Τότε που τραγουδούσαν οι θεοί

της Άννας Γαλανού

Ένα πολυεπίπεδο ερωτικό μυθιστόρημα, με μια ωραία ιστορία αγάπης που εκτυλίσσεται στο παρελθόν και στο σήμερα. Η Λένια είναι γιατρός και βοηθός γνωστού και πολυάσχολου καθηγητή, τον οποίο ακολουθεί σε συνέδρια και άλλα επαγγελματικά ταξίδια. Όταν ερωτεύεται τον Φίλίππο, τον νεαρό του κυλικείου του νοσοκομείου όπου εργάζεται, έρχεται αντιμέτωπη με τον κοινωνικό της περίγυρο και τελικά χωρίζει, χωρίς να μπορεί κι η ίδια να καταλάβει γιατί το κάνει: τον θεωρεί κατώτερό της; Δεν μπορεί να αντέξει το βάρος των κουτσομπολιών; Ενέδωσε στις αφόρητες πιέσεις του καθηγητή; Φορτωμένη με όλες αυτές τις σκέψεις επιστρέφει στο πατρικό της νησί, τη Λέρο, όπου οι γονείς της, Πέρσαλφ και Άννα, συνεχίζουν να ζουν τον έρωτά τους με την ίδια αμείωτη ένταση αρκετά χρόνια μετά τη γνωριμία τους. Το ημερολόγιο του Πέρσαλφ είναι η καλύτερη λύση στο ψυχολογικό αδιέξοδο της Λένας και μια απάντηση στα ερωτήματα που τη βασανίζουν.

Ομολογώ ότι διαβάζοντας αυτό το μυθιστόρημα είχα πολλές διακυμάνσεις: από τη βαρεμάρα και το ξεφύλλισμα των πρώτων σελίδων ως την ένταση και τα πλούσια συναισθήματα και εικόνες που μου χάρισε το ημερολόγιο του Πέρσαλφ και ως την αγωνία για το αν θα καταφέρουν τελικά η Λένα και ο Φίλιππος να ξανασμίξουν και να ζήσουν τον έρωτά τους. Όποτε περιγράφει η συγγραφέας τα ερωτικά σμιξίματα των δύο νέων, έχουμε πολλές περιττές σκέψεις και εσωτερικές αναζητήσεις, ερωτικές περιγραφές που εμένα δε με κράτησαν και κάποιες παρατραβηγμένες συμπτώσεις. Το ημερολόγιο όμως του Πέρσαλφ ανατρέπει ευχάριστα αυτό το σκηνικό, γιατί περιγράφει με αμεσότητα και παρατηρητικό βλέμμα την καθημερινή ζωή των τσιγγάνων, τις περιπλανήσεις τους, τη φτώχεια, τις κλεψιές, την αποπομπή τους από τον πολιτισμό και τα χωριά, τις αναποδιές τους, τις δύσκολες καιρικές συνθήκες που έχουν να αντιμετωπίσουν τον χειμώνα, τις γιορτές και τα πανηγύρια που στήνονται με την ελάχιστη αφορμή και πολλά άλλα. Και η ιστορία είναι δυνατή: ο Πέρσαλφ ερωτεύεται μια μπαλαμή σε ένα από τα χωριά που κατασκηνώνουν, κόρη ενός πλούσιου αργυροχόου, κι ο έρωτάς τους συναντάει πάρα πολλά εμπόδια και απρόσμενες ανατροπές που κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο.

Η συγγγραφέας δεν ακολουθεί μονοδιάστατη, επίπεδη αφήγηση, αλλά διαλέγει με προσοχή το πώς θα ξετυλίξει κάθε μέρος της ιστορίας της. Στην αρχή έχουμε τη γνωριμία των πρωταγωνιστών, μετά το ημερολόγιο, που σταματά σε καίριο σημείο, οπότε την αφήγηση τη συνεχίζουν οι ίδιοι οι γονείς της Λένας και στη συνέχεια ψάχνουμε να βρούμε τα ίχνη του Φίλιππου, που έχει παραιτηθεί από το νοσοκομείο. Αυτό το μέρος της πλοκής εκτυλίσσεται με πολύ πυκνογραμμένο τρόπο και εξαπλώνεται σε αρκετές σελίδες, κάτι που δείχνει την επαρκή εξισορρόπηση των επιμέρους κομματιών της ιστορίας (εδώ είναι η πιο παρατραβηγμένη σύμπτωση κατ' εμέ: ο άνεργος, πεινασμένος Φίλιππος άγεται και φέρεται στην αφιλόξενη Αθήνα και λιποθυμά από την εξάντληση μπροστά σε γκαλερί έργων τέχνης, της οποίας οι ιδιοκτήτες ανακαλύπτουν το κρυφό του ταλέντο, του ζωγράφου, και τον κάνουν όνομα στον χώρο της τέχνης).

Σε γενικές γραμμές ένα κατά τόπους καλογραμμένο κείμενο, ένας έρωτας δοσμένος με πρωτότυπο τρόπο κι ένα καλογραμμένο κείμενο που θα κρατήσει συντροφιά με τον πλούτο του λεξιλογίου και τον επιδέξιο χειρισμό της πλοκής. Πολύ όμορφα τα λουλούδια που στολίζουν την αρχή κάθε κεφαλαίου. Μου έδειξαν μια πολύ φροντισμένη επιμέλεια, κάτι που χαρακτηρίζει κάθε μυθιστόρημα των εκδόσεων Διόπτρα.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Ο τσιγγάνος δεν λογαριάζει τα λεφτά, κι αν τα 'χει, δεν τα κρατάει για πολύ. Ξέρει καλά πως είναι άχρηστα και περιττά. Ο τσιγγάνος νοιάζεται μόνο για το σήμερα. Το αύριο δεν το ξέρει, περιμένει να ξημερώσει για να το παλέψει, κάθε φορά κι ένας καινούργιος αγώνας. Αν βγει χαμένος ή κερδισμένος, δεν τον νοιάζει, αρκεί να προλάβει τη νύχτα... Η ελπιδα κάθε μέρας είναι μία ακόμα νύχτα, τότε ακουμπά την καρδιά του και νιώθει πως η ζωή είναι εκεί και τον περιμένει. Μόνο αυτό έχει σημασία. Αυτό το ξέρει πολύ καλά» (σελ. 162).

«Οι άλλοι κι εμείς... Αυτή ήταν πάντα η ζωή μας κι έπρεπε να το δεχτούμε αυτό. Ένα βήμα μπροστά, δέκα πίσω και πάλι μπροστά και πάλι...και πάλι... Ο τσιγγάνος και ο δρόμος, η απόλυτη ευτυχία!» (σελ. 280).

«Αποφάσισε λοιπόν κι έβαλε ελάχιστες σκιές εδώ κι εκεί, χωρίς όμως να δείχνει τη θέση του ήλιου. Μόνο ένας που κοίταζε προσεκτικά τον πίνακα θα μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν μεσημέρι. Μια ώρα που αφήνει ελπίδες και προσδοκίες, που αφήνει το περιθώριο να το σκεφτείς και ν' αλλάξεις γνώμη, να τρέξεις και να προλάβεις ή να γυρίσεις την πλάτη και να ξεκινήσεις κάτι καινούριο. Ακριβώς η μέση της μέρας» (σελ. 418).

Πάνος Τουρλής