυθιστορήματά της: από τις τραγικές ηρωίδες του «Αργού χορού» στις κακοποιημένες του «Αν ήξερα αλλιώς να σ’ αγαπώ» κι από τις βιασμένες και πληγωμένες της «Ηλέκτρας» στις ερωτευμένες του «Λάθους». Είναι όμως τέτοια η περίπτωση της Μαργαρίτας ή Μάργκαρετ, με τόσα σκαλοπάτια ανόδου και καθόδου, με μια βεντάλια αισθημάτων, που η συγγραφέας αγωνίζεται να τονίσει την αξία της γυναίκας στο πλαίσιο μιας οικογένειας ειδικότερα και μιας κοινωνίας γενικότερα. Κάθε ήττα της κεντρικής ηρωίδας είναι και μια κραυγή απόγνωσης μα και προειδοποίησης για τις συνέπειες της συμπεριφοράς των άλλων απέναντι σ’ ένα πλάσμα κυνηγημένο από κτίσεως κόσμου ενώ ταυτόχρονα κάθε νίκη, κάθε εξέλιξη είναι και μια ανάσα ανακούφισης, μια επιβράβευση.

Στο «Ασυγχώρητο λάθος» για άλλη μια φορά η συγγραφέας ασχολείται με τον χορό και την κακοποίηση, με τον πρώτο να έχει μεγαλύτερο βάρος στην εξέλιξη της υπόθεσης και τη δεύτερη να είναι το εφιαλτικό εφαλτήριο για μια νέα, ακόμη δυσκολότερη ζωή (η Μαργαρίτα αποστέλλεται σα δέμα να δουλέψει κι εκείνη το δέχεται, μεταξύ άλλων για να γλυτώσει τις σκηνές κακοποίησης της μητέρας της).  Ρωτάει το έντρομο κοριτσάκι όταν την πετάνε με τη βία από τις σχολικές ποδιές σε αυτές της κουζίνας: «-Θα είναι καλοί; -Μη ρωτάς, θα έχεις να τρως» (σελ. 27). Ένα αθώο, αγνό κορίτσι, δουλεύει σαν το σκυλί χωρίς ελπίδα, αντίκρισμα, προσωπικές χαρές και απολαύσεις, ώσπου στα δώδεκά της, άμαθη από ζωή και στερημένη από αγάπη, ψάχνοντας ένα υποκατάστατο πατρικής στοργής, πέφτει στην παγίδα που της στήνει το αφεντικό της και υποκύπτει στις ορέξεις του. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν μένει έγκυος και, μέσα από μια συγκλονιστική σειρά διενέξεων, ο Σάλεμ και η γυναίκα του υιοθετούν το βρέφος αλλά πετάνε στον δρόμο τη Μαργαρίτα.

Έτσι ξεκινάει η ιστορία μιας γυναίκας που κατάφερε να ανελιχθεί κοινωνικά, να διατηρήσει την ηθική της ακεραιότητα, να περάσει κυριολεκτικά διά πυρός και σιδήρου, να σφίξει τα δόντια, να ζήσει δύσκολες κι ευχάριστες στιγμές, να γνωρίσει ανθρώπους-κλειδιά που εμπιστεύτηκε, αγάπησε, ερωτεύτηκε και αποχωρίστηκε. Στο πλάι της, πάντα η κυρία Δαμιανού-Παπαδοπούλου, η συγγραφέας, να αδειάζει τον σάκο με τα κοσμητικά επίθετα και τα καλολογικά στοιχεία για να φτιάξει αξιομνημόνευτες σκηνές ή να τον κλείνει απότομα στια κρίσιμα σημεία του μυθιστορήματος. Η Μαργαρίτα είναι μια ηρωίδα καθημερινή, ανθρώπινη, αληθινή, που εξελίσσεται από σελίδα σε σελίδα, χωρίς παρατραβηγμένες αλλαγές ή αψυχολόγητες αντιδράσεις. Η ιστορία της έχει ακριβώς ό,τι χρειάζεται μια αναγνώστρια που αγαπάει τις ερωτικές ιστορίες και θέλει να καταφύγει στον ρομαντισμό για να ξεφύγει από τη ρουτίνα της αλλά ταυτόχρονα έχει και λογοτεχνικές απαιτήσεις! Δεν έχουμε επομένως ένα ελαφρύ ρομάντσο με τις αναμενόμενες δόσεις πάθους, ειδυλλίου και έρωτα αλλά ένα στιβαρό λογοτεχνικό κείμενο που πλάθει ζωντανούς χαρακτήρες μέσα από γεγονότα που θα μπορούσαν να συμβούν και στην πραγματική ζωή.

Προσέξτε πόσο αδειάζει από αγάπη προς την οικογένειά της η Μαργαρίτα όσο περνάει ο καιρός και το κάθε της βήμα τη φέρνει σε άλλο επίπεδο ζωής. Δε μεγαλοπιάνεται, προς Θεού, δεν ξεχνά όμως τον τρόπο που της φέρθηκαν οι άνθρωποι που την έφεραν στο φως, με τον αδερφό της να εισπράττει τους μισθούς από το αφεντικό, χωρίς να ρωτήσει ποτέ για κείνη και την αδερφή της μονάχα μια φορά να έρθει να κοιτάξει κλεφτά από τη γωνία μες στο σπίτι. Όταν η Μάργκαρετ πλέον αποφασίζει να επιστρέψει στον τόπο όπου γεννήθηκε, η σκηνή είναι συγκλονιστική, τόσο άδεια και ταυτόχρονα τόσο γεμάτη από συναίσθημα! Από την άλλη, ο αναγνώστης εύκολα αφήνεται στις εξελίξεις και τη ροή των γεγονότων, παρακολουθώντας μια γυναίκα που φοβάται να αγαπήσει, να εμπιστευτεί, να κερδίσει κάποιον, δημιουργώντας έτσι έναν γυάλινο τοίχο, πάνω στον οποίο όσοι αρνούνται ή βαριούνται ή δε θέλουν να τη γνωρίσουν καλύτερα, πετάνε κάθε λογής κοσμητικά επίθετα. Ραγίζει αυτός ο τοίχος αλλά δε σπάει, γιατί την κατάλληλη στιγμή εμφανίζονται οι σωστοί μάστορες, άντρες-εραστές και γυναίκες-φίλες, που θα κρατήσουν τη Μαργαρίτα από το χέρι. Έτσι πλάθονται οι αληθινοί χαρακτήρες!

