Διπλωμένα φτερά

του Γιάννη Ατζακά

«...με περίμενε καρτερικά, όπως έκανε τόσα και τόσα χρόνια, να γυρίσω να κοιταχτούμε...»

Όταν ξεκινώ να διαβάσω ένα βιβλίο και στην πρώτη κιόλας σελίδα του βρίσκω τη λέξη «Τρίκερι», το έχω κιόλας αγαπήσει. Δεν χρειάζεται το Τρίκερι να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο μυθιστόρημα. Αρκεί που τράβηξε την προσοχή του συγγραφέα ώστε να το αναφέρει έστω και μία φορά. Όταν συνεχίζοντας, στις πρώτες, πάλι, σελίδες συναντώ την λέξη «εωθινός» και σαν λέξη μου αρέσει, με τσιγκλάει, λέω κάτι όμορφο, διαφορετικό έχουμε εδώ. Πόσω μάλλον όταν το επίθετο εωθινός συνοδεύει το ουσιαστικό μονόλογος. Και ξεκινά η αφήγηση και χάνεσαι μέσα σε περιγραφές αγνές, γλυκές και όμορφες. Με λέξεις που ενισχύουν κι άλλο τις όμορφες εικόνες. Που τις κυκλώνεις για να τις διαβάζεις και να τις ξαναδιαβάζεις και να προσπαθείς να μαντέψεις τι σημαίνουν, πριν γυρίσεις στο τέλος να συμβουλευτείς το γλωσσάρι.

Η γρια-Βενετιά, ο πάππος ο Γιάννης και ένα πιτσιρίκι «αρσίζικο» που καλείται να μεγαλώσει μέσα στον Εμφύλιο και να ερμηνεύσει την ιστορία μέσα από τις δικές του μαντεψιές. Όλα αυτά στη Θάσο, να αναρωτιέται αν ο κόσμος συνεχίζει και πέρα από το νησί του. Τελικά, για να αγαπήσεις έναν τόπο δεν χρειάζεται απαραίτητα να τον επισκεφτείς. Αρκεί να βάλεις κάποιον που τον αγάπησε να σου μιλήσει γι' αυτόν. Και ο Γιάννης Ατζακάς το κάνει με τέτοια τρυφερότητα που θες, αύριο κιόλας, να ξεκινήσεις να πας να επισκεφτείς τον τόπο όπου (τον) μεγάλωσε.

Αν έχεις διαβάσει την «Εκπαίδευση του Μικρού Δέντρου», από κάποιο σημείο και μετά, μοιραία θα κάνεις τη σύνδεση. Το κόλπο, όπως και στο βιβλίο του Κάρτερ είναι να καταφέρεις να διατηρήσεις την συναισθηματική σου ψυχραιμία για όσο το δυνατόν περισσότερες σελίδες γιατί άπαξ και σε πάρει η κάτω βόλτα δεν θα επανέλθεις μέχρι να φτάσεις και στην τελευταία σελίδα.

Όσο για το γιατί «Διπλωμένα φτερά» αυτό είναι πιο όμορφο να το ανακαλύψεις μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου, όπως, άλλωστε και τόσα άλλα, τα οποία σκοπίμως δεν αναφέρω εδώ.

Το μόνο που έχω να πω είναι: γλώσσα όμορφη, καλομεταχειρισμένη και μια αφήγηση που σε παρασέρνει και στην οποία θα βρεις περιγραφές και εικόνες από μια ζωή στην ύπαιθρο, που παρόλο που, ίσως ποτέ δεν έχεις ζήσει, σε συγκινεί.

***


«Από ποια μυστικά βάθη, από ποιες απόμακρες εσχατιές της ύπαρξής μας έρχεται αυτός ο ανελέητος άνεμος της μνήμης, που ανασηκώνει και στροβιλίζει στο πέρασμά του, σαν ξεραμένα φύλλα, τις περασμένες μέρες μας, που αναταράζει τη ζωή μας ως τις ρίζες της; Και πώς γίνεται να μπορεί η μνήμη -ένα μικρό μόνο μέρος της σκέψης- σε λίγες μονάχα στιγμές να διατρέχει με ταχύτητα φωτός μακρά και ελάχιστα διαστήματα του χρόνο- αιώνα, δεκαετία, έτος, μήνα, ημέρα, ώρα, λεπτό, ακόμη και δευτερόλεπτο; Γιατί η σκέψη να είναι το γοργό φτερό, το τρεχούμενο νερό, το ευκίνητο ζωάκι και ο λόγος να είναι το μολύβι, ο πάγος, το σκληρό κέλυφος; Γιατί η λέξη να είναι τόσο βαριά, τόσο ολισθηρή, τόσο απολιθωμένη; Μήπως ο χρόνος της σκέψης είναι ένας άλλος πυκνότερος χρόνος μέσα στο Χρόνο;»

Λένα Βλασταρά