Ο γύρος του θανάτου

του Θωμά Κοροβίνη

(Μια γειτόνισσα για τη μάνα)

«...Αυτό το μικρό, το Αριστάκι, που το φωνάζανε "Γουρούνα", πραγματικά σαν το γουρούνι κυλιόταν και γουρουνίσια ζωή έκανε. Άκου "Γουρούνα"! Τόσα παρατσούκλια βγάζουνε, του Αρίστου αυτό βρήκαν και του' δωσαν; Κι αυτή η εικόνα μόνο μου έμεινε, του Αρίστου στα δώδεκα και τίποτ' άλλο. Μεγάλωσε μέσα στα σοκάκια, κυλιότανε μέσα στη λάσπη και ζητούσε από τη γειτονιά την ψίχα του ψωμιού που περίσσευε απ' το τραπέζι, αν περίσσευε. Σαν τον πτωχό Λάζαρο... Η Ελένη γύριζε απ' το ξενοδούλι αργά το σούρουπο. Εξαντλητικό ωράριο. Ο Αρίστος! Πόσες φορές μοναχά εγώ το συμμάζεψα και το τάισα. Το βρίζανε, το κλοτσούσανε, το χτικιάσανε το παιδί. Απονιά κι απανθρωπιά...»


Τζέφρυ Ευγενίδης, Μισέλ Φουκό, Θωμάς Κοροβίνης. Middlesex, Herculine Barbin, Αριστείδης Παγκρατίδης. Διακειμενικές αναζητήσεις, ο ελληνο-αμερικανός συγγραφέας, ο Γάλλος φιλόσοφος, ο Θεσσαλονικιός φιλόλογος συναντιούνται για να αφηγηθούν μέσα από πολυπρόσωπες συνεντεύξεις τις ιστορίες των ερμαφρόδιτων ηρώων τους, οι δύο πρώτοι, ή ενός "δράκου" της μεταπολεμικής, μετεμφυλιακής Ελλάδας. "Ο πολυφωνικός τρόπος της αφήγησης (σ.σ. του Θωμά Κοροβίνη) εύλογα φέρνει στο μυαλό αντίστοιχα περίτεχνα έργα, όπως το Herculine Barbin του Μισέλ Φουκό όπου, μέσα από τους διάφορους αυτόπτες μάρτυρες του θανάτου ενός ερμαφρόδιτου, προκύπτουν θέματα ταυτότητας, προκαταλήψεων και κοινωνικών εντάσεων", υποστηρίζει στο σκεπτικό της η Επιτροπή των Κρατικών Βραβείων που απένειμε το έπαθλο για το 2011 στο συνεχιστή του "νέου τόνου" του Γιώργου Ιωάννου, για το μυθιστόρημα Ο γύρος του θανάτου από τις ιστορικές εκδόσεις της Άγρας. Είχε προηγηθεί, βέβαια, ο Σάκης Σερέφας στα 1996 με τη νουβέλα Θα γίνω ντιζέζ, όπου ο συγγραφέας συναντά μυθιστορηματικά και συλλέγει καταθέσεις από τους μάρτυρες και το δράστη της πρωτοσέλιδης δολοφονίας ενός wannabe λαϊκού ειδώλου από τον αρραβωνιαστικό της στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του '50. Θα προσέθετα στο ρεύμα του "νέου τόνου" την κρητική βεντέτα της Ιστορίας του Γιώργη Γιατρομανωλάκη από το μακρινό 1982.


(Το αφεντικό του Αρίστου στον γνωστό "γύρο του θανάτου")

«...Έκανε κάτι στραβό κάποτε, με νευρίασε, τον είπα "τσογλάνι" και το μετάνιωσα. Έφταιγε και το κατάλαβε. Ήμαρτον, μου λέει, δεν το ξανακάνω. Το πήρα πίσω. Έκλαιγε όμως, για ώρα, με καυτά δάκρυα, αληθινά. Αφού κι εγώ, που δεν είμαι ευσυγκίνητος, βαλάντωσα. Το απροστάτευτο, τώρα!

Αυτός ήταν ο Αρίστος. Στα μάτια του διάβαζα τον πόνο. Τον πόνο το βαθύ. Την ανασφάλεια. Και ίσως κάποια ντροπή. Σα να ακροβατούσε αυτός σ' ένα άλλο σχοινί, όχι πραγματικό, σαν του Σταυράκη, σ΄ένα σχοινί φανταστικό, αόρατο, κι ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμος να τσακιστεί. Μια ζωή κορώνα- γράμματα. Ένα γλυκό παιδί, ένα μωρό παιδί στο βάθος, πλήρωνε ποιος ξέρει ποιανών κερατάδων τις αμαρτίες...»


