Φάλκονερ

του John Cheever

Φάλκονερ, η δαντική κόλαση του 20ού αιώνα. Ένα εκπληκτικό βιβλίο για την ανθρώπινη ψυχολογία και τα όρια στα οποία μπορεί να φτάσει, ένα καλειδοσκόπιο προσωπικοτήτων και συμπεριφορών μέσα στο κέντρο αναμόρφωσης Φάλκονερ. Χωρίς να είναι κουραστικό και φλύαρο και χωρίς να έχουμε έντονη δράση και περιπέτειες, με αφορμή τον εγκλεισμό του οπιομανούς και δολοφόνου Ιεζεκιήλ Φάραγκατ, γνωρίζουμε έναν έναν τους τροφίμους και τον αρχιφύλακα του ιδρύματος, τις συνθήκες διαβίωσης, την καθημερινότητά τους, τον απόηχο από τη ζωή στον έξω κόσμο. Σαν άλλοι ήρωες του Ουγκώ και του Ντίκενς, ο Λαγός, ο Κερατάς, το Βουνό, ο Τσίρος μας καλωσορίζουν στις μίζερες ζωές τους, στο ένοχο παρελθόν και στο ρουτινιασμένο μέλλον τους μέσα σε τέσσερις τοίχους φυλακής. Και ο Τζόντι.....

Ο Φάραγκατ, αν και παντρεμένος και με παιδί, γνωρίζει τον έρωτα στα μάτια του Τζόντι και παρασύρεται σε μια διαφορετική ερωτική περιπέτεια που λήγει εντελώς ξαφνικά. Η νοοτροπία και ο χαρακτήρας του Φάραγκατ αλλάζουν άρδην και ο κεντρικός ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με τον πραγματικό του εαυτό, τον οποίο δεν διστάζει να βγάλει στο φως και να τον κάνει κομμάτια ώστε να ναακαλύψει τη βαθύτερη αλήθεια της πραγματικής του ταυτότητας. Από τις πιο ενδιαφέρουσες ομοφυλοφιλικές σχέσεις που διαβάσει, σε παρασέρνει και σε συγκινεί, χωρίς να καταντά το κείμενο φτηνό ή πορνό. Πολύ καλοδουλεμένη και ευαίσθητη σχέση δύο αντρών που ξέρουν ότι δε θα αλλάξει τίποτα στη ζωή τους μετά τη φυλάκισή τους. Είναι αυτό ακριβώς που λέω: ΠΕΙΣΕ ΜΕ όταν γράφεις κάτι, όσο περίεργο, εξωπραγματικό ή απίθανο να συμβεί είναι.

Πολύ δραματική η σκηνή που ο Ιεζεκιήλ σκότωσε τον αδερφό του και μάλιστα σε σημείο που είπα ότι ο συγγραφέας πάει, ξέχασε γιατί έβαλε μέσα τον ήρωά του. Πραγματικά, σε όλο το βιβλίο ένιωσα ακριβώς αυτό: δεν έχει σημασία γιατί μπήκε μέσα ο πρωταγωνιστής, ο συγγραφέας προτίμησε να μη βαρύνει το κείμενο με ΟΛΟ το παρελθόν του Φάραγκατ, τα αίτια και τα αιτιατά. Αντιθέτως, χάρισε στον αναγνώστη τις σημαντικότερες σκηνές όπου και όταν δει, σαν πασπάλισμα σε ένα ήδη χορταστικό γλυκό.

Σε πολλά σημεία του βιβλίου στάθηκα χωρίς ανάσα ως προς το μέγεθος της μιζέριας και της δυστυχίας των τροφίμων, που καποιοι δεν έχουν κανέναν να τους περιμένει, να τους επισκεφθεί, να ενδιαφερθεί γι? αυτούς. Αντ? αυτού, τρώνε ό,τι χειρότερο μπορεί να φανταστεί κανείς διαιτολογικά, κάπου κάπου τους θυμούνται για ιατρικές εξετάσεις άνθρωποι επίσης τελειωμένοι σαν προσωπικότητες και επαγγελματίες. Και το τέλος με κέντρισε ακόμη περισσότερο. Δεν έχουμε ένα τέλος με την έννοια της ολοκλήρωσης αλλά ένα τέλος με την έννοια της αλλαγής, της ανατροπής, της «ευτυχίας», όπως γράφει και ο συγγραφέας, κλείνοντας το βιβλίο του με αυτήν τη λέξη.

Ένα καταπληκτικό βιβλίο, γραμμένο το 1987 παρακαλώ, μέσα στο οποίο αντικατοπτρίζεται η πραγματική ζωή του συγγραφέα Τζον Τσίβερ (1912-1982), που γεννήθηκε σε άνετη οικονομικά οικογένεια, μετά την πτώχευση του πατέρα του ζει μια επαναστατημένη ζωή με καταχρήσεις, αλκοόλ και κάπνισμα. Αν και παντρεμένος, ο ψυχολόγος τού διαγνώσκει αμφισεξουαλικότητα και η ταραγμένη σχέση του με τη γυναίκα του περνά ακόμη περισσότερες δύσκολες στιγμές. Ένας «επαναστάτης με αιτία» λοιπόν κι ένα βιβλίο που «για πολλές αιτίες» πρέπει να διαβάσετε!

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

[μετά το επισκεπτήριο, ο Φάραγκατ παρακολουθεί τους συγγενείς και τους φίλους από το παράθυρό του να φεύγουν]: «Ήταν ελεύθεροι, ελεύθεροι να τρέξουν, να χοροπηδήσουν, να γ..., να πιουν, να πάνε αρεροπορικώς στο Τόκιο. Ήταν ελεύθεροι, μια αντιμετώπιζαν το πολύτιμό προνόμιό τους τόσοαδιάφορα, σα να το χαράμιζαν. Με τις κινήσεις τους δεν έδειχναν να εκτιμούν την ελευθερία τους» (σελ. 35).

«Οι Φάραγκατ ήταν το είδος των ανθρώπων που έζησαν σε ένα βικτοριανό μέγαρο και όταν πια το έχασαν επέστρεψαν στην οικογενειακή αγροικία. Και αυτή περιελάμβανε ένα παρατημένο αλλά μεγαλόπρεο σπίτι του του 18ου αιώνα και την εκμετάλλευση δύο αντλιών βενζίνης....-Δεν γίνεται εσύ να βάζεις βενζίνη! -Γιατί; -Επειδή... θα χάσεις όλες σου τις φίλες!. ?Αντιθέτως...Θα μάθω ποιες είναι οι πραγματικές μου φίλες!», (σελ. 60).

«Ξόδεψε μάλλον υπερβολικά μεγάλο μέρος της ζωής και της ενέργειάς του περιμένοντας, μα ακόμα κι όταν δεν ερχόταν κανείς, εκείνος δεν ένιωθε πως περιμένοντας βίωνε μια απόλυτη ματαίωση, το βίωμά του θύμιζε λίγο τη δομή μιας δίνης» (σελ. 100).

«Είναι όμορφος, μα επειδή είναι νέος. Σε δέκα χρόνια θα μοιάζει με τον καθένα» (σελ. 110).

«Μέσα σε δώδεκα χρόνια δεν ήρθε ούτε ένας άνθρωπος να σε δει. Κι αυτό δείχνει ότι δεν υπάρχει ψυχή εκεί έξω που να σε ξέρει. Ούτε η ίδια σου η μάνα δεν σε ξέρει. Αδερφές, αδερφοί, θείοι, φίλοι, γκόμενες, δεν έχεις κανέναν για να κάτσει παρέα σου στο τραπέζι. Εσύ ?σαι χειρότερος κι από πεθαμένο. Εσύ χέζεις. Οι πεθαμένοι δεν χέζουν» (σελ. 156).

«Η σπιτονοικοκυρά μου είναι από κείνες τις βρομιάρες γριές χήρες ?ακόμα κι αν ο άντρας τους πίνει μπίρες στην κουζίνα, χήρες είναι...» (σελ. 199).

Πάνος Τουρλής