Χορεύουν οι ελέφαντες

της Σοφίας Νικολαΐδου

Τη Σοφία Νικολαΐδου τη γνώρισα ως καινοτόμο φιλόλογο από το βιβλίο της «Λογοτεχνία και Νέες Τεχνολογίες» -ευαγγέλιο για όσους αναζητούν νέους τρόπους διδασκαλίας και μάθησης, οι οποίοι ανατρέπουν την πεπατημένη και φιλοδοξούν να εμπλέξουν τους μαθητές σε ενεργητικές και άκρως ενδιαφέρουσες μαθησιακές διαδικασίες. Της οφείλω το γεγονός ότι διεύρυνε την οπτική μου και με εισήγαγε σε νέα δεδομένα για τη συγγραφή, την πρόσληψη και τη διδασκαλία της λογοτεχνίας. Αίφνης όροι όπως πολυμέσα, πολυτροπικότητα, υπερκείμενο, δημιουργική γραφή άρχισαν να διεκδικούν χώρο στη σχολική πρακτική μου, προσδίδοντάς της μια ανέλπιστη δυναμική. Τη λογοτέχνιδα Σοφία Νικολαΐδου μού τη σύστησε ένα βακτήριο, η διαδικτυακή εκδοχή του οποίου απείλησε να ανατρέψει άρδην τις έως τότε αναγνωστικές πρακτικές μου. Μιλώ για μια "τεμπελορομάντζα που την συνάρπαζαν τα πάθη και οι ιστορίες των ανθρώπων", τη Serratia Rubinea του μυθιστορήματος «Πλανήτης Πρέσπα». Όταν αγαστή συγκυρία το έφερε να γνωρίσω τη Σοφία Νικολαΐδου και δια ζώσης, απλά επιβεβαιώθηκε περίτρανα η - όχι μόνο συγγραφική- ιδιοφυία της.

Στο πρόσφατο μυθιστόρημά της, «Χορεύουν οι ελέφαντες», το πρώτο πράγμα που προσέλκυσε την προσοχή μου ήταν ο ευρηματικός τίτλος του, ο οποίος αφορμάται από την παροιμία «χορεύουν οι ελέφαντες και πάντα την πληρώνουν τα μυρμήγκια». Το πρώτο στοίχημα είχε κερδηθεί. Τα υπόλοιπα κερδήθηκαν, καθώς άρχισα να διαβάζω το βιβλίο - και μέχρι να φτάσω στο τέλος του είχα υποκλιθεί, ως άλλος «Μωβ μαέστρος», στην αδιαμφισβήτητη δύναμη της γραφής της.

Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, η συγγραφέας συμπλέκει την Ιστορία με τη μυθοπλασία, το παρελθόν με το παρόν. Το παρελθόν : η πολύκροτη υπόθεση της ανεξιχνίαστης δολοφονίας του Τζορτζ Πολκ, Αμερικανού δημοσιογράφου του CBS, ο οποίος βρέθηκε νεκρός στον Κόλπο του Θερμαϊκού στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1948 και η άδικη καταδίκη του Γρηγόρη Στακτόπουλου. Το παρόν : ένας ανήσυχος έφηβος του 2010, ένας άριστος μαθητής, με γνώσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ τις προσφερόμενες στο σχολείο, αρνείται να δώσει Πανελλαδικές, γιατί "απλώς μια μέρα το σχολείο έγινε αφόρητο" και αναλαμβάνει, μετά από προτροπή ενός αντισυμβατικού καθηγητή του, ο οποίος θέλει να τον επαναφέρει στη μαθησιακή διαδικασία, να μελετήσει την υπόθεση.

Το παρελθόν και το παρόν είναι οι δύο άξονες μεταξύ των οποίων κινείται το νήμα της αφήγησης. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί την τεχνική των πολλών αφηγητών. Σε πρώτο πρόσωπο μιλάνε τα πρόσωπα που είχαν εμπλακεί με κάποιο τρόπο στην υπόθεση Πολκ, τα οποία δεν αναφέρονται με τα πραγματικά τους ονόματα. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε την ενδιαφέρουσα επιλογή των ονομάτων των ηρώων. Ο Στακτόπουλος γίνεται Γκρης (γράφει η συγγραφέας "Ο Γκρης στη δίκη, η φωτογραφία τον έδειχνε προφίλ. Σταχτής -μπορεί και να έφταιγε και το χαρτί της εφημερίδας"). Ο Τζορτζ Πολκ γίνεται Τζακ Τάλας. Ίσως η επιλογή του επιθέτου "τάλας", που σημαίνει ταλαίπωρος, να παραπέμπει, όπως εύστοχα παρατηρεί ο ποιητής Γιώργος Θεοχάρης, "στην ταλαιπωρία που υπέστη ο νεκρός του και η εν ανυπαρξία ύπαρξή του από την πολιτική διαχείριση του θανάτου του".