Το σκηνικό του Γύρου του Θανάτου στήνει αριστοτεχνικά στη ρημαγμένη συμπρωτεύουσα της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας ο Θωμάς Κοροβίνης. Τρία εγκλήματα τρομοκρατούν τη Θεσσαλονίκη κι ένας φόβος διαλυτικός πλανάται πάνω απότην πόλη, που κλειδαμπαρώνεται στα σπίτια της μόλις πέσει το σκοτάδι. Οι φήμες για την ύπαρξη ενός "δράκου" πληθαίνουν. Η αστυνομία δέχεται πλήθος καταγγελιών, μα αποδεικνύεται ανίκανη να συλλάβει το "μανιακό" δολόφονο. Πέντε χρόνια μετά, κι ενώ η Ελλάδα βυθίζεται στην ανώμαλη πολιτική κατάσταση της προ-δικτατορικής περιόδου, λίγο μετά τα συνταρακτικά γεγονότα της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, συλλαμβάνεται ένας γνωστός στις αρχές παραβατικός 24χρονος, ο Αριστείδης Παγκρατίδης. Του αποδίδονται στην ανάκριση τα στυγερά εγκλήματα του "δράκου" του Σέιχ Σου και μετά από δίκη- παρωδία καταδικάζεται αρχικά σε εννιάχρονη κάθειρξη και κατόπιν σε θάνατο, απόφαση που εκτελείται στα 1968 ενώπιον ενός τρομοκρατημένου από το δικτατορικό καθεστώς λαού.


Στο παραπεμπτικό βούλευμα ο Παγκρατίδης αναφέρεται ως νεαρός "ουδεμιάς τυχών επιμελείας και διαπαιδαγωγήσεως, (που) ετράπη εις την οδόν της διαφθοράς αποκτήσας πολλάς ανωμαλίας χαρακτήρος και διαστροφάς ως κίναιδος προς χρηματισμόν, ενεργητικός ομοφυλόφιλος, ηδονοβλεψίας, κλέπτης, υπεξαιρέτης, πότης, λιποτάκτης και καταχραστής χασίς". O Θωμάς Κοροβίνης χρησιμοποιεί έναν επινοημένο και ετερόκλητο θίασο ανθρώπων, που συναντήθηκαν με τον Αριστείδη Παγκρατίδη στη διάρκεια της πέτρινης εφηβείας και της ανεμοδαρμένης ενηλικίωσής του: έναν παιδικό φίλο, τη στερημένη μάνα του, μία παραδουλεύτρα που γνώριζε την οικογένεια, έναν παρακρατικό περιπτερά γείτονα του Αρίστου, έναν χωροφύλακα της εποχής δημοκρατικών φρονημάτων, ένα συντηρητικό αστό, κάτοικο της "τουριστικής" παραλίας, γύρω από το Λευκό Πύργο, τον Ιωάννη Χαλεπλή, πλανόδιο "πανηγυριτζή" με τον εξόχως επικίνδυνο Γύρο του Θανάτου και προσωρινό εργοδότη του Παγκρατίδη, δύο περιστασιακούς του έρωτες, έναν τραβεστί και μια λαϊκή τραγουδίστρια. Η τελευταία θα εκφωνήσει και τον ιδεατό επικήδειο λόγο για τον αδικοχαμένο αγαπημένο της: "Αυτόν τον κυνηγούσε η ζωή,καρντάση μου,όπως κυνηγούσαν οι μοτοσικλέτες τον κίνδυνο σ΄ εκείνο τον τρελό το γύρο του θανάτου".

«...Κάποιες φορές με εξομολογήθηκε δύο- τρία πράματα, αλήθεια, ψέματα, ιδέα δεν έχω. Τρόμαξα, τρόμαξα, τι να σε πώ! Τι ζωή ήταν αυτή, ρε καρντάση! Πώς σφάξανε μπροστά στα μάτια τον πατέρα του, οι Ελασίτες, λέει, κάποιος καπετάν Λεωνίδας. Πώς μεγάλωσε ορφανός, χωρίς προστασία, μέσα στα σοκάκια και κυλιότανε στη λάσπη και σκάλιζε τους σκουπιδοτενεκέδες για να βρεί αποφάγια... Πώς είχε κάτι γκόμενες γύφτισσες και κάτι παντρεμένες! Δεν είπε τίποτε, και πώς να το πεί, -γυναίκα ήμουνα-, ότι δεκατριών χρονών παιδί, καρντάση μου, τον κάνανε τη δουλειά κάτι παλιοτόμαρα για ένα πιάτο φασολάδα... Ούτε είπε λέξη πώς έγινε μετά αγαπητικός στους γυναικωτούς- άρα μπινές ήτανε- για την "Πεθερά", την ύποπτη ταβέρνα που σύχναζε, ότι φουμάριζε μαύρο, τίποτε. Ότι τον είχε σημαδεμένο η Ασφάλεια και τον είχανε στο μάτι οι μπασκίνες...»

