Σκανταλόπετρα

του Σωτήρη Σαμπάνη

Σκανταλόπετρα είναι η βαριά πέτρα που χρησιμοποιούν οι αυτοδύτες σφουγγαράδες όταν βυθίζονται στη θάλασσα για να την έχουν ως τιμόνι, βουτάνε μαζί της ως το σημείο που θέλουν και μετά πατάνε πάνω της για να τους ανεβάσουν πάνω. «Σκανταλόπετρα» λέγεται και το συγκλονιστικότερο μυθιστόρημα που διάβασα φέτος, μια ιστορία ανάμεσα σε δυο αδέρφια, η οποία ιστορία χρησιμεύει ως επικάλυψη για να ξετυλιχτεί μια τραγική ιστορία, δοσμένη διαφορετικά και πρωτότυπα. Ένα μυθιστόρημα που με εξόργισε, με συγκλόνισε, με σακάτεψε ψυχικά και είμαι έτοιμος να το ξαναδιαβάσω. Ποια είναι η σκανταλόπετρα του καθενός μας και πόσο έτοιμοι είμαστε να βυθιστούμε βαθιά μες στον εαυτό μας για να βρούμε το σφουγγάρι της αλήθειας;

Ο Μιχάλης Νέζης επιστρέφει στην Ελλάδα από την Αυστραλία όπου μετανάστευσε (;), δραπέτευσε (;), κρύφτηκε (;) για να δόσει μόσχευμα για τον άρρωστο αδερφό του. Αυτό το ταξίδι θα είναι η αφορμή να ξεδιπλωθεί το δύσκολο και βαρύ παρελθόν του, να θυμηθεί πρόσωπα και καταστάσεις στην Αθήνα του 1950-1960. Υφίσταται την εγχείριση για τη μεταμόσχευση κι όσο περιμένει ταξιδεύει στους τόπους και τα σπίτια που στοίχειωσαν τα εφηβικά του χρόνια. Ένας ένας οι φίλοι και οι γνωστοί, αυτοί που τον πρόδωσαν και αυτοί που τον αγάπησαν, έρχονται να του πιάσουν κουβέντα στις αναμνήσεις του, προσπαθεί να ξεκαθαρίσει τα γεγονότα, να ετοιμαστεί για τη δική του καταβύθιση.

Ο Μιχάλης ήταν ακόμη μικρό παιδί όταν η μάνα του ξαναπαντρεύτηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατο του άντρα της. Αναγκάστηκε να δώσει τον μικρότερο γιο της, Στράτο, για υιοθεσία και να διώξει το μεγαλύτερο, τον Μιχάλη, στα αδέρφια της στην Αθήνα για να της φέρνει λεφτά. Ο Μιχάλης, όπως σχεδόν κάθε παιδί, είχε όνειρο να σπουδάσει και γύρισε την πλάτη του στις σκληρές συνθήκες δουλειάς που τον ανάγκαζαν οι θείοι του να ζει. Άρχισε να φοιτά κρυφά σε νυχτερινό σχολείο, με αποτέλεσμα να τον πετάξουν έξω όταν τον ανακαλύψουν. Από τύχη, τον περιμαζεύει η οικογένεια της Σεμέλης, δυο γονείς κι ένα κορίτσι που τον λάτρεψαν για την εξυπνάδα, το φιλότιμό του και τη φιλοπονία του. Με τη δική τους βοήθεια, ο Μιχάλης βρίσκει δουλειά κι αρχίζει να γίνεται χρήσιμος και απαραίτητος. Τα πάντα αλλάζουν όταν γνωρίζει τη φίλη της Σεμέλης, τη Φανή.

