Ντουλμπέρα

της Χριστίνας Ρούσσου

«Της είχε εξηγήσει πως όταν ήθελαν να χαρακτηρίσουν μια γυναίκα έξυπνη, μορφωμένη, δυναμική, αρχοντική την έλεγαν ντουλμπέρα στα βλάχικα» (σελ. 20). Κι όπως γράφει στο ημερολόγιό της η ντουλμπέρα Αορίκα: «Εμάς στην οικογένεια [η ζωή] έδωσε περισσότερα από πολλά σε υλικά αγαθά, μας πήρε περισσότερα από πολλά σε ψυχές, μας κέρασε περισσότερα από πολλά σε φαρμάκια» (σελ. 457). Αυτή είναι η ζωή της Βλάχας πάμπλουτης Αορίκας, μιας γυναίκας που μεγάλωσε στα πλούτη αλλά δεν έπαψε να είναι άνθρωπος, να σέβεται, να εκτιμά, να αναγνωρίζει και να κρύβεται από τον Θεό για να μην τη βρουν άλλα δεινά. Η καταγωγή της είναι από την οικογένεια Ζιώππα στη Νέβεσκα (σημερινό Νυμφαίο Φλώρινας) και με αφορμή την ιστορία της οικογένειάς της η συγγραφέας ταξιδεύει τον αναγνώστη από την Αλεξάνδρεια στη Βιέννη κι από τη Θεσσαλονίκη στην Οδησσό των μέσων του 19ου αιώνα, όπου ανέπνεε δηλαδή, ζούσε και άκμαζε ελληνικό στοιχείο, χωρίς να παραλείπει και το βλάχικο παρελθόν.

Το μυθιστόρημα στην αρχή με συνεπήρε. Η ατμόσφαιρα της ευμάρειας, της ακμής του εμπορίου και της άνθισης των τραπεζικών συναλλαγών, οι τρόποι επιβίωσης μετά από οικονομικές πτωχεύσεις, τα διαφορετικά πεδία στα οποία διαπρέπουν τα μέλη της οικογένειας Ζιώππα, τα ελάχιστα και σωστά τοποθετημένα εγκυκλοπαιδικά στοιχεία για την πορεία του ελληνισμού στις μεγάλες πόλεις της Μεσογείου, τα λαογραφικά στοιχεία της ζωής των Βλάχων,  είναι χαρακτηριστικά του κειμένου που με ταξίδεψαν, με σεργιάνισαν, με μέθυσαν, με παρέσυραν. Επίσης υπάρχουν τουλάχιστον δύο κεντρικά γεγονότα που συνδέονται άρρηκτα με το μέλλον αυτής της οικογένειας, οπότε υπάρχουν άφθονα πισωγυρίσματα στο παρελθόν για να δούμε τι συνέβη πριν και γιατί φτάσαμε εδώ. Οι πρόγονοι και οι απόγονοι της Αορίκας γνωρίζουν τα ταίρια τους, παντρεύονται, κάνουν τέκνα, διαπρέπουν ή αποτυγχάνουν στις τράπεζες, στη ναυτιλία, στην κοσμηματοποιία.

Η Αορίκα ήταν μια γυναίκα που ξεχώρισε γιατί μορφώθηκε και είχε στα χέρια της τις τύχες για την ευμάρεια της οικογένειάς της. Ανακατευόταν σε όλα με την καλή έννοια, έκανε ό,τι μπορούσε για να διατηρηθεί ο υλικός αλλά και ψυχικός πλούτος της οικογένειάς της, ήταν σκληρή και αδέκαστη αλλά ταυτόχρονα διορατική και λογική. Η ιστορία της οικογένειάς της δείχνει αναμεμιγμένη στις πολιτικές εξελίξεις της Αιγύπτου, στην ανάπτυξη της παροικίας της Βιέννης, στον Μακεδονικό Αγώνα κλπ.

Δυστυχώς όμως αυτό το συναρπαστικό ταξίδι τελειώνει και ολοκληρώνεται περίπου στη μέση του βιβλίου, οπότε σχεδόν με το ζόρι συνεχίζεται η ιστορία της τρίτης γενιάς, χωρίς συναρπαστικά γεγονότα ή την οξυδέρκεια του άτυπου πρώτου μέρους. Εκεί δηλαδή που αναβίωσε μπροστά μου όλος ο ελληνικός 19ος αιώνας στις παροικίες του εξωτερικού και σε σημαντικά λιμάνια και πόλεις της Μεσογείου χωρίς να κουραστώ στιγμή, η ιστορία μόλις ολοκληρώθηκε ένιωσα να συνεχίζει σχεδόν υποχρεωτικά για να φτάσουμε στην πέμπτη παρακαλώ γενιά, στο σήμερα, όπου η τελευταία εκπρόσωπος της οικογένειας, η Χρυσή, στο 2000, ανακαλύπτει τα τετράδια της Αορίκας. Ναι, η αφήγηση παραμένει στακάτη και γρήγορη, αλλά γεμίζει από τόσα πρόσωπα και ελάχιστα σε ένταση γεγονότα που από ένα σημείο και μετά αποστασιοποιήθηκα αρκετά και περίμενα να ολοκληρωθεί το χρονικό μόνο και μόνο για ανατρέξω ξανά με λαχτάρα στα πρώτα χρόνια της αφήγησης, να βυθιστώ στην αρμύρα των εμπορικών πλοίων, στο θάμπος των διαμαντιών, στην αγωνία της επιβίωσης και της επικράτησης, να τρυπώσω κι εγώ στα κουρσάρικα καράβια, να ξαναζήσω τους απαγορευμένους έρωτες που ανέτρεψαν τα πάντα στην αρχή της οικογένειας Ζιώππα.

Η «Ντουλμπέρα» είναι ένα συναρπαστικό χρονικό μιας οικογένειας που κατάφερε να αφήσει το στίγμα της όπου άκμαζε ο παροικιακός ελληνισμός, γεμάτο ιστορικά στοιχεία, ανατρεπτικές εξελίξεις και δυστυχώς μια άτονη συνέχεια μόλις περάσαμε στις επόμενες γενιές. Η γραφή της κυρίας Ρούσσου είναι καλή, οι διάλογοι αληθοφανέστατοι και χωρίς περιττολογίες, η περιγραφή των περιστατικών σχεδόν κινηματογραφική και κρατούσε τα απαραίτητα για την αφήγηση, χωρίς φλυαρίες. Είμαι σίγουρος πως το επόμενο κείμενό της θα είναι ακόμη καλύτερο.

ΥΓ. Στο γενεαλογικό δέντρο στην αρχή του κειμένου υπάρχει ένα τυπογραφικό λάθος. Ο Πέτρος Κωνσταντίνου έκανε τον 1ο του γάμο με την Ευγενία, όχι την Αμαλία. Το αναφέρω γιατί με αυτήν την ιστορία ξεκινάει το βιβλίο και δυσκολεύτηκα πολύ να την παρακολουθήσω με το λάθος όνομα.

Πάνος Τουρλής