Μόνο που ο αντικειμενικός στόχος του Κοροβίνη μπορεί να φαντάζει σε ένα πρώτο επίπεδο η προσωπογραφία ενός αντιήρωα, βγαλμένου θαρρείς από τα γραπτά του Ζενέ ή τον άγριο νεορεαλισμό του Παζολίνι, αλλά μια βαθύτερη ανάγνωση, ένα δεύτερο στρώμα αποκαλύπτει μια πόλη, μια κοινωνία και μια εποχή φτιασιδωμένες, παρακμιακές και εφιαλτικές, λες και έχουν αναδυθεί από δαντική Κόλαση. Είναι η Θεσσαλονίκη, η "μεγάλη φτωχομάνα", το "χωνευτήρι" λαών, εθνοτήτων, θρησκειών, η πόλη των αέναα μετακινούμενων πληθυσμών. Είναι η κοινωνία που διαμόρφωσαν οι απανωτοί πόλεμοι, η πείνα, η Κατοχή, η προσφυγιά, αλλά και γαλούχησε τους "έξω καρδιά" Βορειοελλαδίτες μεροκαματιάρηδες, τους μικρούς παρανόμους, τους φανατικούς οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων, τις ξεχωριστής ομορφιάς καλλονές του Βαλκανικού Νότου. Και είναι η "μαύρη" δεκαετία του '50 -αν και η οπισθοδρόμηση αυτής της εσχατιάς της "πολιτισμένης" Ευρώπης δείχνει να ξεπερνά τις συμβατικές χρονικές κατηγοροποιήσεις - με την ανείπωτη φτώχεια, τους καθημερινούς εξευτελισμούς για ένα κομμάτι ψωμί, τα χαμόσπιτα που στοιβάζονται πολυμελείς οικογένειες δίχως στον ήλιο μοίρα, τους διαρκώς σκονισμένους χωματόδρομους, τα έντονα πολιτικά πάθη, το κυνήγι των ηττημένων κομμουνιστών του Εμφυλίου, το δίχτυ της κρατικής επιβολής μέσω χαφιέδων και αστυφυλάκων, λίγο πριν μιαν ακόμη μαζική μετανάστευση και προάγγελος της εξαμβλωματικής αντιπαροχής.

Σε κείνη τη δεκαετία -και ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό της- τοποθετεί ο συγγραφέας ένα αμόρφωτο, ατημέλητο "αλάνι", έναν κοινωνικά έκθετο, ψυχικά χαοτικό, συναισθηματικά επιδερμικό ντοστογιεφσκικό φτωχοδιάβολο, τον Αρίστο Παγκρατίδη. Πιο σύντομα μια μικρογραφία, "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση" μιας πανάθλιας κοινωνίας. Ο πρωταγωνιστής στέκει βουβός σε μια σκοτεινή πλευρά της σκηνής. Τα φώτα της ράμπας πέφτουν εκτυφλωτικά στα κατασκευασμένα εν είδει χορού αρχαίας τραγωδίας περιφερειακά μέλη του δράματος. Αυτοί αναλαμβάνουν να συνθέσουν τις ψηφίδες μιας αινιγματικής προσωπικότητας και να σκιαγραφήσουν το εξιλαστήριο θύμα ενός ανείπωτου άγους. Ίσως, υπονοεί ο συγγραφέας, γιατί μέσα από την αποσπασματική σύνθεση και την έλλειψη παντογνώστη αφηγητή, αναδύεται μια κατακερματισμένη αλήθεια, για μια υπόθεση ανεξιχνίαστη ως τα σήμερα. Οι περισσότεροι ιδεατοί ένορκοι της μυθιστορηματικής αναψηλάφησης της δίκης του "δράκου" του Σέιχ Σου είναι σχεδόν σίγουροι για την αθωότητά του. Μόνο που στη δεκαετία του '60, Κράτος - Παρακράτος - Δικαστές - Τύπος - καθεστηκυία τάξη έχουν τον πρώτο λόγο, αυτών επιβάλλεται η θέληση.

