Ό,τι απέμεινε από την ελιά του Πλάτωνα

του Ζέφυρου Α. Καυκαλίδη

Ένα βιβλίο-συμβολή στην αυτογνωσία μας

Το νέο βιβλίο του Ζέφυρου Καυκαλίδη, «Ό,τι απέμεινε από την Ελιά του Πλάτωνα», εκδόσεις CaptainBook.gr, είναι μια απόπειρα του συγγραφέα να ψηλαφίσει με εύληπτο τρόπο τις αιτίες της κακοδαιμονίας μας ως έθνους, αλλά και τις εμμονές ή τις νοοτροπίες που ωθούν τους Ευρωπαίους να είναι από σκεπτικιστές έως εχθρικοί, ειδικά τα τελευταία χρόνια της κρίσης, απέναντι στην Ελλάδα.

Ο συγγραφέας, μιας και ταξιδεύει συχνά, και διαμένει για μεγάλα διαστήματα σε αρκετές από τις χώρες της βόρειας Ευρώπης, έρχεται συχνά σε επαφή με τους πολίτες αυτών των  χωρών, συζητά μαζί τους, έχει την ευκαιρία να τους παρατηρήσει, να εξετάσει τις συνήθειές τους και το περιβάλλον τους, να μελετήσει τη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής τους, και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που καταφέρνει να φέρει σε πέρας με επιτυχία αυτό το εγχείρημα. Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζονται τα συμπεράσματά του υπό μορφή διαλόγων, καθώς εμπνέεται από την παράδοση που μας κληροδότησε ο Πλάτων, με τους φιλοσοφικούς διαλόγους του. Με τρόπο εύληπτο και σύντομο αποκαλύπτονται οι ρίζες της σκέψης των βορειο-Ευρωπαίων, (κατά βάση προτεσταντικές) και κατ' επέκταση η σημερινή τους στάση απέναντι στην κατ' ουσίαν πτωχευμένη Ελλάδα. Αυτή τους η στάση, εκτός από το να είναι η αναμενόμενη στάση του δανειστή που εύλογα επιθυμεί να πάρει πίσω όσα έχει δανείσει, ταυτόχρονα εμφανίζεται  παράλογα τιμωρητική έως εκδικητική, δηλαδή όμοια με αυτή που κανονικά θα ανέμενε κανείς από έναν αυστηρό ιερέα με μανιχαϊστική αντίληψη, ο οποίος επιβάλλει επιτίμιο στο παραστρατημένο μέλος της ενορίας του, μετά την εξομολόγηση μιας αμαρτωλής πράξης. Το τελευταίο σοκάρει, όχι μόνο γιατί δεν περιμένει κάποιος  λογικός άνθρωπος τέτοια αντίδραση από τους σύγχρονους, άθρησκους κατά κύριο λόγο, βορειο-Ευρωπαίους, αλλά και επειδή μια ανάλογη αντίδραση δεν συνάδει γενικώς με αυτήν που θα ανέμενε κανείς από έναν δανειστή. Η μόνη θεμιτή έγνοια του θα έπρεπε να είναι να πάρει πίσω τα χρήματά του και όχι να κουνάει διδακτικά το δάχτυλο προς τον δανειζόμενο, ακόμα και στην ακραία περίπτωση που αυτός είναι ένας αυτοκαταστροφικός παράφρων.

Φανταστείτε έναν ευκατάστατο τύπο, από τον οποίο κάποιος φουκαράς-κατεργαράκος ζητάει δανεικά, με την υπόσχεση να τα επιστρέψει σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Και πάνω που περνάει αυτό το διάστημα, όταν ο δανειστής βλέπει ότι ο δανειζόμενος δεν είναι συνεπής την υποχρέωσή του φροντίζει: α) να τον ακινητοποιήσει μόνος του και να καλέσει την αστυνομία ή ακόμα χειρότερα, αντιμετωπίζοντάς τον ως νήπιο, την κοινωνική υπηρεσία, β) (καθώς οι αρχές καταφθάνουν) να τον τρελάνει στο κήρυγμα λέγοντας ότι έτσι που συμπεριφέρεται θα χάσει την ψυχή του και θα πάει στην κόλαση, γ) να διαδίδει παντού ότι δεν αξίζει σε έναν τέτοιο αμαρτωλό το δώρο του ήλιου και της θάλασσας, τα οποία ο Θεός τα προορίζει μόνο για τα έντιμα και εργατικά τέκνα του, συνεπώς θα πρέπει να τα αφαιρέσουμε από τον φουκαρά-κατεργάρη και να τα παραδώσουμε στους άξιους διαχειριστές τους.