Όλα αυτά εκτυλίσσονται μαζικά από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου αλλά με έναν τρόπο στριφνό και δύσκολο, που με αποθάρρυνε, παρά τον λυρικό τρόπο γραφής του κειμένου. Μου φάνηκαν όλα αυτά τα στοιχεία ατάκτως ερριμμένα στο πρώτο μέρος του βιβλίου, χωρίς επεξήγηση και βοήθεια από πουθενά, ειδικά σε συνδυασμό με την τακτική του συγγραφέα κάπου κάπου να αφήνεται στις δικές του σκέψεις και να γράφει μακροσκελείς παραγράφους φιλοσοφικού περιεχομένου ή να είναι παραπάνω περιγραφικός από όσο πρέπει. Ευτυχώς, όμως, ήρθε σύντομα το δεύτερο μέρος, οπότε ένιωσα λες και ο κύριος Σαμπάνης να ηρέμησε, να έβαλε τα πράγματα στη σειρά που ήθελε και τώρα να παίρνει τη βαθιά ανάσα για να ξεδιπλώσει την ιστορία του όπως πρέπει. Και πράγματι, η εκπνοή του συγγραφέα ήταν εισπνοή δική μου, γιατί δεν κατάφερα πλέον να πάρω ανάσα από τα γεγονότα που ξετυλίγονται στο μυθιστόρημα.

Με τράβηξε ο τρόπος που ο Μιχάλης έχτιζε τη ζωή του, μαθητευόμενος σε καθαριστήριο, με αγάπη για τα υφάσματα που σιδέρωνε και μου άρεσε ο τρόπος που ξεδιπλώθηκαν γύρω του οι χαρακτήρες των οικογενειών της Σεμέλης και της Φανής. Έτσι, σταδιακά, το μυθιστόρημα ανέβηκε σε ένα δεύτερο επίπεδο και άρχισε να ξετυλίγεται η προσωπικότητα της Φανής και να αποκαλύπτεται το συνταρακτικό μυστικό της: ο πατέρας της τη βίαζε επανειλημμένα, κρυφά από την κοκότα, ελαφρόμυαλη μητέρα της. Ένα συγκλονιστικό, δύσκολο θέμα, δοσμένο με ωμότητα και αμεσότητα, χωρίς να καλύπτει κανέναν και τίποτα, μοιράζοντας ακριβοδίκαια τις ευθύνες στους εμπλεκομένους. Ο τρόπος που διάλεξε ο συγγραφέας να αφηγηθεί αυτήν την ιστορία ήταν ο πιο σοκαριστικός που έχω διαβάσει σε βιβλίο. Γιατί δεν πρόκειται απλώς για την αρρωστημένη, ανώμαλη αγάπη του πατέρα προς το παιδί αλλά για κάτι βαθύτερο, που με ανάγκασε πολλές φορές να ματώσω τα χέρια μου από οργή για το απίστευτο σκάνδαλο που με παράσερνε ανερυθρίαστα στον αρρωστημένο κύκλο του.

Αυτή είναι και η πραγματική ιστορία του βιβλίου, που κρύβεται επιμελώς κάτω από την αγάπη των δύο αδερφών που χάθηκαν νωρίς οι δρόμοι τους αλλά ξαναβρέθηκαν λόγω της αρρώστιας του Στράτου. Ο Μιχάλης επέστρεψε στην Ελλάδα για να σώσει τον αδερφό του αλλά και τον εαυτό του. Είναι υποδειγματικός και αριστουργηματικός ο τρόπος γραφής και οι περιπλοκές της ιστορίας. Ειδικά ο πατέρας της Φανής, ο σκληρός, άτεγκτος, αρρωστημένος Δημήτρης Βατικιώτης, μου φάνηκε τόσο παγιδευμένος στην ίδια του τη σάρκα που άρχισα να τον λυπάμαι. Το μπλέξιμο με την κόρη του και οι διαστάσεις που πήρε, ανήθικες και παράνομες, ήταν ένα απίστευτο τέλμα που μόνο ένα τέλος ταίριαζε κι αυτό δόθηκε. Το περίμενα, ανυπομονούσα να το δω, το διάβασα, ικανοποιήθηκα και στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, έρχεται η τρομερή ανατροπή στο σήμερα. Τι πραγματικά συνέβη εκείνη την ημέρα και ποιος δεν είχε καταφέρει να βαστήξει το βάρος των τύψεών του;