(Ένας παρακρατικός, γείτονας του Αρίστου, για τη δράση του)

«...Στο περίπτερο συνέβαιναν διάφορα. Τα ξερα όλα με το νι και με το σίγμα, τι εφημερίδα αγόραζε ο καθένας, τι μάρκα τσιγάρα. Απ' το τηλέφωνο μάθαινα τα πάντα, μέχρι τις ερωτικές λεπτομέρειες του καθενός. Έστηνα αυτί στις κουβέντες και άρπαζα τα μυστικά τους. Κι απ' τα συνθηματικά και τα υπονοούμενα την έπαιρνα χαμπάρι... Σε λίγους μήνες ήξερα όλους τους καθαυτό δεξιούς, πα' να πεί τους ιδεολόγους, εκείνους που δουλεύανε για το δεξιό κράτος με ποικίλα ανταλλάγματα, αυτούς που παράσταιναν τους αριστερούς αλλά που δούλευαν για τη δεξιά, τους καθαυτό αριστερούς, τους φανατικούς δηλαδή, κι αυτούς που έκαναν τους αδιάφορους ή κάποιους άλλους που καμώνονταν ότι δεν χώνευαν τους αριστερούς αλλά ήταν αριστεροί ως το μεδούλι...»


Απότοκο της κατακερματισμένης αφήγησης, της πολωμένης στο έπακρο κοινωνίας, του ανηλεούς ανθρώπινου σφαγείου για τα ελάχιστα, της αξιακής καταβαράθρωσης στο βωμό της ζωώδους αυτοσυντήρησης αποτελεί η ευφυέστατη καταγραφή από τον Κοροβίνη μιας γλωσσικής Βαβέλ και ενός πλήθους ιδιολέκτων που ξενίζουν. Από την καθαρεύουσα του καλοβαλμένου αστού, τη λαϊκή καθομιλούμενη της πόλης, με τα ευάριθμα δάνεια από την τουρκική γλώσσα, έως τα καλιαρντά των τραβεστί, τη μάγκικη αργκό και τη δημοσιοϋπαλληλική διάλεκτο της -κατ' ευφημισμό ημιμαθούς- κρατικής μηχανής.

"Τα πρόσωπα -που όλα κάπως συνδέονται με τον Αριστείδη- κυκλώνουν το θέμα. Ανάλογα με τα βιώματά τους μιλούν διαφορετικές γλώσσες, ενδεικτικές του ρόλου που διαδραματίζουν και συνθέτουν την κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα της πόλης και της χώρας δημιουργώντας τη μυθιστορηματική πλοκή. Πρόκειται για την αναβίωση με δραματικά στοιχεία των σχέσεων, του δρόμου, της παρανομίας, της ιεροσύνης, της πολιτικής, της παρανομίας μιας εποχής. Μιας εποχής τα συμπλέγματα της οποίας επιβιώνουν ακόμη, έστω μ' άλλη φόρμα".

Ο φιλόλογος Θωμάς Κοροβίνης, ο καθηγητής για μια σειρά ετών στην Πόλη, ο ερευνητής της ελληνικής αλλά και της τουρκικής γλώσσας εξηγεί με γλαφυρό τρόπο, σε συνέντευξή του στην Κρυσταλία Πατούλη, το βαθύ χρέος που τον οδήγησε στη λυτρωτική συγγραφή του Γύρου του Θανάτου, ενός κειμένου που διεκδικεί δάφνες γλωσσολογικής διατριβής:

"...Τη δεκαετία του '50 είχε διαμορφωθεί στη χώρα μας ένα σκηνικό, όπου όποιος πολίτης δεν είχε συμπεριφορά δουλική ή προσαρμοστική τουλάχιστον στις εξουσιαστικές και κοινωνικές νόρμες της εποχής, όφειλε συχνά να λογοδοτεί. Μικρό παιδί σφραγίστηκα από το κλίμα απαξίωσης του αυτοπροσδιορισμού και της αυτοδιάθεσης των ανθρώπων.

