Μισό καράβι από τη Χιο

της Αγγελικής Συρρή - Στεφανίδου

Τι να πω, όσο ωραία ξεκινάει και περιγράφει την ιστορία, τόσο πιο μπερδεμένο γίνεται, ειδικά από το δεύτερο μέρος και εφεξής. Καταπληκτική γραφή, πολύ ωραίες εικόνες, ντοπιολαλιά της Χίου, ωραία ιστορία (στην αρχή τουλάχιστον), ωραία εισαγωγή, ένα κείμενο που σε ταξιδεύει στη μυροβόλο Χίο και την κοντινή Σμύρνη.

Την ιστορία μας τη διηγείται η γειτόνισσα μιας κοπέλας που ταξίδεψε στη Χίο (η συγγραφέας;) και της κίνησε την περιέργεια η μαυροφορεμένη μορφή στο αρχοντικό σπίτι απέναντι. Έτσι, η πρόθυμη ηλικιωμένη γυναίκα, κόρη ράφτρας που μπαινόβγαινε στο αρχοντικό των Χατζηπαναγήδων, υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των όσων διαμείβονται. Το βιβλίο ξεκινάει στις αρχές του 20ού αιώνα, με την ιστορία του Γιώργου Χατζηπαναγή, γιου πλοιοκτήτη κι εμπόρου, μοναχογιού και αδελφού τριών θυγατέρων. Μοσχαναθρεμμένος και καλομαθημένος, ανατρέπει τα πάντα και πηγαίνει κόντρα στην οικογένειά του όταν γνωρίζει στη Σμύρνη, όπου ταξιδεύει για δουλειές, την Ευδοκία Συμεωνίδη. Την ερωτεύεται και αρχίζει μια έντονη προστριβή με τους γονείς του και ειδικά με τη μάνα του, τη Μαρουλιώ, η οποία καταριέται από το πρωί ως το βράδυ την καρσινή (=τη γυναίκα από καρσί, από απέναντι) που της ξεμυάλισε το γιο και ανέτρεψε την ισορροπία των πραγμάτων: πρώτα να παντρευτούν οι μεγάλες αδελφές και μετά ο γιος. Περιγράφονται ένα σωρό περιστατικά και διενέξεις, με αποκορύφωση τη Μικρασιατική Καταστροφή, οπότε η οικογένεια Συμεωνίδη καταφεύγει στο αρχοντικό των Χατηπαναγήδων! Ο Γιωργής φτάνει σε ανοιχτή ρήξη και ο εαυτός του ξεπερνάει κάθε όριο, αρκεί να μείνει δίπλα στη γυναίκα που αγαπάει. Καταλαβαίνετε ότι φυσικά παντρεύτηκαν όμως εδώ αρχίζει η ιστορία να μπερδεύεται και να αποκτά χαρακτήρα ελαφρού αισθηματικού ροζ μυθιστορήματος και αποπροσανατολίστηκα τελείως! Να φανταστείτε ότι ο Γιώργος Χατζηπαναγής αυγαταίνει την περιουσία, γίνεται εφοπλιστής και μπαίνει στα μεγάλα τζάκια της Ευρώπης!

Από το δεύτερο μέρος και μετά, ο Γιώργης και η Ευδοκία αποκτούν τη Μαρκέλλα, χρησιμοποιούν τα πλοία τους για να φυγαδεύουν τους αντάρτες στη Μέση Ανατολή στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, η Hatzipanagis Shipping Enterprises γίνεται μεγάλη και τρανή, η Μαρκέλλα χάνει τον άντρα της, Θοδωρή, σε ναυάγιο, η κόρη της γνωρίζει τον καιροσκόπο Αντρέα και παντρεύονται αλλά ο Αντρέας, παλιός έρωτας της Μαρκέλλας θέλει και τη μάνα και μπλέκουμε σε ερωτικό τρίγωνο, ώσπου η Μαρκέλλα παίρνει μια σκληρή και λυτρωτική απόφαση για όλους τους. Και όλα αυτά μέσα σε 250 σελίδες!

Αχ, μα γιατί; Γιατί; Ένα κείμενο τόσο καλογραμμένο, μια όμορφη ερωτική ιστορία, πασπαλισμένη με όσο έρωτα, ίντριγκα και ανατροπές πρέπει, γιατί να εξελιχθεί σε άρλεκιν; Μια χαρά περιγράφονται τα ήθη και τα έθιμα της επαρχίας τότε, η κυρά κι αφέντρα μάνα, ο κύρης του σπιτιού που μόνο το σπίτι δε διαφέντευε, το ράφι και η απελπισία που φέρνει στις ανύπαντρες μεγαλογυναίκες και τόσα άλλα. Η γραφή δε μας προδίδει, η συγγραφέας συνεχίζει να κεντά ως προς τις λέξεις και τους χαρακτήρες (αν εξαιρέσεις κάτι μονολόγους τεράστιους ως προς τα δεινά του πολέμου και το κακό που φέρνουν στην ανθρωπότητα, καθώς και πολλά σημεία όπου η συγγραφέας χρησιμοποιεί πολλές διαφορετικές λέξεις για την ίδια έννοια), όμως η ιστορία παύει γρήγορα να κρατά το ενδιαφέρον του σώφρονος και απαιτητικού αναγνώστη (οι άλλοι ας συνεχίσουν το διάβασμα). Κρίμα γιατί επιμένω ότι η συγγραφέας είναι σε θέση να δώσει πολλά περισσότερα και να χειριστεί πολύ καλύτερα μια πλοκή!

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

\"Ώρες μετά και αφού το νιο φεγγάρι είχε προ πολλού χαθεί κι οι θόρυβοι του δρόμου είχαν αποκοιμηθεί μαζί με τους κατοίκους της μικρής γειτονιάς -όταν την ησυχία της νύχτας συντρόφευε μόνο το γλυκό μουρμούρισμα από το κύμα που γλυκοφιλούσε απαλά την παραδομένη στα χάδια του ακρογιαλιά, και το μονότονο θρηνητικό τραγούδι από το νυχτοπούλι ξαγρυπνούσε μαζί με τις σκέψεις μου-ξαπλωμένη στα δροσερά μου σεντόνια, που μοσχοβολούσαν ήλιο και θάλασσα, ψηλάφιζα...\" (σελ. 14).

\"-Κακορίζικια ήταν η καημένη...Από τα γεννησοπάνια της ήτανε κακορίζικια και καταραμένη...\" (σελ. 14).

\"Αυτό είναι, βλέπεις, που δίνει ζωντάνια και ξεχωριστή οντότητα στην προσωπικότητα του πρωταγωνιστή σε κάθε ιστορία, αφού η κάθε στιγμή που περνά αλλάζει τη νοοτροπία και την αντίληψη του αφηγητή, έτσι που να διαμορφώνει, να τροποποιεί, να ολοκληρώνει, μα κατά το πλείστον να ωραιοποιεί ή να καταδικάζει με τα όσα αφηγείται τον ήρωά του\" (σελ. 19).

\"Ήξερε, βλέπεις, πως το έθιμο στη Χίο απαιτεί...να πηγαίνουνε τα γονικά της νύφης στο σπίτι του γαμπρού για να τον γυρέψουνε και μ\' αυτόν τον τρόπο να αποδίδεται η τιμή σ\' εκείνους που ανάστησαν τέτοιο άντρακλα και τέτοιο κουβαλητή που, ας είναι καλά, θα \'παιρνε τη θυγατέρα τους να την κάμει κυρά κι αρχόντισσα και, δόξα τω Θεώ, να ξεφορτωθούνε και τον μπελά της\" (σελ. 42).

\"Τότε όμως, κι αφού ο καπετάν Παναγής λούφαξε και γι\' άλλη μια φορά αποφάσισε πως του \'φθανε να \'ναι καπετάνιος στο καΐκι του και τα καπετανλίκια της στεριάς χαλάλι της της γυναικός του...ξαφνικά κι εκεί που δεν το περιμένανε, το συμβούλιο έπαψε πια να γίνεται κεκλεισμένων των θυρών γιατί οι φωνές του Γιωργάκη κάμανε τα θυρόφυλλα ανύπαρκτα και τους τοίχους από χαρτόνι\" (σελ. 72).

\"Το καλοκαίρι μεσοκοπούσε και τα πανηγύρια σ\' όλη τη Χιο ήτανε στο φόρτε τους. Βλέπεις, η αγροτιά κι ο κοσμάκης, μόλις ζεστάνει ο καιρός, μεγαλώσουν οι μέρες, τελειώσει ο αγώνας του θέρους και ζεσταθεί κι η τσέπη με κανέναν παρά, λαχταρούν να διασκεδάσουν...\" (σελ. 100).

\"Βλέπεις, αυτόν που λυγά, που γονατίζει κι έχει ανάγκη, κανένας δεν τον μάχεται και δεν τον συνορίζεται. Αλίμονο... μόνο τον δυνατό, τον διαλεχτό και τον ξεχωριστό πετροβολούνε\" (σελ. 110).

\"Κι έρχονταν οι καλοθελητές και οι κουσελούδες και τους τα πρόφταιναν, κι όσο κι αν εκείνοι δεν απαντούσαν και λαβές σε περαιτέρω συζητήσεις δεν έδιναν, εν τούτοις οι άλλοι όλο και πιο κάτω τα πήγαιναν τα πάρε και τα δώσε, με τσόντες κι αλατοπίπερα που \'ριχναν από μόνοι τους κι έκαναν την τρίχα τριχιά\" (σελ. 113).

\"Τώρα κι ύστερα από τόσες δεκαετίες που είχαν να συναντηθούν, τα μαύρα μαλλιά του Λοΐζου είχανε γκριζάρει για τα καλά και οι ξανθές ατίθασες μπούκλες του Γιώργη είχανε καταντήσει πέντε τρίχες στην κορυφή και δεκαπέντε γύρω τριγύρω στρο κεφάλι του, μπορεί μάλιστα, αν σνυνατιόνταν στο δρόμο, να προσπερνούσε ο ένας τον άλλον αδιάφορα\" (σελ. 138).

Πάνος Τουρλής