Η κλέφτρα των βιβλίων

του Markus Zusak

Ένα εκπληκτικό βιβλίο, αφιερωμένο και αφοσιωμένο στην ειρήνη και στην ανθρωπιά. Το λάτρεψα και ως περιεχόμενο και ως γράψιμο. Τρυφερό, συγκινητικό, ανθρώπινο, περιπετειώδες. Με αφορμή την ιστορία της Λίζελ ζούμε την καθημερινότητα των γειτόνων του κοριτσιού, μαθαίνουμε το παρελθόν τους, τις σκέψεις τους, τη νοοτροπία τους. Η Λίζελ μεγαλώνει μπροστά στα μάτια μας, γίνεται έφηβη, ζει το δικό της, ιδιότροπο και διστακτικό ειδύλλιο με τον Ρούντι, ένα παιδί παθιασμένο με την προσωπικότητα και τις επιδόσεις του έγχρωμου Τζέσε Όουενς. Ένα βιβλίο γραμμένο με μικρά, ευκολοδιάβαστα κεφάλαια, με μικρές σημειώσεις προσωπικού ύφους και επεξηγήσεις από τον αφηγητή που ξεκουράζουν το μάτι και χαλαρώνουν τον αναγνώστη από την ένταση της αφήγησης. Παρομοιώσεις, μεταφορές, λυρικότητα στις εκφράσεις συνθέτουν ένα άκρως λογοτεχνικό κείμενο.

Η κλέφτρα των βιβλίων φτάνει στο σπίτι των θετών γονιών της λίγο πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Τη συνοδεύει η μητέρα της, η οποία την εγκαταλείπει αμέσως μόλις φτάνουν. Καθ\' οδόν έχουν ήδη χάσει τον αδελφό της Λίζελ. Το κορίτσι μεγαλώνει με το ζεύγος Χούμπερμαν στο Μόλχιγκ κοντά στο Μόναχο, στο δρόμο για το Νταχάου. Όταν έθαψαν τον αδερφό της, έκλεψε ένα βιβλίο που βρήκε στο νεκροταφείο, το Εγχειρίδιο του καλού νεκροθάφτη. Με τη βοήθεια του Χανς Χούμπερμαν και το βιβλίο αυτό η Λίζελ μαθαίνει ανάγνωση και γραφή.

Το Μόλχιγκ είναι ο μικρόκοσμος μιας Ευρώπης που αιματοκυλιέται στα πεδία μάχης: έχουμε τους πλουσίους που ζουν εις βάρος της φτώχειας και της ανέχειας των φτωχών, έχουμε τους φτωχούς που αγωνίζονται να ζήσουν την κάθε μέρα τους με λίγα δράμια ψωμιού και πουλάν τα πάντα για να επιβιώσουν, έχουμε τη χιτλερική νεολαία (τα παιδιά που παρασύρονται από τα ιδεώδη του Χίτλερ και του ναζισμού και τα ακολουθούν πιστά αλλά και τα παιδιά που πειθαναγκάζονται να γίνουν μέλη της νεολαίας για να εξακολουθούν να τα κάνουν παρέα οι φίλοι τους και να είναι αποδεκτά στη γειτονιά τους), έχουμε τους κομμουνιστές και τους Εβραίους, έχουμε διάφορες ιστορίες που εκτυλίσσονται ταυτόχρονα και παράλληλα με την κεντρική ιστορία.

Μέσα σε όλον αυτόν τον κυκεώνα των γεγονότων, την άνοδο του ναζισμού, το ξέσπασμα του πολέμου, τους ανελέητους βομβαρδισμούς των αμάχων, τις πορείες θανάτου των Εβραίων, τα πεδία μάχης όπου στέλνονται οι νέοι της γειτονιάς, οι Χούμπερμαν κρύβουν στο υπόγειό τους έναν Εβραίο, τον Μαξ Φάντενμπουργκ. Ταυτόχρονα, η Λίζελ κερδίζει τη συμπάθεια της γυναίκας του δημάρχου που την αφήνει να διαβάζει με τις ώρες στη βιβλιοθήκη του σπιτιού της. Κι όταν τα πράγματα χειροτερεύουν και ο δήμαρχος δεν μπορεί να πληρώνει τη Χούμπερμαν για να τους πλένει τα ρούχα, η Λίζελ συγκρούεται με τη γυναίκα του δημάρχου και αρχίζει να της κλέβει τα βράδια βιβλία από τη βιβλιοθήκη της, με τσιλιαδόρο τον Ρούντι.