Ήταν κοινή συνείδηση στην Θεσσαλονίκη ότι ο Παγκρατίδης που εκτελέστηκε το 1968 ως «δράκος του Σέιχ Σου» υπήρξε ένα βολικό θύμα του ενοχικού εκείνου καιρού που τον εξέθρεψε. Ένα παιδί του πάθους και της μοίρας, που η ιστορία του με βασάνιζε και το μυθιστόρημα που έφτιαξα γύρω από την τραγωδία του εκείνη την εποχή, προέκυψε περίπου σαν μια φυσιολογική γέννα. Σκύβω πάντοντε πάνω απ' τα απολωλότα. Μαζεύω τα τσαλαπατημένα άνθη που απομένουν από το ποδοβολητό και το σάρωμα. Η πλούσια γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποιώ δεν είναι φτιαχτή, έτσι μιλούσαν πριν από πενήντα χρόνια οι άνθρωποι."

Το στίγμα της δικής του παιδικής ηλικίας και το ηθικό κατρακύλισμα μιας πόλης και μιας ολόκληρης κοινωνίας προσπαθεί να ξεπλύνει ο Γύρος του Θανάτου. Ο Θωμάς Κοροβίνης ήταν στην ευαίσθητη ηλικία των 14 χρόνων όταν εκτελέσθηκε ο Αριστείδης Παγκρατίδης. Και η ετυμηγορία αυτή της κοινωνίας, στην οποία ανδρωνόταν ο συγγραφέας, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του '60, καταγράφηκε στο υποσυνείδητό του ως ντελίριο αλληλοεξόντωσης σ' έναν ατελείωτο στροβιλισμό στο βαρέλι του Γύρου του Θανάτου.

(Ένας χωροφύλακας δημοκρατικών φρονημάτων)

«...Σπάνια γινόσουνα χαφιές εξ ιδίας βουλήσεως. Εκτός αν ήσουν δασκαλεμένος από σπίτι που είχε παλιά παράδοση από δωσίλογους και μαυραγορίτες. Βέβαια τους πίεζαν ή τους δελέαζαν. Παρόλο που δεν έλειπαν και οι εκ φύσεως κόπροι. Παραμύθια, τώρα! Άμα δεν θες εσύ, άμα δεν το 'χεις στο αίμα σου, ρουφιάνος δεν γίνεσαι. Τι; Με το ζόρι; Τι θα σε κάνουνε; Θα σε πάρουνε το κεφάλι; Να είσαι παλικάρι. Πες ρε: "Δεν μπορώ. Δεν μου κάνει καρδιά να προδώσω άνθρωπο. Τον γείτονά μου, τον αδελφό μου. Τον φίλο μου. Με κανένα αντάλλαγμα". Αν δεν είχαμε εκείνους τους καταδότες, τους αδίστακτους, δεν θα '

μαστε σήμερα σ' αυτό το χάλι...»

Θα καταθέσω την άποψη πως ο Γύρος του Θανάτου επιτελεί διττό σκοπό. Εκπληρώνει πρωταρχικά την ευρεία οπτική μιας ελεγείας για μια εποχή και μια πόλη, βαθειά βουτηγμένων στις κακοδαιμονίες και την καθυστέρηση της ελληνικής πραγματικότητας. Δείχνει ανησυχητικά πως οργανωμένοι θέσμοι και κρατική εξουσία μεταμορφώνουν a priori ευγενείς και λαϊκούς ανθρώπους, μέσω της φτώχειας, της αγραμματοσύνης -θα προσέθετα του lifestyle, αν και αυτό είναι επινόημα μεταγενέστερων χρόνων- σε δυνάμει βιαστές και προδιαγεγραμμένους εγκληματίες.

Με αυτό το τέχνασμα ο Κοροβίνης άξαφνα αποστρέφει εκτυφλωτικό τον προβολέα, κάνοντας gros-plan στην ατομική υπόσταση, που κάποτε έφερε το όνομα Αριστείδης Παγκρατίδης, μα στο διηνεκές θα συναπαρτίζει τη συλλογική μνήμη και θα απολογείται για τη συλλογική ευθύνη των συμπολιτών του, απέναντι στην Ιδέα του Ανθρώπου και του αξιακού του οπλοστασίου που λεηλατείται, όπως λεηλατήθηκε και η Θεσσαλονίκη τους. Όπως μόνον ο ίδιος θα μπορ0ύσε να καταθέσει ψυχή, ο Γύρος του Θανάτου είναι ένα σπαραχτικό, αληθινό βιβλίο, που γράφτηκε όχι με το μυαλό και με το χέρι, μα πιο πολύ με το αίμα μου.

Γιώργος Στυλιανού




Ευγενική χορηγία του forfree.gr