Hotel National

του Σταύρου Χριστοδούλου

b210143«Η μοιραία φιλία δύο ανδρών, με φόντο τη μεγάλη περιπέτεια της Αριστεράς από τη δεκαετία του 1950 έως σήμερα». Μια απλή περίληψη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου που δε με προετοίμασε ούτε στο ελάχιστο για το υπέροχο κείμενο που απλώνεται σε 281 σελίδες και περιγράφει ρεαλιστικά και χωρίς ίχνος διδακτισμού πώς ζούσαν οι πολιτικοί πρόσφυγες μετά τον διωγμό τους από την Ελλάδα. Ο συγγραφέας φτιάχνει έναν σκληρό μικρόκοσμο, υποταγμένο στα «θέλω» του σοσιαλισμού και στα «πρέπει» του πολιτικού αρχηγού, όπου η καθημερινότητα είναι τελματωμένη, τα ιδανικά και η ιδεολογία για τα οποία πολέμησαν μόλις πριν λίγα χρόνια δεν αναγνωρίζονται σε μια χώρα κατ’ επίφασιν ευνομούμενη (συγκεκριμένα εδώ ο τόπος δράσης είναι το Βουκουρέστι και γενικότερα η Ρουμανία) κι όμως εξακολουθούν, αν όχι να ελπίζουν, τουλάχιστον να περιμένουν.

Το σκληρό, αυταρχικό καθεστώς του Νικολάε Τσαουσέσκου επικράτησε από το 1965 έως το 1989 με όλα τα γνωστά και μη ιστορικά γεγονότα και επακόλουθά τους. Σε αυτό το χρονικό και χωρικό πλαίσιο εκτυλίσσεται το εξαίσιο μυθιστόρημα του κυρίου Χριστοδούλου και ξεδιπλώνονται οι ζωές δύο αντρών, ενός πολιτικού πρόσφυγα κι ενός Κύπριου που τον στέλνει «το Κόμμα» στο Βουκουρέστι «για πληροφορίες». Ο Θοδωρής και ο Γρηγόρης αντίστοιχα ζουν γεγονότα, εκπλήξεις, ανατροπές, τον αγώνα του σοσιαλισμού, όμως η σαπουνόφουσκα αρχίζει να γιγαντώνεται, με κίνδυνο να σπάσει.

Ο συγγραφέας έχει διαλέξει ένα ψαγμένο δίπολο: τον πολιτικό πρόσφυγα που αγωνίστηκε στον Γράμμο, κατέφυγε σε μια νέα χώρα (όχι πατρίδα), πιστεύοντας ακράδαντα στα ιδανικά και τη γραμμή του κόμματος και τον Κύπριο που ακολουθεί τη γραμμή του κόμματος, δεν έζησε όμως, ούτε στερήθηκε όσα ο καινούργιος του φίλος. Επιπλέον, ο Θοδωρής αλλάζει και ωριμάζει μέσα στη δίνη της ιστορικής πορείας, σε αντίθεση με τον Γρηγόρη που τον σκουντάνε τα απόνερα αυτών των γεγονότων στην ψυχοσύνθεσή του.

Το κείμενο είναι καλογραμμένο, κυλάει πολύ γρήγορα, πολλές φορές όμως σκόνταφτα σε μια πρόταση ή μια παράγραφο που με γέμιζε τόσο έντονα αισθήματα που σταματούσα το διάβασμα για να σκεφτώ. Τονίζω ξανά πως, αποφεύγοντας τον διδακτισμό και το κόυνημα του δακτύλου, ο κύριος Χριστοδούλου αφήνει την ίδια την καθημερινότητα των πρωταγωνιστών να δείξει πώς ήταν τα πράγματα εκείνη την εποχή σε κάθε σοσιαλιστική δημοκρατία και διαλέγει να ξετυλίξει με τέτοιον τρόπο την πλοκή που οι συνέπειες αυτών των γεγονότων επηρεάζουν φυσικότατα την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων. Δεν παίρνει θέση, απλώς περιγράφει.

Πόση αυτογνωσία και ταυτόχρονα κουράγιο μπορεί να έχει ένας άνθρωπος οικογενειάρχης όταν γράφει: «Εμείς εδώ στο σπίτι καλά. Προσπαθώ να βρω κάτι παραπάνω απ’ το καλά αλλά ως εκεί με πάει» (σελ. 94-95). Ένας άνθρωπος που μεγαλώνει την οικογένειά του σε ένα καθεστώς που «...είχε μετατραπεί σε ένα περίκλειστο ίδρυμα με τροφίμους μουδιασμένους πολίτες που, όσο λιγότερα ήξεραν, τόσο το καλύτερο για την επιβίωσή τους» (σελ. 134). Όλοι αυτοί οι ήρωες περικλείονται σε μία και μόνη πρόταση, που με συγκίνησε αφάνταστα: «Άνθρωποι μετέωροι πάνω από τον γκρεμό της Ιστορίας, πλημμυρισμένοι από όνειρα που αποδείχτηκαν ψευδαισθήσεις...» (σελ. 183). Κι έρχεται το αμείλικτο ερώτημα: «-Σκέφτηκες ποτέ αν τελικά όλο αυτό ήταν μια ουτοπία; Αν άξιζε τον κόπο;» (σελ. 198).

Κι έρχεται η περίοδος 1977-1982, οπότε και επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα ο μεγαλύτερος αριθμός πολιτικών προσφύγων, ανακτώντας και την ελληνική ιθαγένεια. Και τώρα; Πόσο θα επηρεάσει αυτή η αλλαγή τους ήρωες του βιβλίου; Θα γυρίσουν στην πατρίδα; Τι θα αντιμετωπίσουν; Θα είναι ίδια τα πράγματα; Ή θα καταλήξουν με την πικρή διαπίστωση: «Εδώ δεν μας θέλουν. Εκεί δεν τους θέλουμε εμείς. Κι εγώ δεν έχω πια δύναμη για άλλα ψέματα» (σελ. 217).

Ισορροπώντας ιδανικά ανάμεσα στο μελοδραματικό και το ιστορικό είδος, αναπαριστώντας αληθοφανέστατα πρόσωπα και καταστάσεις, δείχνοντας άμεσα και ευθέως τα γεγονότα, γραμμένο με μαεστρία και ολοζώντανους διαλόγους, το Hotel National είναι ένα εξαιρετικό πολυεπίπεδο μυθιστόρημα.

Πάνος Τουρλής