Ξέχασα να σας πω ότι την ιστορία μας την αφηγείται ο... Χάρος, ο οποίος μας μιλά και για τα δικά του αισθήματα για την όλη κατάσταση. Για την αδικία που νιώθει για τις ψυχές που φεύγουν υπηρετώντας τον μάταιο και παράλογο σκοπό του πολέμου, για την κούραση που νιώθει όταν κουβαλάει συνέχεια ψυχές σε περιπτώσεις μαζικών σφαγών, για τα συναισθήματα που του κέντρισε η Λίζελ και πολλά άλλα. Ένας από τους πιο ευρηματικούς τρόπους αφήγησης και μία από τις πιο ολοκληρωμένες προσωπικότητες που έχω συναντήσει σε βιβλίο. Κι επιπλέον η αφήγηση διασπάται σε δύο σημεία από φωτογραφική αναπαραγωγή των δύο εικονογραφημένων βιβλίων που έγραψε ο Μαξ στο υπόγειο, το ένα αναπαριστώντας τη ζωή του στο υπόγειο και το άλλο εμπνευσμένο από τα συναισθήματα που του γέννησε η μικρή Λίζελ, ο χαρακτήρας της και η αγάπη της για το διάβασμα.

Θα σταθώ ιδιαίτερα στο κείμενο που έγραψε ο Μαξ παρακινούμενος από την προσωπικότητα της Λίζελ. Πρόκειται για ένα από τα πιο ωραία αλληγορικά κείμενα που έχω διαβάσει για τον ναζισμό και για ένα από τα περιεκτικότερα κείμενα σε νοήματα, ιδέες και εικόνες. Μακάρι να μπορούσα να το γράψω όλο εδώ αλλά θα προτιμήσω κάποια ωραία αποσπάσματα:

\"Υπήρχε κάποτε ένας παράξενος, μικροκαμωμένος άνθρωπος. Πήρε τρεις σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή του: θα έκανε τη χωρίστρα του ανάποδα απ\' ό,τι όλοι οι άλλοι, θα άφηνε ένα μικρό, παράξενο μουστάκι, μια μέρα θα κυρίευε όλο τον κόσμο. Ο νεαρός άντρας περιπλανιόταν για αρκετό διάστημα, σκεφτόταν, σχεδίαζε και λογάριαζε πώς ακριβώς θα έκανε τον κόσμο δικό του. Ύστερα, μια μέρα από το πουθενά, του ήρθε στο μυαλό το τέλειο σχέδιο... Ναι, ο Φίρερ αποφάσισε πως θα κυρίευε τον κόσμο με λέξεις...Το πρώτο του σχέδιο επίθεσης ήταν να φυτέψει τις λέξεις σε όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές της πατρίδας του. Τις φύτευε μέρα και νύχτα και τις καλλιεργούσε. Τις έβλεπε ν\' αναπτύσσονται, ώσπου, σταδιακά, μεγάλα δάση από λέξεις είχαν φυτρώσει σε όλη τη Γερμανία. Ήταν ένα έθνος καλλιεργημένων σκέψεων. Ενώ οι λέξεις αναπτύσονταν, ο νεαρός μας Φίρερ φύτεψε και σπόρους για να δημιουργήσει σύμβολα κι αυτοί επίσης πήγαιναν πολύ καλά, ήταν σχεδόν έτοιμοι για πλήρη ανθοφορία. Είχε έρθει η ώρα. Ο Φίρερ ήταν έτοιμος. Κάλεσε το λαό του να έρθει προς την περίλαμπρη καρδιά του, δελεάζοντάς τους με τις πιο καλοδουλεμένες, αποτρόπαιες λέξεις, διαλεγμένες από τα δάση του. Και ο λαός ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του...\" (σελ. 499).

Θα ανακαλύψουν τον Εβραίο; Θα παραδεχτεί ποτέ η Λίζελ ή ο Ρούντι τα συναισθήματά του για τον άλλον; Το Μόλχιγκ πόσο βαρύ φόρο αίματος θα πληρώσει εν μέσω του πολέμου; Ο Χανς Χούμπερμαν θα επιζήσει στα πεδία των μαχών που τον στέλνει το ναζιστικό κόμμα στο οποίο αρνείται να γίνει μέλος; Πόσο διαφορετικούς θα βρει ο πόλεμος τους ανθρώπους αυτούς; Ποιοι θα επιζήσουν σε μια εποχή που η νίκη και η ήττα δεν έχουν καμία σημασία; Ένα μυθιστόρημα αντιπολεμικό, γεμάτο εικόνες, νοήματα και συγκινήσεις που θα σας κερδίσει από την πρώτη στιγμή! Το τελευταίο κεφάλαιο μάλιστα είναι από τα πιο σκληρά και ταυτόχρονα πιο τρυφερά κείμενα που έχω διαβάσει.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

\"Όταν το τρένο μπήκε στον κεντρικό σταθμό του Μονάχου, οι επιβάτες ξεχύθηκαν μαζικά στην αποβάθρα σαν να έπεφταν από σκισμένη σακούλα\" (σελ. 33).

\"Ήταν ο Χανς Χούμπερμαν...Πλάι του στεκόταν από τη μια η μετρίου αναστήματος φράου Χάιντριχ. Και από την άλλη η κοντόχοντρη Ρόζα Χούμπερμαν, όμοια με μικρή ντουλάπα που έχουν ρίξει πάνω της ένα παλτό\" (σελ. 36).