Από την άλλη πλευρά, ο αυτοκαταστροφικός τύπος, ο λωποδυτάκος που έχει μάθει μια ζωή να την κουτσοβγάζει αρπάζοντας ψιλά από δω κι από κει, χωρίς να έχει ποτέ σκεφτεί ότι ο τρόπος ζωής του θα τον φέρει σύντομα ενώπιον των ευθυνών του, είναι κι αυτός κατά βάθος τις περισσότερες φορές φορέας της ίδιας θρησκευτικής νοοτροπίας, δηλ. ενοχικός και επιζητών ίσως υποσυνείδητα κάποιον να του τις βρέξει επιτέλους στον πισινό, και ίσως γι' αυτό αντιλαμβάνεται ως φυσιολογική την αντίδραση του άλλου. Δηλαδή δεν τον εκπλήσσει αυτή η στάση, παρ' όλο που τον τσαντίζει.

Πώς θα χαρακτήριζε κανείς έναν τέτοιο άνθρωπο (δηλ. τον δανειστή), που δεν του αρκεί να πράξει τα νόμιμα για να εξασφαλίσει τα χρήματά του, αλλά θέλει επιπλέον να παίξει και τους ρόλους του αστυνομικού και του παπά του χωριού ταυτόχρονα; Υπάρχουν πολλοί όροι σχετικά, και δυστυχώς όλοι προσφέρονται από την επιστήμη της ψυχιατρικής. Ίσως το παράδειγμα να μοιάζει υπερβολικό αλλά, τηρουμένων των αναλογιών και παραμερίζοντας τα προσχήματα, κάτι ανάλογο βλέπουμε να συμβαίνει στο «διάλογο» και στις συναλλαγές που συντελούνται με τους εταίρους μας τα τελευταία χρόνια. Συνεπώς αυτό το οποίο περιγράφει ο Ζέφυρος Καυκαλίδης στο παρόν βιβλίο του -φυσικά με διαφορετικό τρόπο από το παράδειγμά μας - στηρίζοντας τα δεδομένα του στη γνώση φιλοσοφίας της Ιστορίας που διαθέτει, είναι οι πραγματικές ρίζες της θεώρησης των εταίρων μας σχετικά με την κατάσταση της Ελλάδας, θεώρηση η οποία δεν συζητείται σχεδόν ποτέ από τους ειδικούς, όταν αναφέρονται σε αυτά τα ζητήματα.

Αυτές είναι μόνο ελάχιστες από τις πτυχές με τις οποίες καταπιάνεται το βιβλίο. Παρατίθενται εδώ μόνο ως μικρή πρόγευση. Μπορεί ακόμα κανείς να δει μέσα από τις σελίδες του την παρούσα κρίση ως μια κατάσταση που επαναλαμβάνεται πάλι και πάλι στην Ιστορία της Ελλάδας, ως ένα γεγονός που απλά θα το ξεπεράσουμε, όπως τόσα και τόσα δεινά, αλλά και ως μια περιπέτεια που, ακόμα κι αν ξεπεραστεί, θα την αντιμετωπίσουμε πάλι σύντομα (διότι η παγκοσμιοποίηση όλο και μικραίνει τις σπείρες επανάληψης των συμβάντων) αν δεν μελετήσουμε αυτό το φαινόμενο σε βάθος, αν δεν αποκαλύψουμε τις ρίζες της νοοτροπίας μας και δεν συνειδητοποιήσουμε τα κίνητρά μας.

Η συνεισφορά αυτού του βιβλίου στην κατανόηση της πρόσφατης εθνικής μας περιπέτειας, και κατ' επέκταση στην αυτογνωσία μας είναι αρκετά σημαντική. Ολοκληρώνοντάς το αισθάνεται κανείς περισσότερο βέβαιος ότι αν ως λαός δεν αντιληφθούμε σε βάθος το πώς μας βλέπουν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, ακόμα περισσότερο το γιατί μας βλέπουν όπως μας βλέπουν, και παράλληλα αν δεν συνειδητοποιήσουμε ποιος είναι ο «φακός» μέσα από τον οποίο εμείς τους κοιτάμε, θα είναι αδύνατον να επιτύχουμε έναν αποτελεσματικό διάλογο μαζί τους. Διότι το ζητούμενο είναι να προαχθούμε όλοι μας, Έλληνες και υπόλοιποι Ευρωπαίοι, από πολίτες εθνών-κρατών με αντίθετα συμφέροντα μεταξύ τους, σε συμπολίτες, κατοίκους μιας μεγάλης κοινότητας οι οποίοι έχουν κοινά συμφέροντα και επιδιώξεις, και ενδιαφέρονται κυρίως για την προκοπή τους μέσω της προκοπής της ίδιας τους της κοινότητας. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό καλύτερα, αν όχι με θαρραλέα ενδοσκόπηση και ψύχραιμο διάλογο; Φυσικά, σε αυτή την άσκηση γνώσης του άλλου, καθώς και αυτογνωσίας, θα πρέπει να συμμετάσχουν όλοι οι Ευρωπαίοι, ίσως με μια σειρά από ανάλογα βιβλία, με την αρωγή της κρατικής εκπαίδευσης, με την αντίστοιχη συνεισφορά της τηλεόρασης κλπ. Σίγουρα δεν θα είναι κάτι εύκολο. Θα πρέπει ίσως να γίνει κατόπιν μιας συντονισμένης πανευρωπαϊκής εκστρατείας που θα διαρκέσει αρκετό καιρό.