Όπως έγραψα και πιο πριν, η ηρωίδα δεν είναι μόνη της σε αυτό το δύσκολο ταξίδι επιβίωσης, δεν ερωτεύεται ούτε εξαπατάται χωρίς να έχει έναν άνθρωπο να στραφεί, μιας και κατά καιρούς δημιουργεί ισχυρές φιλίες, οι οποίες σταδιακά εξασθενούν, χάνονται, αποπροσανατολίζονται, παρασύρονται από το μαγκανοπήγαδο του χρόνου. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του κλαμπ στο οποίο ζήτησε δουλειά, ο Λουί, είναι μια τραγική φιγούρα του μυθιστορήματος. Με ένα ιδιόμορφο ανατομικό πρόβλημα, που του στοίχισε ατέλειωτες ώρες εκφοβισμού και ντροπής στα παιδικά του χρόνια και τελικά απηνή διωγμό από το πατρικό του σπίτι, κατέφυγε, μετά από χιλιάδες δυσκολίες, στο κλαμπ όπου ήρθε τυχαία και η Μαργαρίτα. Ιδιαίτερη προσωπικότητα, αγάπησε από την αρχή την απροστάτευτη κοπέλα και τη φρόντισε και τη βοήθησε όσο και όπως μπορούσε. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η Σταυρούλα, η υπηρέτρια του διπλανού από τον Εβραίο έμπορο σπιτιού, που περνάγανε μαζί τις Κυριακές του ρεπό τους και η ζωή τις έδεσε με γόρδιο δεσμό από την αρχή ως το τέλος της ιστορίας! Στηρίζουν η μία την άλλη, σχολιάζουν τα γεγονότα, αλληλοϋποστηρίζονται όπως και όσο ξέρουν και μπορούν, δεν αφήνουν την απόσταση να τις αποξενώσει ώσπου η Σταυρούλα γνωρίζει έναν εστιάτορα και τα πάντα αλλάζουν. Ενδιαφέρουσα τέλος είναι η ιδέα να υπάρχει παράλληλη αφήγηση της ζωής της Κατρίν, της κόρης που αναγκάστηκε η ηρωίδα να αφήσει στα χέρια του Εβραίου εμπόρου. Υπάρχουν σημαντικές κοινωνικές αλλαγές στην καθημερινότητά της, τις οποίες παρακολουθούμε ταυτόχρονα με της μητέρας της. Φυσικά το βάρος των εξελίξεων σηκώνουν οι εφηβικές της ανησυχίες και φιλοδοξίες, καθώς και η κρίσιμη στιγμή της μεγάλης αποκάλυψης. Μαζί αυτές οι δύο παράλληλες ιστορίες τερματίζουν ταυτόχρονα σ’ ένα λυτρωτικό, συναρπαστικό φινάλε.

Κλείνοντας, θα αναφέρω πως στα θετικά του μυθιστορήματος προσμετράται επίσης το γεγονός πως δεν έχουμε εκτενή ιστορικά γεγονότα που ίσως καθυστερούσαν τις εξελίξεις παρά μόνο τη διαβίωση της ηρωίδας μέσα από αυτά, π. χ. όταν φτάνει στη Θεσσαλονίκη για να δουλέψει γίνεται μάρτυρας ενός γερού καβγά ντόπιων με πρόσφυγες που δεν τους θέλουν στον τόπο τους ή στην Κατοχή, που έχει γίνει γνωστή χορεύτρια, αναγκάζεται να συνάψει σχέσεις με Γερμανό αξιωματικό ώστε να πληροφορεί την Εθνική Αντίσταση. Κατά τα άλλα, τις συναρπαστικές εκπλήξεις που έχει η ζωή της Μαργαρίτας τις ζούμε στις παρυφές των χρονικών περιόδων.

Στο νέο μυθιστόρημα της κυρίας Δαμιανού-Παπαδοπούλου έχουμε μια γυναίκα που μεγαλώνει, ωριμάζει, μεταμορφώνεται και γνωρίζει κάποιους ανθρώπους που θα τη βοηθήσουν να προχωρήσει παραπέρα. Ο έρωτας την ατσαλώνει, η κοροϊδία και η εξαπάτηση την πεισμώνουν. Η τύχη είναι με το μέρος της, όμως ο χαρακτήρας της παραμένει ταπεινός και προσγειωμένος. «Ασυγχώρητο λάθος» λοιπόν να μην επενδύσει στην αγάπη και τη φιλία, κι αυτό το διαπιστώνει ο αναγνώστης όλο και περισσότερο όσο προχωράει βαθύτερα στην πλοκή. Η συγγραφέας όμως αποφεύγει τις κακοτοπιές των κλισέ και τον αχρείαστο μελοδραματισμό κι έτσι καταφέρνει να δώσει τον ρεαλισμό και ταυτόχρονα τη συγκίνηση και το σασπένς που απαιτείται για ένα μεστό, στρωτό μυθιστόρημα που με συγκίνησε και με ταξίδεψε.

Πάνος Τουρλής