\"Αχ, πώς τα σύννεφα αντάμωσαν ξαφνικά στον ουρανό και μαζεύτηκαν ανόητα το ένα κοντά στο άλλο. Μεγάλα, παχιά σύννεφα. Μαύρα κι αφράτα. Να κουτουλάνε το ένα πάνω στο άλλο. Να ζητούν συγγνώμη. Να πηγαίνουν πιο πέρα για να βρουν χώρο\" (σελ. 93-94).

\"-Κοίτα τα χρώματα, είπε ο μπαμπάς. Είναι δύσκολο να μη σου αρέσει ένας άντρας που όχι μόνο προσέχει τα χρώματα αλλά και μιλάει γι\' αυτά\" (σελ. 104).

\"Ήταν η πρώτη φορά που μου ξέφυγε ο Χανς Χούμπερμαν. Ο Μεγάλος Πόλεμος. Θα μου ξέφευγε άλλη μια φορά, αλλά δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα, καθώς αυτό θα συνέβαινε το 1943, στο Έσεν. Δυο πόλεμοι και δυο αποδράσεις. Τη μια νεαρός, την άλλη μεσήλικας. Δεν υπάρχουν πολλοί άντρες που να με ξεγέλασαν δυο φορές\" (σελ. 205).

\"-Στο κάτω κάτω, είπε, θα έπρεπε να ξέρεις λόγω ηλικίας πως κάθε νεαρός άντρας είναι συναισθηματικά ένα ανώριμο αγόρι κι ένα αγόρι μερικές φορές έχει το δικαίωμα να είναι πεισματάρικο\" (σελ. 248).

\"Στο έρεβος της ζοφερής μου καρδιάς το ξέρω. Θα του είχε αρέσει πολύ, είμαι σίγουρος γι\' αυτό. Βλέπετε; Ακόμα κι ο θάνατος έχει καρδιά\" (σελ. 276).

\"Παραπονιέμαι βουβά καθώς φέρνω σε πέρας τη δουλειά μου, και μερικές χρονιές οι ψυχές και τα πτώματα δεν προστίθενται απλώς, πολλαπλασιάζονται\" (σελ. 348).

\"Στα τέλη του Μάρτη ένα μέρος που το έλεγαν Λίμπεκ δέχτηκε έναν καταιγισμό από μπόμπες. Επόμενη στη σειρά θα ήταν η Κολονία, και πολύ σύντομα πολύ περισσότερες γερμανικές πόλεις, συμπεριλαμβναομένου και του Μονάχου. Ναι, το αφεντικό στεκόταν πάλι πάνω από το κεφάλι μου. -Τέλειωνε τη δουλειά σου, τέλειωνέ την. Έρχονταν οι μπόμπες -και μαζί μ\' αυτές κι εγώ\" (σελ. 378).

\"Στα κουπόνια τροφίμων της ναζιστικής Γερμανίας δε συμπεριλάμβαναν και την τιμωρία αλλά όλοι έπρεπε να πάρουν το μερίδιό τΟυς. Για κάποιους ήταν ο θάνατος σε μια ξένη χώρα στη διάρκεια του πολέμου. Για άλλους ήταν η φτώχεια και η ενοχή όταν τέλειωσε ο πόλεμος και όταν ανακαλύφθηκαν έξι εκατομμύρια περιπτώσεις σε όλη την Ευρώπη που θα έπρεπε να τους κάνουν να ντρέπονται ως έθνος\" (σελ. 407).

\"Όταν γύρισε προς τα εκεί απ\' όπου ερχόταν ο θόρυβος, είδε τη γυναίκα του δημάρχου, που φορούσε καινούργιο μπουρνούζι και παντόφλες γνωστής μάρκας. Στο τσεπάκι του στήθους του μπουρνουζιού ήταν κεντημένη μια σβάστικα. Η προπαγάνδα είχε ήδη φτάσει ως το μπάνιο\" (σελ. 514).

\"Αν δεν είχει χάσει τα τσιγάρα του στην παρτίδα με τον Χανς Χούμπερμαν, δε θα τον είχε περιφρονήσει. Αν δεν τον είχε περιφρονήσει δε θα είχε πάρει τη θέση του στο φορτηγό λίγες εβδομάδες αργότερα, σ\' έναν αρκετά ακίνδυνο δρόμο. Ένα κάθισμα, δυο άντρες, μια σύντομη διαφωνία, κι εγώ να παίρνω τη σκυτάλη. Με τρελαίνει μερικές φορές ο τρόπος που πεθαίνουν κάποιοι άνθρωποι\" (σελ. 518).

\"Ήταν στη Ρωσία, στις 5 Γενάρη του 1943, μιαν ακόμα παγωμένη μέρα από τις πολλές. Έξω, ανάμεσα στην πόλη και στο χιόνι, υπήρχαν παντού νεκροί Ρώσοι και Γερμανοί. Οι ζωντανοί που είχαν απομείνει πυροβολούσαν τις άγραφες σελίδες μπροστά τους. Τρεις γλώσσες εμπλέκονταν στην ιστορία. Τα ρωσικά, οι σφαίρες, τα γερμανικά\" (σελ. 523).

Πάνος Τουρλής