Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση

του Αιμίλιου Σολωμού

Διάβασα την τελευταία σελίδα και έκλεισα το βιβλίο. Απομακρύνθηκα και σφάλισα τα μάτια μου. Πέρασαν από μπροστά μου τα κομμένα κεφάλια των τροϊκανών, οι συνθήκες ομηρίας των λόρδων το 1870 από τους Αρβανιτάκηδες, οι άνθρωποι που αυτοκτονούν γύρω μας λόγω της δυσβάστακτης ανέχειας στην οποία εξωθήθηκαν λόγω των μέτρων «λιτότητας». Αίμα, βία, απελπισία, φτώχεια, αγωνία, ένα σκοτεινό τούνελ χωρίς έξοδο. Οι εντυπώσεις μου άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται, να σχηματίζουν ένα σώμα, μια ροή, να με παρακινούν να τις εξωτερικεύσω, να τις κάνω κείμενο, να προσπαθήσω να μεταλαμπαδεύσω στον επόμενο αναγνώστη του βιβλίου ό,τι ένιωσα. Τα δάχτυλά μου αγωνίζονται να προλάβουν την ταχύτητα σκέψης, να αξιοποιήσουν όλες τις λέξεις, να μην αφήσουν καμία μέσα μου, αν και φοβάμαι ότι αρκετές θα μείνουν παραπονεμένες. Είναι τόσα και τέτοια τα συναισθήματα που αποκόμισα από αυτό το βιβλίο που ό,τι και να γράψω θα είναι εν συγκρίσει ελάχιστο!

1870, η σφαγή στο Δήλεσι. Η έντονη ανθελληνική στάση ως συνέπεια, ο έλεγχος των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας. Αθήνα 2013, δολοφονία τροϊκανών. Σε ένα παράλληλο σύμπαν, τόσο ίδιο και κοινό με τον 19ο αιώνα, το μίσος, η μισή εκδίκηση, οπλίζει ένα χέρι που βάφει το σήμερα με αίμα. Ποιος και γιατί; Ομοιότητες, παραλληλισμοί, διαμαρτυρίες, κραυγές, εξαιρετική ενορχήστρωση προσώπων, πανέξυπνη πλοκή, τριών χρόνων έρευνα στα ιστορικά γεγονότα, είναι ελάχιστα από αυτά που μπορώ να τονίσω.

Απρίλιος 1870. Μια παρέα Άγγλων λόρδων πηγαίνει βόλτα στις εξοχές της Αττικής και απάγεται από τους Αρβανιτάκηδες και τη συμμορία τους. Εποχή ληστοκρατίας, το ελληνικό κράτος έχει λίγους χρόνους ανεξάρτητης πολιτικής οντότητας, ο βασιλιάς Γεώργιος είναι μόνο επτά χρόνια στον θρόνο. Δέκα περιηγητές και ξεναγοί, Άγγλοι και Ιταλοί υπήκοοι, συνοδεία χωροφυλάκων, επισκέπτονται τον Μαραθώνα. Κατά την επιστροφή, μεταξύ Σπάτων και Πικερμίου, απάγονται από τον Τάκο και τον Χρήστο Αρβανιτάκη και τους ένοπλους συμμορίτες τους. Οι ληστές κράτησαν κάποιους από αυτούς ως ομήρους και απαίτησαν υπέρογκα ποσά και αμνηστεία ώστε να τους αφήσουν ελεύθερους. Οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν πουθενά, ο Στρατός κυνηγούσε τους ληστές και τελικά οι αιχμάλωτοι σφαγιάστηκαν. Αμέσως, ξέσπασε διπλωματικό επεισόδιο: η Ελλάδα αποζημίωσε τους συγγενείς των θυμάτων και η κυβέρνηση Θρασύβουλου Ζαΐμη παραιτήθηκε. Η Ευρώπη τάχτηκε κατά της Ελλάδας με απίστευτο ανθελληνικό μένος, επεμβάσεις Αγγλίας και Ιταλίας στα εσωτερικά της χώρας (ακόμη και παρουσία επιτετραμμένων στις συνεδριάσεις της Βουλής) και πολλά άλλα. Αν δεν ξεσπούσε ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος για να αποσπάσει την προσοχή της διπλωματικής κονίστρας, τα πράγματα θα οξύνονταν σε ασύλληπτο βαθμό.

Αυτή είναι η κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος και η αφορμή για τον συγγραφέα να μας τονίσει άμεσα, ωμά και ελικρινά πόσες ομοιότητες έχει το σήμερα με το τότε, ως προς την ανθελληνική στάση της Ευρώπης, την οικονομική εκμετάλλευση και αποδυνάμωση της χώρας από τους ισχυρούς των κρατών και από το μένος των ξένων να σβηστεί η επικίνδυνη χώρα από τον χάρτη. Με δυναμική αφήγηση, με εναλλαγές και πρωθύστερα, ξεδιπλώνεται η πιο συνταρακτική ιστορία που έχω διαβάσει σε βιβλίο.

Το μυθιστόρημα αφηγείται με τη συγκεκριμένη αρίθμηση που παραθέτω πέντε διαφορετικές ιστορίες που συγκλίνουν μεταξύ τους:

Α) ο δολοφόνος: ποιος είναι, η καταγωγή του από την οικογένεια του ληστή
Δράκου, το ατομικό, κοινωνικό και οικογενειακό του υπόβαθρο και οι λόγοι για τους οποίους αναγκάστηκε να γεμίσει τόσο μίσος και μένος απέναντι στους τροϊκανούς και στους πολιτικούς που λυμαίνονται τη χώρα χωρίς αιδώ και συστολές. Μεγάλη σύμπτωση οι σπουδές του σε πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου τραβάει την προσοχή του η Σφαγή στο Δήλεσι και διαβλέπει τη σύνδεση του τότε με το τώρα. Μια γυναίκα άθελά της θα τον βοηθήσει να μπει στο ξενοδοχείο και να σφάξει τους ξένους. Θα καταφέρει να διαφύγει της σύλληψης; Άφησε ίχνη που θα οδηγήσουν την αστυνομία στο κατόπι του; Ποια είναι πραγματικά η Ρουμπίνη που ερωτεύτηκε;
Β) ο καθηγητής Ιστορίας Ρωμανός Σεργίδης που ερευνά τη σφαγή στο Δήλεσι επισταμένως και λεπτομερώς, επίσης έχοντας παρατηρήσει τις ομοιότητες ως προς τον πολιτικό χειρισμό των ξένων δυνάμεων. Το υλικό που συγκέντρωσε, οι εμπειρίες που αποκόμισε τον εφοδιάζουν με πύρινους λόγους τους οποίους αναλύει στους φοιτητές του, σοκάροντάς τους για την αλήθεια των λόγων του. Ποιος είναι ο καθηγητής, ποια η προσωπική του ιστορία, τι θα κάνει με τα ντοκουμέντα που κρατάει στα χέρια του, γιατί τον συνέλαβε η αστυνομία ως δολοφόνο των τροϊκανών, ποιοι κρύβονται πίσω από τη σκευωρία και γιατί;
Γ) ο αστυνόμος Αποστόλου, με καταγωγή από την Άνδρο, οικογενειάρχης, πάντα πιστός στο καθήκον, ακόμη και εις βάρος της οικογενειακής και προσωπικής του ευτυχίας. Του ανέθεσαν τη διαλεύκανση της υπόθεσης των τροϊκανών, η καριέρα του σε ρίσκο. Θα τα καταφέρει; Θα βρει τον δολοφόνο; Θα μπορέσει να αποκαλύψει τα σκοτεινά μυστικά που κρύβονται πίσω από όλα αυτά; Η γυναίκα του πόση υπομονή θα κάνει ακόμη για να μην απιστήσει; Ο Αποστόλου ως πότε θα βάζει σε προτεραιότητα το καθήκον του, αγνοώντας τα ερείπια της ζωής του γύρω του;
Δ) η σφαγή στο Δήλεσι, μέσα από ντοκουμέντα, αφηγήσεις, γράμματα
Ε) οι περιπτώσεις των ανθρώπων που αυτοκτονούν σήμερα, δοσμένες με συγκινητικό και λυρικό τρόπο.

Ειλικρινά, δεν αποκαλύπτω τίποτα καταγράφοντας τα ανωτέρω. Ίσως φαίνεται μονοδιάστατη η αφήγηση και χωρίς ανατροπές, όμως το κείμενο με κράτησε από την αρχή ως το τέλος και λόγω των εκπλήξεων που με περίμεναν κατά την ανάγνωση και με το κοφτό, ρεαλιστικό στυλ αφήγησης. Βρήκα πολύ έξυπνη την αρίθμηση των κεφαλαίων, που ήταν συνεχόμενη μεν αλλά και με υπο-αριθμήσεις ανάλογα την ιστορία, δηλαδή 1/Α1, 2/Δ1... 5/Β1 κλπ οπότε ήξερα ότι τώρα θα διαβάσω τη συνέχεια της τάδε ιστορίας κ. ο. κ.

Με αριστοτεχνική μαεστρία, ο κύριος Σολωμού συνδέει τους πρωταγωνιστές, τους μπλέκει σε ένα γαϊτανάκι γεγονότων, τους τοποθετεί σε έναν κυκεώνα δράσης-αντίδρασης, αναλύει χωρίς μακροσκελείς αφηγήσεις και αχρείαστες παρένθετες αφηγήσεις τους χαρακτήρες που μας συστήνει και συνθέτει ένα από τα πιο δυνατά, αληθινά, έντονα παζλ κοινωνιολογικής παρατήρησης που έχω γνωρίσει. Δεν μπορώ να τον συγκρίνω με το προηγούμενο βιβλίο του, Το ημερολόγιο μιας απιστίας, γιατί έχει εκτοξευτεί σε άλλες σκάλες δημιουργίας. Έχει βελτιωθεί, έχει ωριμάσει, έχει εξελιχτεί, έχει υπερβεί εαυτόν. Τα ένιωσα όλα: και την αγωνία του να γράψει κάτι καλό, και τα ξενύχτια του στην έρευνα, και τη λαχτάρα του να παραδώσει κάτι στέρεο και ολοκληρωμένο αλλά και την ανυπομονησία του να τελειώσει με αυτήν την ιστορία και να ξεκουραστεί.

