Τι κρύβεις;

της Γιώτας Στεφάνου

b210463Είστε έτοιμοι να διαβάσετε κάτι διαφορετικό, σκληρό, ωμό; Να δοκιμάσετε μια νέα εμπειρία ανάγνωσης; Να μισήσετε την κοινωνία όπως και η Ευσταθία ή Εύα; Το «Τι κρύβεις;» είναι πολύ πρωτότυπο και ως σύλληψη και ως αφήγηση και ως ιστορία.


Η Ευσταθία μεγαλώνει σε μια δύσκολη οικογένεια: ο αδερφός της, ο Νίκος, είναι ένας αυτιστικός έφηβος, που ο πατέρας του τον θεραπεύει με ένταση και φωνές, κλειδώνοντάς τον σε ένα σκοτεινό, ηχομονωμένο δωμάτιο για να συνέλθει από τις κρίσεις του. Η μάνα τους προτιμά να πνίγεται στο ποτό. Ζωή μίζερη, δύσκολη, χωρίς ελπίδα και φως. Με τις κραυγές της Ευσταθίας για τις αδικίες της ζωής να μπερδεύονται με τις οιμωγές του Νίκου όταν πετάει φρέσκες ακαθαρσίες στους τοίχους του δωματίου του. Και όλα αλλάζουν, όταν έρχεται η Έρση, ένα κορίτσι που ο Νίκος ερωτεύεται και αλλάζει άρδην χαρακτήρα και συμπεριφορά, χαρίζοντας ανέμελες στιγμές στην οικογένειά του. Και όλα ανατρέπονται όταν μπαίνει και ο Χελωνάνθρωπος στο προσκήνιο.


Η αφήγηση είναι κινηματογραφική, γρήγορη, ασφυκτική, με αναδρομές στο παρελθόν που συμπληρώνουν τα ιστορούμενα του σήμερα. Η Εύα μας αφηγείται τη ζωή της πριν και μετά με λέξεις δυνατές, που προκαλούν πόνο. Μιλάει λες και πετάει κατάμουτρα στον αναγνώστη πέτρες. Δε σιχτιρίζει, δεν αναθεματίζει τη ζωή άπραγη σε μια γωνιά, αντίθετα, έτσι όπως περιγράφει τις θεοκρατικά και προτυπικά επιτρεπόμενες ευτυχισμένες κοινωνικές και οικογενειακές στιγμές τις απογυμνώνει από το ροζ τούλι τους και τις τοποθετεί στις σωστές τους διαστάσεις. Δεν μπορώ να μη σταθώ με περίσκεψη μπροστά σε προτάσεις σαν αυτήν: «Πες μου γιατί να ακολουθείς τους ηθικούς κανόνες, όταν αυτοί οι κανόνες σε σμπαράλιασαν; Γιατί να πιστεύεις σε ένα Θεό, όταν αυτός ο Θεός σου δίνει μόνο φάπες; Γιατί να τρως στη μούρη το τιμωρητικό κακό του δάχτυλο, όταν δεν έχεις νιώσει ποτέ το χάδι του;» (σελ. 92). Προχωρώντας στη σελίδα 269 εντόπισα μια απροκάλυπτη αλήθεια, σε μια απλή πρόταση όλη η έννοια της κατάθλιψης: «Ζούσα από περιέργεια για να δω το τέλος μου». Κια τέλος στη σελίδα 336 βρήκα την απόλυτη ταύτιση, μια σκέψη που με καλύπτει απόλυτα αλλά ίσως σε άλλους φανεί μισάνθρωπη ή απωθητική: «Όλα αυτά μόνο και μόνο για να έχω οικογενειακές φωτογραφίες που να αποδεικνύουν πως έκανα το καθήκον μου σ’ αυτή τη ζωή. Πως δηλαδή κατάφερα να ζευγαρώσω και να αναπαραχθώ. Λες και δεν το κατάφεραν αυτό εκατομμύρια ηλίθιοι πριν από μένα».


Όλα αυτά έγιναν τότε, με αποκορύφωση μια δολοφονία. Τώρα, στο παρόν, η Εύα έχει φτάσει στην κορυφή της καταξίωσης, άδεια από αισθήματα, ψυχή και έρωτα, ειδικά μετά από ό,τι έγινε εκείνο το βράδυ. Ενώ δηλαδή στο παρελθόν απογυμνώνονται οι άνθρωποι και οι οικογενειακές σχέσεις, στο παρόν απογυμνώνεται η πρωταγωνίστρια, που πλέον έχει τη δύναμη και τις αντοχές να τα βάλει σε μια σειρά και να τιμωρήσει όσους έβλαψαν εκείνη και τον αδερφό της. Αυτή η στροφή στη ζωή της θα τη φέρει αντιμέτωπη με τις συνέπειες των επιλογών της και άλλη μια φορά θα έρθουν τα πάνω κάτω. Ποιος σκότωσε εκείνο το βράδυ; Ποιος είναι ο αθώος και ποιος ο ένοχος; Γιατί ο Χελωνάνθρωπος έκανε τελετές μαύρης μαγείας; Γιατί ο Νίκος ανέβηκε έναν δύσκολο γολγοθά χωρίς ουσιαστική βοήθεια από την αδελφή του;


Ένα υπέροχο, δυνατό κοινωνικό μυθιστόρημα, γεμάτο ένταση, αλήθειες, μυστικά, κλειδωμένα σπίτια, συγκαταβατικές σιωπές ενοχής, ένα κείμενο που δε με άφησε σε ησυχία από την αρχή σχεδόν. Δεχόμουν χαστούκια, μου θύμιζε οικείες καταστάσεις που έχω ζήσει κι εγώ ή θέλω να αποφύγω, η Ευσταθία ή Εύα είναι μια γυναίκα-αράχνη παγιδευμένη στον ίδιο της τον ιστό κι ενώ κατασπαράζει τις μύγες που την πλήγωσαν αρχίζει να τρώει και τις δικές της σάρκες. Όπως γράφει και η ίδια: «Με γελαστές παρέες της πλάκας ή εραστές που έμοιαζαν με φαγητό από ντελίβερι: γρήγορη, λαίμαργη κατανάλωση, βάρος στο στομάχι και ναυτία μετά» (σελ. 163-164). Αλήθεια, αναγνώστη μου, εσύ τι κρύβεις; Θα στο φέρει στην επιφάνεια η συγγραφέας ή θα εξακολουθείς να το κρύβεις κάτω από τον μπουφέ του εγωισμού και της αυταπάτης;


Πάνος Τουρλής