Το αγόρι στο θεωρείο

της Αγγελικής Δαρλάση

Ο Δρόσος και η Αρετή είναι δύο προσφυγόπουλα που καταφέρνουν να ξεφύγουν από την κόλαση της Σμύρνης του 1922 και να φτάσουν στην  Αθήνα, παρέα με μια γνωστή τους γυναίκα, την κυρία Δόμνα. Εγκαθίστανται στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών και αγωνίζονται να στεριώσουν. Πόσο εύκολο θα είναι για δυο μικρά παιδιά να επιβιώσουν σε μια Αθήνα που δε θέλει τους πρόσφυγες; Θα καταφέρουν να βρουν τους γονείς τους; Θα βοηθήσει η παρουσία της Δόμνας τα τρεμάμενα βηματάκια τους στη νέα ζωή; Πώς μπορεί να επηρεάσει ένα κείμενο κλασικής λογοτεχνίας, όπως η «Τρικυμία» του Σαίξπηρ, την καθημερινότητα των προσφύγων που ζουν στα διπλανά θεωρεία αλλά και στην πλατεία;

Η κυρία Αγγελική Δαρλάση έγραψε ένα συγκινητικό και τρυφερό μυθιστόρημα για εφήβους αλλά και μεγαλύτερους αναγνώστες γεμάτο πρωτότυπα συγγραφικά ευρήματα και ρεαλιστικές εικόνες. Προς τιμήν της, δεν έχουμε άλλη μια εξιστόρηση οικογενειακών συμφορών στη Σμύρνη (τουλάχιστον όχι στο πρώτο κεφάλαιο), αντίθετα η ιστορία ξεκινάει με το δυσβάσταχτο βάρος αυτής της συμφοράς στις πλάτες και στα κεφάλια των προσφύγων που συρρέουν στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών για να βρουν στέγη. Ναι, καταλαβαίνεις από την αρχή περί τίνος πρόκειται και τα παιδιά έχουν κάπου κάπου αναμνήσεις από την παλαιότερη ζωή τους όμως η αφήγηση επικεντρώνεται ξεκάθαρα στην καθημερινότητα των ανθρώπων που ζουν στο θέατρο: πού μένουν, σε τι συνθήκες, πώς νιώθουν, αν υπάρχει κάποιο συνδετικό στοιχείο σε αυτήν τη μικρή κοινότητα ή αν ο καθένας κοιτάει τα δικά του βάσανα, πώς βιοπορίζονται, πώς σιτίζονται κλπ. Άνθρωποι με αστείρευτα ποτάμια δακρύων, κατήφεια και βαρυγκώμια: «…τον κοίταξε με μάτια που κάποτε ήταν σίγουρα γαλάζια αλλά πλέον ήταν τόσο ξεφτισμένο το χρώμα τους, που έμοιαζαν σαν δυο γυάλινα ποτήρια με νερό, σχεδόν δεν είχαν χρώμα» (σελ. 138).

Όλες αυτές οι περιπέτειες δίνονται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μέσα από τα μάτια του Δρόσου, που γίνεται ένας πολύ καλός παρατηρητής των πάντων. Προσέχει τις λεπτομέρειες του κτηρίου, τον τρόπο με τον οποίο συμβιώνουν και συγκατοικούν οι άνθρωποι γύρω του, περιγράφει ενδελεχώς ποιους ανθρώπους συναντά, και κυρίως τον Σάββα, έναν καινούργιο φίλο, επηρεάζεται από το κανονάκι που κατάφερε να σώσει ένας γείτονάς του και πολλά άλλα. Μέσα από τη διήγηση αυτή καταγράφονται παραστατικά και άκρως ρεαλιστικά οι συνθήκες υποδοχής και διαβίωσης των Ελλήνων προσφύγων στην Αθήνα και ειδικά σε μια περιοχή κοντά στη Βαρβάκειο, ένα μέρος γεμάτο ευκαιρίες για τους μικροθελητάδες. Ο Δρόσος δεν παύει να είναι περήφανος και σίγουρος για τον εαυτό του, πολλές φορές όμως τον κυριεύει η θλίψη και η απελπισία για το σημείο στο οποίο τον έφεραν οι συνθήκες και τα γεγονότα. Δεν μπορεί να παίξει ανέμελα, παρ’ όλο που είναι μικρό παιδί, «επειδή εγώ δε θα κατάφερνα όπως εσύ να μεταμφιέσω τη θλίψη και την ντροπή μου…» (σελ. 61). Ακόμη κι ο Σάββας, που έχει χάσει τον πατέρα του, έχει ωριμάσει άθελά του: «Αν δε μιλάω γι’ αυτόν, είναι σαν να παραδέχομαι πως δε θα τον ξαναδούμε ποτέ» (σελ. 73).