Σε πρώτο πρόσωπο αφηγείται και ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο έφηβος μαθητής Μηνάς Γεωργίου. Ανάμεσα στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις παρεμβάλλεται τριτοπρόσωπη αφήγηση, σε ενότητες που επιγράφονται «οι άλλοι κρίνουν», όπου επιχειρείται μια κριτική προσέγγιση στα γεγονότα. Η συγκεκριμένη επιλογή των πολλών αφηγητών φωτίζει πληρέστερα τις πολλαπλές πλευρές ενός θέματος πολύπλοκου και αποκαλύπτει τη μαεστρία της συγγραφέως, η οποία, μέσα από τη φωνή του συγκεκριμένου κάθε φορά αφηγητή, κατορθώνει να μας δώσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού καθενός (για παράδειγμα της πόντιας μάνας του Μανόλη Γκρη, με το χαρακτηριστικό γλωσσικό ιδίωμα), καθώς και την προσωπική του στάση απέναντι στα γεγονότα.

Εκτός από τα υπαρκτά πρόσωπα, αμιγώς μυθιστορηματικά πρόσωπα είναι, πλην του Μηνά, η μητέρα του Τέτα, ο πατέρας του Τάσος, η γιαγιά Ευθαλία, η συμμαθήτρια -και αγαπημένη του- Εβελίνα, εγγονή του δικηγόρου του Γκρη, Νικηφόρου Ντινόπουλου, και ο καθηγητής Μαρίνος Σουκιούρογλου. Η συγγραφέας χτίζει στέρεους και ολοκληρωμένους χαρακτήρες, με πιο ενδιαφέροντες τη γιαγιά Ευθαλία και τον καθηγητή Σουκιούρογλου.

Ο λόγος της μικροπερίοδος και κοφτός, το ύφος της ζωηρό, η γλώσσα της αιχμηρή και γεμάτη χιούμορ. Επισημαίνει χαρακτηριστικά ο ποιητής Ηλίας Κεφάλας : "γλώσσα κοφτερή και δίκοπη, ύφος θαρραλέο έως επιθετικό, φορτωμένο μάλιστα με όλη τη φρεσκάδα της βεβαιωμένης νεότητας, με μια γραφή φιλτραρισμένη που εκφέρεται συνολικά ως φορέας έξοχων και δη νέων αφηγηματικών στοιχείων, όπου το χιούμορ με το δράμα εναλλάσσονται ισάξια και αποτελεσματικά" λόγος ακονισμένος και αποσαφηνισμένος εξαρχής, που συμπτύσσεται και επικεντρώνεται στις απολύτως απαραίτητες για την ευστάθεια και την αισθητική του προβολές-.

Οι λέξεις της Σοφίας Νικολαΐδου ανατέμνουν με ακρίβεια, όπως νυστέρι χειρουργείου, τα ποικίλα θέματα που διατρέχουν το βιβλίο. Αναφέρω ενδεικτικά τον προβληματισμό για την έννοια της δικαιοσύνης, για το ζήτημα της υποκειμενικής θεώρησης και αξιοποίησης των ιστορικών πηγών, καθώς και τη δυσκολία της κριτικής ανάγνωσής τους, για το αν η ιστορία είναι κατασκευή, και αν η ιστορική αλήθεια είναι εφικτή.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον, από άποψη δομής, είναι και το γεγονός ότι το μυθιστόρημα χωρίζεται σε κεφάλαια που τιτλοφορούνται με φράσεις οι οποίες είναι παρμένες από συνθήματα γραμμένα σε δημόσιους χώρους - συνθήματα που γράφουν οι μαθητές στους τοίχους ή συνθήματα που δείχνουν τι αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι του -48 στην πολιορκούμενη πόλη τους : "Τα σχολεία σας φωτίζουν μόνο όταν καίγονται", "Το μόνο πτυχίο που αξίζει είναι το τρελόχαρτο", "Κάτω τα χέρια απ' τα μυαλά μας", "Μ΄ αυτά που κάνουν στο τέλος θα με αναγκάσουν να έχω άποψη", "Μάνα έχει πόλεμο έξω. Θ΄ αργήσω", και άλλα.

