Ο δρόμος είναι η χαρά

της Λίας Μεγάλου - Σεφεριάδη

Ένα εξαιρετικό κείμενο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, ένας ύμνος στην αισιοδοξία, στη δύναμη του ανθρώπου, στο σθένος, στη θετική ματιά, στην ψυχική ανάκαρα και ταυτόχρονα ένα δριμύ «κατηγορώ» στα κακώς κείμενα της εποχής της ηρωίδας (από το 1922 ως τη Δικτατορία), τα οποία όμως δυστυχώς βρίσκουν εφαρμογή και στη σημερινή κοινωνική, πολιτική και οικονομική κατάσταση της Ελλάδος.

Η αφηγήτρια, η Ελένη, ένας χειμαρρώδης λόγος, ένα ορμητικό ποτάμι που χαϊδεύει κάθε βότσαλο και φύλλο που συναντάει στο διάβα της ως το δέλτα του θανάτου, μας καλωσορίζει στη ζωή της, μας περιγράφει ό,τι έχει περάσει, ό,τι έχει ακούσει, ό,τι έχει ζήσει, ό,τι έχει μάθει, ό,τι έχει σκεφτεί, μας χαρίζει απλόχερα τραταμέντα ζωής, ροσόλι ευτυχίας και γλυκό του καημού. Ένα κείμενο χωρίς αρχή, μέση και τέλος, που το παρακολουθείς όμως χωρίς ανάσα. Ένα κείμενο χωρίς παραγράφους και κεφάλαια, κάτι που ίσως αγχώσει και δυσκολέψει την ανάγνωση, όμως η γραφή είναι τόσο παραστατική, αληθινή, άμεση που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Άλλωστε, όπως και στον προφορικό λόγο, η Ελένη κάνει κάποιες απαραίτητες επαναλήψεις για να σου θυμίσει κάτι που είπε πριν, ώστε να το συμπληρώσει τώρα!

Η Ελένη είναι σα να μιλάει με τη γειτόνισσα την ώρα που απλώνουν τα ασπρόρουχα κι έχει τον νου της και στο φαΐ να μην καεί. Είναι πλέον μια ηλικιωμένη γυναίκα, με παιδιά κι εγγόνια, έχει ζήσει τη ζωή της, τους έρωτές της, την πρόοδο των παιδιών και την ευτυχία της οικογένειας που δημιούργησε. Δε βιάστηκε να φτάσει στο τέλος του ταξιδιού, γιατί «ο δρόμος είναι η χαρά», κατά παράφρασιν του ποιήματος του Καβάφη «Ιθάκες». Η Ελένη σώθηκε από τις φλόγες της Σμύρνης το 1922 από Τηνιακό ναύτη, που την έφερε στο σπίτι του στο νησί και τη μεγάλωσε σα δική του κόρη. Η Ελένη μεγάλωσε στην Τήνο, ένα νησί που δεν εγκατέλειψε ποτέ, όσες φορές κι αν μετακόμισε για να ζήσει αλλού (στην Αίγυπτο στα παιδικά της χρόνια, δίπλα στους νονούς της, και στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη αργότερα, στα αγαπημενα της Γιάλτρα της Εύβοιας για καιρό αργότερα). Έζησε τα ιστορικά γεγονότα της εποχής της από πρώτο χέρι, είναι πολύ οξυδερκής και πανέξυπνη, αν και σταμάτησε στη δευτέρα δημοτικού, μεγάλωσε κι ανέθρεψε τ' αδέρφια της, έζησε πρόσωπα και καταστάσεις ικανά να γεμίσουν τόμους ολόκληρους και τώρα, στη δύση της, όταν το λιμάνι του ταξιδιού της είναι ορατό, μας κρατάει συντροφιά με τα λεγόμενά της.

Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν είκοσι χρόνια και συνεχίζει να επανακυκλοφορεί από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, προσφέρει χαρά, αισιοδοξία, γέλιο, κλάμα, αγωνία, φιλοσοφία, τροφή για σκέψη, είναι έμπλεο εικόνων και εντυπώσεων, αποκλείεται να σας αφήσει αδιάφορους. Και απορώ πώς δεν έχει γίνει ακόμη θεατρικός μονόλογος να σπάσει ταμεία, σαν τη Γυναίκα της Πάτρας!

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Έτσι ξεκρέμαστοι και χαμένοι θα καταντήσουμε σιγά σιγά όλοι, χωρίς μνημεία, χωρίς μνήμη, στις ίδιες πόλεις με το καρμπόν. Πόλεις χωρίς σφραγίδα στο μέτωπο γίνεται ν' αγαπηθούνε; Όχι, πες μου. Ενώ όσο μας αφήνανε μόνους να φτιάχνουμε τη ζωή μας, καθένας στον τόπο του, μ' ό,τι εκεί έβρισκε και του ταίριαζε, όμορφα πράγματα φτιάχναμε, όμορφα σπίτια, όμορφα τραγούδια. Από τότε που μιας πιπιλάνε άλλοι τα μυαλά, ξένοι και μακρινοί της δικιάς μας ψυχής, ολοένα ξεμακραίνουμε. Γινόμαστε κι εμείς το ίδιο ξένοι της ψυχής αυτού του τόπου. Γι' αυτό τα πράγματα που φτιάχνουμε τώρα είναι άσχημα τα πιο πολλά, γιατί δεν είναι στην πραγματικότητα ελληνικά» (σελ. 97-98).

«Η καλοσύνη στα λόγια γεννάει την εμπιστοσύνη, η καλοσύνη στη σκέψη γεννάει την κατανόηση, η καλοσύνη στην πράξη γεννάει την αγάπη» (σελ. 135).

«Και δεν έχει άδικο, διότι έχω δει άντρες που πεταλώνουνε τον ψύλλο, να 'ρχεται μια γυναίκα, ούτε έξυπνη ούτε τίποτα, και να τους κάνει αλωνάκι. Διότι οι άντρες φουσκώνουν σαν τα παγόνια μόλις κάνεις πως τους θαυμάζεις. Το μπράβο και το κανάκεμα της μαμάς τους ποθούνε μια ζωή. Αυτό κι η πιο κουτή γυναίκα το καταλαβαίνει κι αν θέλει, στο τσεπάκι της τους βάζει τους καημένους» (σελ. 152).

«Μυαλά του κουκουρίκου έχει ο κόσμος. Γι' αυτό οι απατεώνες τον δουλεύουνε και καλά του κάνουνε...» (σελ. 191).

«Πρώτα είναι ο άντρας, της είπα, και μετά οι δουλειές. Γιατί τ' αδέρφια φεύγουν, τα παιδιά φεύγουν, όλοι φεύγουν και μόνον ο άντρας στέκεται πλάι σου μέχρι το τέλος του βίου. Κάθε πρωί που ξυπνάς να πλένεις το πρόωσπό σου και να τον φιλάς, να ευχαριστείς το Θεό που θα περάσετε άλλη μια μέρα μαζί, γιατί εμένα μου τον πήρε νιο, και ξέρω τι σου λέω» (σελ. 191).

«Τι θα πει «εύκολος», βρε παιδί μου; Η ευκολία είναι που τα έκανε όλα δύσκολα. Η ευκολία κι η πλεονεξία, όλα δικά μας, όλα για πάρτη μας. Άσε που δεν προφταίνουμε ν' αγοράσουμε κάτι και το πετάμε. Αγοράζουμε και πετάμε, αγοράζουμε και πετάμε, ιδού το αποτέλεσμα: ρημάζονται οι γάμοι, ρημάζεται η φύση, τα πάντα. Πατάς σήμερα ένα κουμπί κι έχεις φως, πατάς ένα κουμπί κι έχεις μουσική, πατάς ένα κουμπί κι έχεις συντροφιά, πατάς ένα κουμπί κι έχεις ζεστασιά, πατάς ένα κουμπί κι έχεις δροσιά. Παλιά θέλανε χρόνο και κόπο όλα αυτά. Να καθαρίσεις τα λαμπογυάλια, ν' αλλάξεις τα φιτίλια, να βάλεις το πετρέλαιο. Να ξεκαπνίζεις κάθε τόσο τα ταβάνια...Γι' αυτό σήμερα, με το πρώτο εμπόδιο, δεν έχουμε υπομονή, τα τινάζουμε όλα στον αέρα. Μεγάλο πρόβλημα τα κουμπιά. Κάνανε εύκολη τη ζωή, δυσκολέψανε όμως τις σχέσεις μας» (σελ. 191-192).

«Όσο θυμάμαι...τη στεναχώρια μου τη μεγάλη που με τραβήξανε απ' το σχολείο, ενώ εγώ λαχταρούσα να μάθω γράμματα. Και τώρα στο πιάτο τούς τα δίνουν όλα και τα κλοτσάνε. Μανία καταστροφής έχει πιάσει τη νεολαία. Τίποτα δεν είναι πια άξιο σεβασμού. Κι εμείς υπήρξαμε παιδιά. Κι εμείς κάναμε τρέλες. Αλλά υπήρχε κι ένα φρένο. Υπήρχε το καλό παράδειγμα. Αυτό ακριβώς που λείπει σήμερα...Εμάς μας διδάσκανε πώς να γίνουμε χρήσιμοι άνθρωποι, για να προσφέρουμε στην πατρίδα, όχι για ν' αρπάξουμε. Τώρα τα παιδιά κοιτάνε γύρω τους και βλέπουν πως όλοι αρπάζουνε. Καίνε λοιπόν τα βιβλία, σπάζουν τις πόρτες, βρωμίζουν τους τοίχους. Πώς είναι δυνατόν να πείσεις το παιδί -κάθε ανώριμο άνθρωπο- να κάνει το σωστό όταν κανένας άλλος δεν το κάνει; Είδες χτες τη Μαντόνα; Αηδία μου ήρθε κι έκλεισα την τηλεόραση...Τελικά, μ' αυτό το κουτί μας πασάρουν το μηδέν, το κάτω απ' το μηδέν. Αδειάζουνε το κεφάλι του κόσμου και το γεμίζουνε Μαντόνες. Μα όχι, πες μου, άδικο έχω; Φωνή δεν έχει, σα μύξα είναι, χυδαία είναι, αντιπαθητική είναι, σιχαμένη είναι, κακόγουστη είναι, σταρ είναι! ... Κοσκωτάδες από δω, Μαντόνες από κει, άντε ν' αναθρέψεις παιδιά! Θα μου πεις, και το καλό παράδειγμα υπάρχει. Υπάρχει, αλλά δε φαίνεται. Οι άλλοι έχουν όλα τα μεγάφωνα. Το λαϊκό οργανοπαίκτη που άνοιξε σχολή και διδάσκει τη δημοτική μας μουσική, τα παραδοσιακά μας όργανα, ποιος τον βλέπει, ποιος τον ακούει, ποιος τον ξέρει; Με το τσουβάλι πετάνε τα λεφτά στους ποδοσφαιριστές, για να πηγαίνουνε τις Κυριακές οι φίλαθλοι, να ρημάζουνε τα γήπεδα. Και ούτε μια επιτυχία. Πάτοι σε όλα» (σελ. 301-302).

«Εμείς οι δυο δεν έχουμε σκοπό να πεθάνουμε. Σαν έρθει ο Χάρος, θα του πούμε να πάει μόνος του στην κρουαζιέρα. Εμείς, θα του πούμε, τα εισιτήριά μας τα 'χουμε ακυρώσει» (σελ. 361).

«Δεν έχεις ιδέα πόσο δυνατοί γίνονται οι ανάξιοι άνθρωποι, όταν ενώσουνε τη ζήλια και το φθόνο τους. Ούτε ο πιο άξιος του κόσμου δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μαζί τους. Κοντύναμε, λοιπόν, πολύ κοντύναμε, τα ιερά μας και τα όσια, την ίδια την ψυχή μας τη βάλαμε στ' αλισβερίσι» (σελ. 370).

«-Κοίταξε, λέει, εμάς τους Γερμανούς, πόσο εντάξει είμαστε στις δουλειές, στις συμφωνίες, κανένας δεν αργεί στα ραντεβού, κι όμως, εμείς γδέρναμε τους ανθρώπους για να κάνουμε αμπαζούρ, εμείς τους καίγαμε, για να τους κάνουμε σαπούνι. Εμείς οι εργατικοί κσι τίμιοι, όχι εσείς οι τεμπέληδες και οι λογάδες. Θέλουν σκοτάδι τα εγκλήματα, κι η Ελλάδα, δόξα τω Θεώ, ήλιο έχει και με το παραπάνω» (σελ. 424-425).

«-Αν θέλεις να ζήσεις καλά, σ' ό,τι κάνεις, να βάζεις αγάπη. Μα ασπρόρουχα ζεματάς, μα νταντέλες πλέκεις, μα τα μωρά κοιμίζεις...Είχε πολύ μεράκι η μητέρα μου. Να μου πεις, όλοι τότε μερακλήδες ήτανε. Τώρα τι κάνουμε. Που απ' όλα έχουμε, κέφι δεν έχουμε. Απ' όλα έχουμε, χαρά δεν έχουμε. Πώς άλλαξε έτσι ο κόσμος, μου λες; Σα να 'πεσε ένας βαρύς μπερντές και σκέπασε ό,τι αγαπούσαμε, ό,τι μας γέμιζε την ψυχή. Γι' αυτό η ψυχή -χωρίς ελπίδα, πίστη και αγάπη- μαραγκιάζει. Το σκέφτομαι, το ξανασκέφτομαι, δεν μπορώ να το ξεκαθαρίσω: πιο πολύ τον ωφελεί ή τον βλάπτει τον άνθρωπο το χρήμα;» (σελ. 432).

Πάνος Τουρλής