Τα ψέματα ανθίζουν στην άμμο

του Νίκου Διακογιάννη

Η Νεραντζία (Αντζία για τους φίλους), τραυματισμένη ψυχικά από την ασέλγεια του πατριού της πάνω της στα έξι της χρόνια, δυσκολεύεται να συμπεριφερθεί σωστά απέναντι σε μια καινούρια σχέση. Καταφεύγει σε ηλεκτρονικά ραντεβού αλλά πάντα κάνει πίσω την τελευταία στιγμή πριν συναντήσει κάθε νέο άντρα. Ώσπου ο Παναγιώτης της τραβάει το ενδιαφέρον και για χάρη του αγωνίζεται να ξεπεράσει τα προβλήματά της, να αντιμετωπίσει τον εαυτό της και να παλέψει για κάποιον που δείχνει πως την αγαπά πραγματικά. Θα τα καταφέρει; Τι υπάρχει και στου Παναγιώτη το παρελθόν και πόσο θα σταθεί ικανό να τους χωρίσει;

Στην αρχή το μυθιστόρημα με κράτησε. Ήταν μια ιστορία ψυχικής και σωματικής κακοποίησης, που αποδόθηκε στρωτά και όμορφα, χωρίς υπερβολές και πρόθεση να σοκάρει. Η Αντζία αγωνίζεται να φτιάξει τη ζωή της, οι σκηνές με τον πατριό εμφανίζονται σποραδικά και λιτά, ακριβώς τη στιγμή που πρέπει, δίνοντας δύναμη και αληθοφάνεια στον χαρακτήρα της. Η γραφή του κυρίου Διακογιάννη είναι πολύ καλή, έχει ολοζώντανες σκηνές, ωραίες σκέψεις και προχωράει την ιστορία του λίγο παραπέρα με παρατηρήσεις, σχολιασμούς και καλολογικά στοιχεία. Η συγκινητική εισαγωγή, που δείχνει ανάγλυφα τον πόνο και την αγωνία της γυναίκας που εκμυστηρεύτηκε στον συγγραφέα τις περιπέτειές της, με προετοίμασε για κάτι έντονο και καλογραμμένο. Τα αποσπάσματα από το τετράδιο της Αντζίας δίνουν στον κύριο Διακογιάννη χώρο να ξεδιπλώσει τον πλούσιο ψυχικό του κόσμο, να χαρίσει λυρικές προτάσεις στον αναγνώστη, να παίξει λίγο με την ποίηση και να ανοίξει για λίγο τις πόρτες της ψυχής της ηρωίδας του.

Κι εκεί που η ιστορία έχει προχωρήσει κι έχουμε φτάσει σε κρίσιμο σημείο, έρχεται το δεύτερο μέρος, στο οποίο δίνεται η ζωή της Αντζίας με τον πατριό της, πώς ξεκίνησε η συγκατοίκησή τους με εκείνη και τη μάνα της και πώς εκείνος μεταμορφώθηκε από στοργικό πατέρα σε έκφυλο τέρας. Άσχημες εικόνες, σοκαριστικές σκηνές και ένα αναπάντεχο τέλος. Μόνο και μόνο για να επιστρέψουμε στην Αντζία που προσπαθεί να συνέλθει από την αποκάλυψη του Παναγιώτη και η ιστορία να πάρει άλλη εξέλιξη. Η ιστορία φτάνει μέχρι την εποχή των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης και πολύ φοβάμαι πως κατόπιν πήρε εκβεβιασμένη τροπή. Ειδικά όταν προς το τέλος οι συμπτώσεις ήταν υπερβολικές, ακόμη και για να είναι αληθινές, δυστυχώς χάθηκε αρκετό από το ενδιαφέρον μου.

Για τον ίδιο λόγο δε μου άρεσε και η περίπτωση των αδερφάδων του Παναγιώτη και ο τρόπος που του φέρθηκαν. Δυστυχώς, είτε είμαι μονοδιάστατος άνθρωπος είτε τα γεγονότα δεν είχαν τη δύναμη να με πείσουν γιατί άλλαξαν έτσι οι χαρακτήρες των δύο αυτών γυναικών. Ήταν τόσο κακές, στριμμένες, στρυφνές και μονοκόμματες που έπρεπε να συμβεί κάτι τόσο σοβαρό στη ζωή του Παναγιώτη για να αλλάξουν και να τον αγαπήσουν στο τέλος; Δεν αντιλέγω ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει, δε σκάπτεται, δε μεταστρέφει γνώμη, όμως δε μεταμορφώνεται κιόλας! Ένα ψήγμα καλοσύνης αν γίνει κακός ή ένα στοιχείο κακίας αν γίνει καλός θα παραμείνουν μέσα του και είναι στο χέρι του αν θα τα αφήσει να επιβληθούν ξανά ή όχι. Οι αδελφές του Παναγιώτη υπέστησαν ριζική, αναληθοφανή κατά την υποκειμενική μου άποψη, αλλαγή.

Το κείμενο είναι καλογραμμένο, μου έδειξε ξεκάθαρα γιατί πολύς κόσμος αγάπησε προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, ειδικά τον «Ύπνο των αγαλμάτων». Μου αρέσει το ύφος του κυρίου Διακογιάννη, έχει βάθος, ενάργεια, δυνατές στιγμές, τρισδιάστατες σκηνές, πλούσια συναισθήματα, αληθινούς χαρακτήρες. Δυστυχώς όμως στο συγκεκριμένο βιβλίο η πλοκή με ξένισε αρκετά και μου φάνηκε υπερβολικά συμπτωματική για να τη δεχτώ. Αν το δούμε όμως αντίστροφα, ο πρωταγωνιστής δεν είναι ούτε η Αντζία, ούτε ο Παναγιώτης αλλά ο πατριός Μανωλιός, ένας άνθρωπος που ναι μεν είναι μονοδιάστατος (είμαι κακός, φιλήδονος, άπληστος και τιμωρούμαι αλλά δε μετανιώνω), όμως δείχνει στο κείμενο όλο το φάσμα της ψυχολογίας του. Επομένως αυτό το διττό της ιστορίας προσμετράται στα θετικά του βιβλίου. Επίσης, μου άρεσε πολύ και το όμορφο, ξεχωριστό εξώφυλλο.

Χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«Ότι δηλαδή οι τοίχοι που συναντούσα στον έρωτα δεν υψώνονταν τυχαία εμπρός μου. Κάποιος είχε αγοράσει τα υλικά, τσιμέντο και χαλίκια. Κάποιος είχε πληρώσει τους εργάτες να πιάσουν δουλειά με την πάρτη μου, Να χτίσουν ζωντανό τον έρωτα» (σελ. 38).

Πάνος Τουρλής