Τα παλιά ασήμια

της Μαίρης Κόντζογλου

b197192Καππαδοκία, γη της πέτρας και των αλόγων. Με τα ηφαιστειογενή πετρώματα, τις υπόγειες σπηλιές, τα σκαλισμένα σε βράχους σπίτια και μοναστήρια. Με το μοσχοβολιστό μαντί και τον παπαρουνόσπορο. Στο κατάκεντρο της Τουρκίας, χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα και τις ειδήσεις, βραχώδης, άξενη και δύσκολη στη χρήση της γη. Σε αυτόν τον μαγευτικό, υπέροχο τόπο εκτυλίσσεται η νέα τριλογία της Μαίρης Κόντζογλου και αφορά την ιστορία της οικογένειας ενός Ελλήνα εμπόρου που άκμασε χάρη στις δραστηριότητές του στα τέλη του 19ου αιώνα και εκπατρίστηκαν βίαια το 1922. Η συγγραφέας χαρίζει υπέροχες εικόνες, μαγευτικά τοπία, ολοζώντανες σκηνές, αληθινούς χαρακτήρες, ριπίζει τον αναγνώστη με αρώματα λεβάντας, δυόσμου και κανέλλας, πλέκει άλλον έναν σφιχτοδεμένο ιστό πλοκής.

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε δύο εποχές, στο σήμερα και στο τότε. Η εξέλιξη των δύο ιστοριών μου φάνηκε λίγο ανισομερής, μιας και στο σήμερα η Έλσα και ο Άλεξ γνωρίζονται και ερωτεύονται κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής της πρώτης στην Καππαδοκία, οπότε παρακολυοθούμε το φλερτ τους και έναν ισχυρό συνεκτικό δσμό που νιώθουν χωρίς να μπορούν να τον εξηγήσουν. Η συγγραφέας, έμπειρη παρατηρήτρια του ανθρώπινου στοιχείου, μου χάρισε γλαφυρότατες σκηνές από εκδρομή Ελλήνων τουριστών, ακριβώς με το λεξιλόγιο, τις συνήθειες, τις προσωπικότητες, τη συμπεριφορά και τα ευτράπελα που έχω συναντήσει κι εγώ σε αντίστοιχα ταξίδια. Διεισδυτικές ματιές, αληθοφάνεια και ο έρωτας να χορεύει γύρω από τους πρωταγωνιστές, από τους οποίους ο καθένας έχει το δικό του παρελθόν, το οποίο μαθαίνουμε τμηματικά. Μια πολύ χαλαρή ιστορία, με πολλές ενδόμυχες σκέψεις να παρεμβάλλονται με αυθάδεια, όμως κάτι μου λέει ότι η κυρία Κόντζογλου στο επόμενο βιβλίο θα τα ανατρέψει όλα!

Θα αναφερθώ εκτενέστερα λοιπόν στην ιστορία της Σεβαστής και του Έλμερ Αλεξάντερ, η οποία είναι πολυπρόσωπη, με ανατροπές, εξελίξεις, πλούσια σε ήθη και έθιμα, πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, χωρίς να κουραστώ ή να μπερδευτώ στιγμή από το πολυπρόσωπο του κειμένου. Στην ιστορία των Χατζηαβράμογλου, ξεδιπλώνεται το απαράμιλλο ταλέντο της κυρίας Κόντζογλου να υφαίνει στον αργαλειό του μυαλού της τις ιστορίες που θέλει να πει, τα στοιχεία που θέλει να τονίσει και τα διδάγματα που θέλει να περάσει. Η ιστορία της Σεβαστής Χατζηαβράμογλου, των γονιών της, των αδελφών της ήταν υπέροχη και απολαυστική. Ξεκίνησε από τη γνωριμία του Αβραάμ με τη Μακρίνα, ενός ζευγαριού που αγαπήθηκε με τον χρόνο, πώς ταίριαξαν, πώς τη ζήτησε ο Αβραάμ, ποιος ο αντίκτυπος στο οικογενειακό περιβάλλον και των δύο, ποια τα αισθήματα της υποταγμένης Μακρίνας που έφυγε από τη φαμελιά της και την αγαπημένη Σινασό για να ζήσει στην πλούσια Καισάρεια, ποιο το εμπόριο και πώς ζούσε ο Αβραάμ μεταξύ Κωνσταντινούπολης, Σμύρνης και Καισάρειας, παρών-απών για τα τέσσερα παιδιά που απέκτησαν, τη Σεβαστή, τον Μποδοσάκη, την Ελισάβετ και τον Συμεών. Τα χρόνια από το 1900 που παντρεύτηκαν ως το 1919 που γνώρισε η μεγάλη τους κόρη τον έρωτα της ζωής της βρίθουν από γεγονότα, περιστατικά, προσωπικότητες, εξελίξεις, ανατροπές, παθήματα, έρωτες, συναισθήματα και πολλά άλλα, που μόνο μια δοκιμασμένη και έμπειρη πένα μπορεί να χαρίσει. Μακάρι να μπορούσα να γράψω κι άλλα, όμως έτσι θα προδώσω άθελά μου σημεία-κλειδιά της υπόθεσης.

Το πρώτο βιβλίο λοιπόν της νέας τριλογίας, που είναι αφιερωμένη στην Καππαδοκία, και διαδραματίζεται σε Σινασό, Καισάρεια, Σαμψούντα, Σμύρνη, Μερζιφούν του Πόντου, με προετοίμασε για μια εξίσου ταραχώδη και συγκλονιστική συνέχεια. Πώς θα δεθούν μεταξύ τους η αγνή, πρωτότοκη, κόρη-μάνα Σεβαστή με τον Βοστονέζο Έλμερ, που διέσχισε τέσσερις μήνες με το πλοίο όλο τον κόσμο για να καταλήξει στο ξακουστό κολέγιο Ανατόλια του Πόντου και να διδάξει; Πόσο βαθιά θα παραμείνει η αγάπη του Αβραάμ και της Μακρίνας; Τι σχέση είχε με τον πατέρα του Αβραάμ η μυστηριώδης γυναίκα με τη μαύρη γάτα; Γιατί ο Αβραάμ αναγκάστηκε να πάρει τον γιο της, Ιορδάνη, στη δούλεψή του; Τι συνέπειες θα έχει αυτό για όλους; Πώς θα είναι η ζωή των πρωταγωνιστών όταν οι φήμες για σφαγές που δείχνουν τόσο θολές μόλις αποβιβάζεται ο στρατός στη Σμύρνη το 1919 γίνουν πραγματικότητα; Πόσο θα αλλάξει τη ζωή της Έλσας του σήμερα το ημερολόγιο της γιαγιάς της, της Σεβαστής, που κρατάει στα χέρια της; Θα βρει ο Αλεξάντερ τις απαντήσεις που ψάχνει για τον μυστηριώδη έρωτα που έζησε ο παππούς του, Έλμερ, στη μακρινή Ανατολή;

Στο πρώτο μέρος λοιπόν των Παλιών Ασημιών, η συγγραφέας επιδέξια τοποθετεί τα πιόνια στη σκακιέρα της, αρχίζει να χτίζει με ήρεμους ρυθμούς την ιστορία της, στήνει και στο βάθος ένα παραβάν που απεικονίζει τα κρίσιμα ιστορικά γεγονότα της εποχής, χωρίς όμως να το αφήνει να παρεμβαίνει επικίνδυνα στην πλοκή και παίρνει θέση για να ξεκινήσει την παρτίδα. Πραγματικά ανυπομονώ για τη συνέχεια!

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Την εποχή εκείνη η Σεβαστή άγγιζε τα είκοσι οκτώ, ή έτσι τουλάχιστον έλεγαν οι προξενήτρες, ηλικία κατά την οποία οι ανύπαντρες κοπέλες στέκονταν με το ένα πόδι πάνω από το βάραθρο της απελπισίας και με το άλλο σκαρφάλωναν στο ράφι για τις ανεπιθύμητες γυναίκες» (σελ. 181).

«Και έμεναν οι γυναίκες πίσω, μάνες και πατεράδες μαζί, κυράδες όμως στα σπιτικά τους, δόξα τω Θεώ, όλα τους τα καλά τα είχαν. Διαφέντευαν με αντρική πυγμή το βιος τους, ανέτρεφαν τα παιδιά αυστηρά, τα μόρφωναν όσο συνηθιζόταν, έκαναν προίκες για τα κορίτσια, και σαν τα χρόνια περνούσαν μπορεί και να ξανάσμιγαν με τον άνδρα τους. Τριάντα και σαράντα χρόνια παντρεμένοι, αν μάζευες όλες τις νύχτες σε ένα τσουβάλι, καλά καλά ούτε δυο χρόνια δεν έβγαιναν που είχαν κοιμηθεί μαζί» (σελ. 349).

«...έβγαλε μια κραυγή ίδια με βρυχηθμό θηρίου, που ακούστηκε ως την άκρη της πολης και πιο πέρα, ως την κορφή του μόνιμα χιονισμένου Ερτζιές, τάραξε τους αγουρωπούς καρπούς στις αμυγδαλιές στο Ανδρονίκι, βυθίστηκε στις υπόγειες στοές της Μαλακοπής, χτύπησε στους ανεμοδαρμένους λόφους της κοιλάδας στο Γκιόρεμε, τρύπωσε στις σκαλισμένες στα βράχια παλιές εκκλησιές, πέρασε από τα σοκάκια της Σινασού και έφτασε ως το μοναστήρι των Παλαιών Ασημιών...» (σελ. 442-443).

«Ύστερα θα σκουπίζονται ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους, θα παίρνουν το χάπι της χοληστερίνης, το αντιυπερτασικό και το χάπι για το ζάχαρο και θα κάνουν πως δεν ζηλεύουν, οι μεν γυναίκες υπεράνω κάθε σεξουαλικής επιθυμίας, οι δε άνδρες υποκάτω κάθε σεξουαλικής δυνατότητας» (σελ. 579).

«Η κοινωνία ήταν κλειστή, σφαλιχτή να έλεγε καλύτερα, οι γυναίκες στα σπίτια, μόνο μεταξύ των συγγενών υπήρχαν σχέσεις, η εκκλησία μοναδική έξοδος και διέξοδος για κοινωνικές επαφές, και οι άνδρες φευγάτοι στη Δύση και στην Ανατολή, εξ αυτού οι γυναίκες τους έπρεπε να είναι διπλά προσεχτικές, τριπλά αποκλεισμένες, τετραπλά σεμνές» (σελ. 616).

Πάνος Τουρλής