Κωμικοτραγικά περιστατικά ξεδιπλώνονται στις σελίδες, γεμάτα ελπίδα, προσδοκίες, βάσανα, φτώχεια, στερήσεις κι ο Δρόσος μέσα σε όλα αυτά ξεκινάει να αμφισβητεί τις προθέσεις της κυρίας Δόμνας που δεν έχει βρει ακόμη τους γονείς τους ενώ κάνει τα πάντα για να συντηρήσει την αδελφή του. Ένας κόμπος μου στάθηκε στον λαιμό όταν η μικρή Αρετή μπήκε στο θέατρο και με τα παιδικά της μάτια το χαρακτήρισε κουκλόσπιτο, μιας και τα θεωρεία αυτό της θύμισαν: δωμάτια παιδικού παιχνιδιού, από τα οποία λείπει ο ένας τοίχος κι έτσι μπορείς να δεις τι κάνουν οι διπλανοί και οι απέναντί σου. Παιδικό βλέμμα σε παιχνίδια ενηλίκων…

Στο δεύτερο μέρος η κυρία Δαρλάση αρχίζει να φέρνει τα τραγικά γεγονότα της Σμύρνης στο προσκήνιο μέσα από λίγα και συγκεκριμένα άτομα που γνώρισε και εξοικειώθηκε μαζί τους ο μικρός πρωταγωνιστής και ταυτόχρονα, με την εξαφάνιση της Αρετής, δίνει μια απροσδόκητη κορύφωση στο μυθιστόρημα. Αυτό είναι και το καλύτερο σημείο του βιβλίου, γιατί με αφορμή αυτό το γεγονός άρχισαν οι πρόσφυγες να ενώνονται έστω και σε μικρές ομάδες, να αφήνουν πίσω τα δικά τους προβλήματα και να ενώνουν τις δυνάμεις τους για να βρεθεί το μικρό παιδί. Η λύση του δράματος έρχεται μέσα από ένα εκπληκτικό εύρημα: να παίξουν οι πρόσφυγες το θεατρικό έργο «Τρικυμία» που είχε βρει ο Δρόσος! Τι πραγματικά συνέβη στο παιδί και πώς βοήθησε το ανέβασμα της παράστασης στο να ολοκληρωθεί η ιστορία της Αρετής ήταν γεγονότα που μόνο μια πραγματικά καλή συγγραφέας μπορούσε να σκεφτεί. Επιπλέον, με τον τρόπο που καταγράφηκαν και ζωντάνεψαν μπροστά μου με άφησαν άφωνο, να κλαίω σιωπηλά, ξαναφέρνοντας στο μυαλό μου όσα έζησαν ο Δρόσος και η Αρετή, χωρίς να μπορώ να πιστέψω πως ζούσα μια τόσο συναρπαστική ιστορία!

Η κυρία Δαρλάση, εμπνευσμένη από μια αυθεντική φωτογραφία ενός παιδιού σε θεωρείο του Δημοτικού Θεάτρου, έγραψε ένα υπέροχο, τρυφερό μυθιστόρημα για την εγκατάσταση των προσφύγων και ταυτόχρονα ένα αποχαιρετιστήριο κείμενο για το σχεδόν καταραμένο Δημοτικό Θέατρο, περιγράφοντας εναργέστατα το κτήριο, την περιοχή γύρω του, τα αίτια και τις συνθήκες κατεδάφισής του κ. ά. Εκτός αυτού όμως, μέσα από τις μαρτυρίες των γειτόνων του Δρόσου και την ποικιλία των συναισθημάτων που ξεχειλίζουν από κάθε κυριολεκτικά σελίδα, ένα είναι το μεγάλο, βασικό μήνυμα που κατάφερε να περάσει πειστικά και εύληπτα η συγγραφέας: η αγάπη στη ζωή και η πίστη στην ελπίδα! «…όλων μας οι ζωές είναι αληθινές. Ακόμα κι οι πιο δύσκολες κι οι πιο περίεργες κι οι πιο μαγικές κι οι πιο εφιαλτικές. Κι εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο παρά να τις ζεις. Ν’ αναπνέεις και να κρατιέσαι με νύχια και με δόντια από τη ζωή. Να ζεις» (σελ. 157). Είναι ένα συγκλονιστικό και ανατρεπτικό μυθιστόρημα που θα το θυμάμαι για καιρό!

Πάνος Τουρλής