Ίσως να ακούγεται σαν κινδυνολογία, αλλά καμιά φορά αρκεί μια ανόητη σπίθα, μια χαζή αφορμή, για να αποφασίσει μια μεγάλη δύναμη να νουθετήσει δια της βίας τα «κακά παιδάκια»-γείτονές της. Πάντως το ιστορικό προηγούμενο υπάρχει, αλλά δυστυχώς υπάρχει και το «πνευματικό» υπόβαθρο ως προϋπόθεση για να επαναληφθεί κάτι τέτοιο στο μέλλον.

Θα ήθελα να κλείσω την παρουσίαση αυτού του βιβλίου, με απόσπασμα από ένα άλλο, παλαιότερο βιβλίο του Ζέφυρου Καυκαλίδη, λογοτεχνικού αυτή τη φορά, με τίτλο «Είκοσι πέντε καλοκαίρια», Πάτμος. Πρόκειται για ένα απόσπασμα που καταδεικνύει την αντιληπτική ικανότητα του συγγραφέα ως προς τα συμβαίνοντα στην πολιτική και στην κοινωνική ζωή. Σε ανύποπτο χρόνο λοιπόν -για την ακρίβεια οχτώ χρόνια πριν- γράφει:

«... Αλήθεια, γιατί να αλλάξει ο ρυθμός της ζωής των Ελλήνων; Ποιος ο λόγος; Επειδή θα έμπαιναν στην ΕΟΚ; Γι' αυτό; Δε γνώριζαν ακόμα ότι αυτή η γλυκιά ραθυμία, αυτή η πορεία με τον βασιλικό στο χέρι, με το αιώνιο «αύριο» να περιμένει και την απέραντη αδιαφορία τους, δε θα είχαν το δικαίωμα να την κρατήσουν για πολύ εάν ήθελαν να επιβιώσουν με τα μέτρα της Δύσης; Τώρα μάλιστα που η Ελλάδα την πλησίαζε; Τώρα που θα γινόταν παιδί κι αυτή της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας; Τους ζήτησε κανείς να μπουν στην ΕΟΚ; Αυτοί το επιδίωξαν. Θα έπρεπε λοιπόν να προσαρμοστούν, ν' αλλάξουν.

»Όχι, ο Έλληνας δεν πρέπει να αλλάξει. Αυτό ήταν. Ο Ελληνισμός που έζησε, καθώς είπε κι ένας Πάτμιος συγγραφέας, ως "ο αριστοκράτης του κόσμου", θα έμενε όπως πάντα, η χώρα του όμως θα πέθαινε αν δεν άλλαζε. Αυτό το τελευταίο οι περισσότεροι το αγνοούσαν, έκαναν πως δεν το ήξεραν. Και η Γιαννούλα μπορούσε ευχάριστα να επαναλαμβάνει αυτό το "δεν αλλάζουμε". Όλη η Ιστορία μας το λέει. Όποιος ξέρει Ιστορία θα καταλάβει αυτή τη μεγάλη απόφανση. Επέμενε αυτή η γυναίκα να μιλάει στριμωγμένη στην έξοδο. Επέμενε να το επαναλαμβάνει και όσοι βρίσκονταν γύρω της κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι. Συνέχιζαν να κουνούν τα κεφάλια τους! Τι τόνο είχε αυτό το "δεν αλλάζει ο Έλληνας"; Αυτή η επιβεβαίωση είχε μια αίσθηση αυτισμού, ωσάν παρ' ελπίδα, εάν άλλαζε κάτι σ' αυτόν τον χαρακτήρα, δε θα είχε κανένα νόημα η ζωή του. Ότι εκεί παιζόταν, βρε παιδί μου, το ελληνικό νευρικό σύστημα. Αλλάζει αυτό ποτέ; Όχι βέβαια, γιατί αν άλλαζε, δε θα ήταν πια αυτό το ίδιο, δεν θα ήταν Έλληνες. Κι αν δεν είμαστε οι ίδιοι, θα ήμασταν άλλοι. Και τότε ολόκληρη η ύπαρξη θα κρεμόταν στο κενό. Οπότε καλά είμαστε έτσι. Με την ανοργανωσιά μας, την αμεριμνησία μας, την έλλειψη ευθύνης μας, τον πανικό απέναντι σε οποιαδήποτε ευθύνη. Να μείνουμε εκεί, με την νεοελληνική ζωή μας που αγνοεί κάθε τύψη και κάθε μεταμέλεια και με την αρχαία ελληνική αυτογνωσία μας, παραμύθι των σχολικών μας χρόνων...»

Μαλλιάγκας Πλάτων