Έτσι λοιπόν ο Μιχάλης επαναφέρει αυτά τα γεγονότα στο μυαλό του και με τη βοήθεια της Σεμέλης που τον φιλοξενεί, μόνη πλέον και έχοντας επιζήσει από καρκίνο, τοποθετεί τα κομμάτια του παζλ στη θέση τους. Άραγε η τελική απόφασή του προέκυψε από τις εξελίξεις που έφερε η επιστροφή του στην Ελλάδα, υπήρχε ήδη στο μυαλό του ή ήταν κάτι αυθόρμητο; Αλήθεια, τι συνέβη εκείνη τη μοιραία δεκαετία του 1960; Ποιος ήταν ο νικητής στην παρτίδα αίματος που άνοιξε, ποιος έχασε; Γιατί ο Μιχάλης κουβαλά πάντα μαζί του το σκάφανδρο του πατέρα του;

Υπέροχα ψυχογραφήματα, καταπληκτική ατμόσφαιρα, κλειστοφοβική εξέλιξη, βαθιές ενδοσκοπήσεις είναι λίγα από τα πλεονεκτήματα της γραφής. Οι εκτεταμένες παράγραφοι σκέψεων και φιλοσοφικών απόψεων μειώθηκαν αισθητά στη συνέχεια της ιστορίας, ευτυχώς όμως τις εντόπιζα γρήγορα και τις προσπερνούσα, αυτό ήταν το στυλ του συγγραφέα άλλωστε, το οποίο όμως ουδέποτε δε λειτουργούσε σε βάρος της εξέλιξης, ούτε τοποθετούσε αυτά τα κομμάτια για να γεμίσει άσκοπα σελίδες.

Η ένστασή μου αφορά και το τέλος του μυθιστορήματος, γιατί το κείμενο είναι υποδειγματικό, ξεφεύγει εύκολα από τις πάμπολλες παγίδες κοινοτοπίας που μπορούν να εμφανιστούν κατά την αφήγηση και πήγε να δώσει το φινάλε που κατ’ εμέ ταίριαζε απόλυτα στην ολοκλήρωση και τη λύση της ιστορίας. Δυστυχώς όμως, την τελευταία στιγμή, κάτι εμφανίστηκε που τα ανέτρεψε όλα, κάτι που δυστυχώς δεν κολλάει καθόλου με την υπόλοιπη ιστορία (μόνο στο γεγονός ότι κάπου υπαινίχθηκε κάτι τέτοιο ο ίδιος ο Μιχάλης). Είναι κρίμα που επελέγη αυτό το τέλος, γιατί ένιωσα σα να αποδυναμωνόταν ο κορμός της πλοκής ή, ακόμη χειρότερα, να φοβόταν ο συγγραφέας τις δυνάμεις του που αντικειμενικά έχει, και θέλησε να κλείσει αυτό το καταπληκτικό βιβλίο με κάτι μη αναμενόμενο, που όμως δεν του προσέδωσε το αίσθημα εκείνο της ψυχικής κάθαρσης του αναγνώστη.

Η «Σκανταλόπετρα» είναι ένα μυθιστόρημα εντελώς διαφορετικό από ό,τι είχα διαβάσει ως τώρα και με έφερε αντιμέτωπο με μια σκοτεινή πλευρά που θα προτιμούσα να είχε μείνει αφώτιστη. Δεν ξέρω αν με άλλαξε η ανάγνωση του βιβλίου αυτού προς το καλύτερο ή το χειρότερο, ξέρω όμως το αγάπησα βαθιά και μου έδωσε ένα γερό λογοτεχνικό και όχι μόνο χαστούκι.

Πάνος Τουρλής