Καθώς προχωρά η λογοτεχνική αφήγηση της υπόθεσης Πολκ και γίνεται φανερό πώς "ένας μηχανισμός κατέστρεψε τη ζωή ενός αθώου, με το πρόσχημα της σωτηρίας μιας χώρας", και καθώς ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να εντοπίσει την σχεδόν τρομακτική ομοιότητα με τα τεκταινόμενα του σήμερα, όπου το ίδιο άλλοθι της σωτηρίας της χώρας χρησιμοποιείται για να καταστρέψει τη ζωή ενός λαού, προχωρά παράλληλα και η απόπειρα της συγγραφέως να χαρτογραφήσει το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα. Με καυστικό χιούμορ, χωρίς διόλου -να κρύβει το πτώμα κάτω από το χαλί- σημειώνω προς επίρρωσιν των λεγομένων μου τα ενθουσιώδη σχόλια των μαθητών μου, όταν τους διάβασα σχετικά αποσπάσματα- η συγγραφέας αποτυπώνει με ενάργεια, μέσα από το βλέμμα του Μηνά και της Εβελίνας, την παθογένεια ενός εκπαιδευτικού συστήματος που συνθλίβει τους μαθητές, που γεμίζει το κεφάλι τους με άχρηστες γνώσεις, με φράσεις κλισέ τις οποίες αποστηθίζουν, επειδή αρέσουν στους διορθωτές των Πανελλαδικών. Ενός συστήματος που αλλοτριώνει τους μαθητές, όπως τα κορίτσια της θεωρητικής που "σαπίζει το μυαλό τους απ' τα μαθήματα" και "αρρωσταίνουν για ένα μόριο διαφορά", που "γνωρίζουν μόνο τη διδακτέα ύλη και τίποτε άλλο δεν τους ενδιαφέρει, γιατί δεν έχει σχέση με τις Πανελλαδικές", που "τους μαθαίνει πολλά χρήσιμα πράγματα, μα όχι το να θέτουν ερωτήματα", όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η συγγραφέας. Ενός συστήματος που στέκει εν τέλει αμήχανο και αναποτελεσματικό μπροστά σε μαθητές ξεχωριστούς, με αστραφτερό μυαλό, όπως ο Μηνάς, καθώς αδυνατεί να τους παρέχει ευκαιρίες για το πέταγμα του νου τους και τους καθηλώνει σε άδεια και ανούσια σχήματα απομνημόνευσης και παράθεσης πληροφοριών.

Παράλληλα, με ένα χιούμορ ανατρεπτικό, η συγγραφέας σκιαγραφεί προφίλ εκπαιδευτικών και αποτυπώνει τις σχέσεις και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των διδασκόντων. Από τις φατρίες στις παιδαγωγικές συνεδριάσεις (μαθητοπατέρες, συνδικαλίζοντες, ομιλητικοί αλαζόνες, ουδετερόφιλοι), και τις "αποσπασμένες" εκπαιδευτικούς, που "οι παλιοί τις πατάνε κάτω και καμιά τους δεν αντέχει δεύτερο χρόνο", μέχρι τον διευθυντή και τη σύμβουλο, που απουσιάζουν από την παρουσίαση της εργασίας του Μηνά, ο μεν γιατί "είναι πολύ απασχολημένος με τα τρέχοντα", η δε γιατί "δεν μπορεί να αξιοποιήσει την πρωτοβουλία του φιλολόγου για τον υπηρεσιακό της φάκελο".

Στον αντίποδα, ένας ιδιαίτερος δάσκαλος, ο Μαρίνος Σουκιούρογλου, ο οποίος "δεν υποκρίνεται αγάπη για τα παιδιά", δεν στοχεύει απλώς στην παροχή της γνώσης, δεν ενδιαφέρεται μόνο να καλύψει τη διδακτέα ύλη, αλλά πυροδοτεί το πνεύμα τους για αναζήτηση και κριτική σκέψη. Ένας δάσκαλος, ο οποίος κερδίζει την αγάπη των μαθητών του, καθώς οι τελευταίοι εισπράττουν το ανυπόκριτο και αληθινό ενδιαφέρον του για την πνευματική τους εξέλιξη και ωρίμανση. «Υπάρχει Θεός», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μηνάς - «τον λένε Σουκ κι εργάζεται στο σχολείο μας». Ο Σουκ, όπως χαϊδευτικά τον αποκαλούν οι μαθητές του, αντιπροσωπεύει τους ανθρώπους που κάνουν ευσυνείδητα τη δουλειά τους, αναιρώντας την απλουστευτική γενίκευση του τεμπέλη δημόσιου υπάλληλου, γενίκευση που ανατρέπει με εύστοχα επιχειρήματα η συγγραφέας.
Ευρηματικό στη σύλληψή του και αριστοτεχνικό στην εκτέλεσή του, το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα του. Με μια γραφή στιβαρή και δυναμική, η συγγραφέας ξεδιπλώνει την τέχνη της και πίσω από κάθε λέξη αναφαίνεται η ικανότητά της να μας προσφέρει, μαζί με την αισθητική απόλαυση, ερεθίσματα για σκέψη και προβληματισμό, καθιστώντας την ανάγνωση μια πολυδιάστατη εμπειρία.

Δικαιώνοντας τη ρήση του Roland Barthes πως "γραφή είναι η επιστήμη των ηδονών της λαλιάς", το "Χορεύουν οι ελέφαντες" μάς προσφέρει την απόλαυση της ανάγνωσης που μόνο η υψηλή λογοτεχνία μπορεί να προσφέρει.

Γεωργία Κολοβελώνη
Φιλόλογος, M.Ed., Επιμορφώτρια φιλολόγων στις Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνίας