Ψηλά τα χέρια, σ΄ αγαπώ

της Ιωάννας Νοταρά

Η ιστορία μιας δημοσιογράφου που μπλέκεται με έναν ληστή τραπεζών, τον οποίο ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Δυστυχώς, δε με κράτησε καθόλου. Μια ιστορία πολύ χαλαρή, άνευρη και αρκετά επιφανειακή, γεμάτη εσωτερικές σκέψεις των πρωταγωνιστών εις βάρος της πλοκής, με τον κακό της υπόθεσης, την κολλητή Εριέττα, πολύ αδίστακτη για να με πείσει και με εμμονή στην αναφορά της ώρας.

Ένα κλασικό δείγμα γυναικείας λογοτεχνίας χωρίς απαιτήσεις, μια ιστορία αγάπης που θα με έπειθε αν ήταν αλλιώς γραμμένη και μια ιστορία που μετά λύπης μου παραδέχομαι ότι δεν παρακολούθησα ως το τέλος. Έχω διαβάσει κι έχω αγαπήσει δείγματα γυναικείας λογοτεχνίας, έχω γράψει για μυθιστορήματα που θα ήθελα να ήταν κατ’ εμέ αλλιώς γραμμένα αλλά όλο και κάτι έβρισκα που να το υποστηρίξω. Δυστυχώς εδώ δε βρήκα κάτι αξιόλογο. Και δε μένω στην ερωτική ιστορία που δεν αρέσει σε έναν άντρα αναγνώστη. Ως άντρας αναγνώστης έχω ταυτιστεί με αρκετούς πρωταγωνιστές και τις περιπέτειές τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως δε βρήκα ούτε ένα θετικό στοιχείο! Σέβομαι τον κόπο και την αγωνία κάθε συγγραφέα που έχει μια ιστορία να πει σε έναν αναγνώστη, γι’ αυτό και γράφω αυτές τις σημειώσεις. Θα αναφέρω αμέσως τι με ξένισε:

α) η δυναμική και η ικανότητα ενός συγγραφέα μεταξύ άλλων είναι να σε παρασέρνει όπου αυτός θέλει και να σε σεργιανίζει σε όποια στιγμή του χρόνου αυτός θέλει. Η διαρκής αναφορά της ώρας δεν προσφέρει τίποτα παρά μόνο αν διαβάζεις αστυνομικό μυθιστόρημα ή αν η στιγμή είναι κομβικό σημείο για την εξέλιξη. Το να αναφέρεται σε πάμπολλα σημεία τι ώρα είναι με κούρασε. Και σε συνδυασμό με την ιδιωματική, ίσως προσωπική, έκφραση «η ώρα πέντε κλπ.» με απομάκρυνε αισθητά. Π. χ.: «Ο Αντώνης η ώρα οκτώ και μισή ήταν στο Ελευθέριος Βενιζέλος...», «Η ώρα δώδεκα η Κοραλία πάρκαρε...», «Η ώρα δύο το μεσημέρι η Λήδα βρισκόταν...», «Ο Χάρης η ώρα εννέα κατέβαινε...» κλπ.

β) Επιπλέον, η αφήγηση δεν ήταν καθόλου σφιχτοδεμένη. Διάλογοι που δεν χρειαζόταν να είναι τόσο μακροσκελείς, που δεν έχουν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, απλώς γέμιζαν τις σελίδες. Οι περισσότερες σκηνές διαδραματίζονταν σε εστιατόρια ή μπροστά σε ένα πιάτο φαγητό. Παρακολούθησα δηλαδή της καθημερινότητα των ανθρώπων σε περίπτωση που συμβεί κάποια εξέλιξη στην πλοκή. Είναι προτιμότερο να συμβαίνει κάτι που να απασχολεί έντονα και δραστικά τους χαρακτήρες παρά να υπάρχει τόσο εκτενής αναφορά στην καθημερινότητά τους, γιατί αυτό δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει ουσιαστική πλοκή. Ελάχιστα καλολογικά στοιχεία θα κοσμούσαν όμορφα το μυθιστόρημα αν η δράση ήταν πιο σφιχτή. Ο πρωταγωνιστής δε με έπεισε καθόλου, ειδικά από τη στιγμή που έγινε μια αλλαγή στην καθημερινότητά του με τέτοιον τρόπο που κάλλιστα θα μπορούσε να είχε γίνει εξαρχής και να μη ληστεύει.

γ) Η κολλητή της Λήδας, Εριέττα, μετά από τροχαίο, δεν πήγε στο νοσοκομείο, γύρισε στο σπίτι της φίλης της που τη φιλοξενούσε. Εκεί την πέτυχε ο πατέρας της φίλης της κι όταν γύρισε και του είπε ότι ένιωθε πονοκέφαλο της είπε να την πάει στο νοσοκομείο αλλά εκείνη προτίμησε να του πει την ιστορία της ζωής της και να τον ενημερώσει για την κόρη του, κοινώς ψιλοκουβέντα για αρκετή ώρα. Μα είναι δυνατόν μετά από ατύχημα να έχεις πονοκέφαλο και να μη σπεύδεις στο νοσοκομείο;

δ) Πώς γίνεται ΟΛΟΙ οι χαρακτήρες να κάνουν ακριβώς την ίδια διαδρομή και τις ίδιες κινήσεις κάθε πρωί και να περιγράφονται κιόλας; Ανοίγουν τα μάτια τους, κάνουν ντους, φτιάχνουν καφέ και βγαίνουν στη βεράντα να καπνίσουν. Όλοι οι χαρακτήρες και όχι μόνο μία φορά. Αυτά είναι περιττές επαναλήψεις.

ε) Ειλικρινά δεν κατάλαβα σε τι αποσκοπούσε η ύπαρξη του χαμένου ετεροθαλούς αδελφού της Λήδας. Ήταν τόσο άκυρη η ύπαρξή του, από τη στιγμή που δε συμβάλλει ουσιαστικά ούτε σε ανατροπή ούτε σε αλλαγή χαρακτήρα ούτε ξεκινάει νέα σειρά γεγονότων. Για αγωνία του αναγνώστη; Δεν την ένιωσα. Οι χαρακτήρες πρέπει να έχουν μια ενδοεπικοινωνία, να αλληλοσχετίζονται, να αλληλοεπηρεάζονται και όχι να έρχονται ως από μηχανής θεοί, χωρίς να προσφέρουν τίποτα.

Επομένως, το μυθιστόρημα με απογοήτευσε σε όλα. Μια απλή ερωτική ιστορία, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις και με κάποια κοινωνικά μηνύματα που ξεπετάγονται σε άκαιρες στιγμές και δε συνάδουν με την υπόλοιπη ροή της ιστορίας.

Πάνος Τουρλής