Τον δολοφόνο τον ξέρουμε, μας τον συστήνει από την αρχή ο συγγραφέας. Γι’ αυτό θα χαρακτήριζα Το μίσος ως κοινωνικό περισσότερο παρά αστυνομικό ή αν προτιμάτε κοινωνικό μυθιστόρημα ενδεδυμένο τον μανδύα του αστυνομικού. Ως προς το σήμερα, έχουμε εξαιρετική επιλογή χαρακτήρων, διεισδυτικότητα, έντονη και ζωηρή σκιαγράφηση. Ως προς το τότε, με εναλλαγή αφηγήσεων (πρωτοπρόσωπη μέσω επιστολών και τριτοπρόσωπη) και καλά μελετημένη κοινωνική και ηθική τοιχογραφία των ηθών και της εποχής, έχουμε ένα συναρπαστικό κείμενο για το τι επικρατούσε τότε, ποιοι διαφέντευαν τον τόπο και πώς. Συγκλονίστηκα με τις ιστορικές αιχμές του κειμένου και τους εμπεριστατωμένους παραλληλισμούς του ανθελληνισμού και των εσωκομματικών καταστάσεων. Λόγια πύρινα, στέρεα δομημένα, αληθοφανή, τραγικά:

«Συχνά επαναλάμβανε πως όλα τα δεινά που επισωρεύτηκαν στις μέρες μας συνδέονταν άρρηκτα με προβλήματα σε θέματα δομής και θεσμών, σύμφυτα με την εποχή της Ανεξαρτησίας και την ίδρυση του κράτους...-Και μην ξεχνάτε, οι ληστές άφησαν πια τα βουνά και κατέβηκαν στις πόλεις» (σελ. 73).

«Αφετηρία των μαθημάτων του ήταν οι παθογένειες του ελληνικού κράτους που συνέτειναν στη δημιουργία και την ενίσχυση της ληστείας: τα άτακτα σώματα των αγωνιστών που καταδιώχτηκαν απηνώς από την αντιβασιλεία...η φαυλοκρατία, οι συνακόλουθες πελατειακές σχέσεις, η αρχομανία των πολιτικών κοτζαμπάσηδων, που είχαν ανάγκη τις ληστρικές συμμορίες στις εκλογικές τους περιφέρειες για τον εκβιασμό των αντιπάλων και την επικράτησή τους στις εκλογικές αναμετρήσεις» (σελ. 74).

Συμμετοχή ληστρικών συμμοριών στα Ιουνιανά του 1863, απαγωγές πολιτικών προσώπων, εκβιασμοί, κι όλα αυτά αναφέρονταν τεκμηριωμένα στα πρακτικά της Βουλής των Λόρδων και της Βουλής των Κοινοτήτων στην Αγγλία, στα πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, σε καταθέσεις, εκθέσεις, μαρτυρίες, ημερολόγια και δημοσιεύματα της εποχής.

Και συνεχίζει (ο συγγραφέας; ο καθηγητής Σεργίδης;) εν εξάλλω:

«-Εμπρός, κάντε το, ψάξτε την καταγωγή των πολιτικών της πρώτης γραμμής, τις ρίζες τους... Κοτζαμπάσηδες κατά την Τουρκοκρατία, τσιφλικάδες, παλαιοκομματικοί κατά τον 19ο αιώνα, να πλουτίζουν, ν’ αβγαταίνουν τις περιουσίες τους, τυχοδιώκτες και επικίνδυνοι, πότε με τον έναν πολιτικό αρχηγό πότε με τον άλλο, πότε με τη μία μεγάλη δύναμη πότε με την άλλη, αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό κόμμα! Ύποπτοι για τον ρόλο που διαδραμάτισαν κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, αδίστακτοι, πατριδοκάπηλοι στο προσκήνιο, απάτριδες στο παρασκήνιο, πατρίδα τους πάντοτε το χρήμα. Πότε οπαδοί της δημοκρατίας πότε της δικτατορίας κατά τον Μεσοπόλεμο, με τη μεγαλύτερη ευκολία μεταπηδούσαν από τους βενιζελικούς στους βασιλικούς, δωσίλογοι την εποχή της γερμανικής κατοχής, μαυραγορίτες και αμέτοχοι στην καλύτερη περίπτωση, τραμπουκισμοί, νοθείες, ρουσφέτι, μίζες κτλ. κτλ.» (σελ. 399).

«Μας θύμισε την ανικανότητα των πολιτικών, τις εσκεμμένες πιθανόν ενέργειές τους σε πλήθος περιπτώσεων, σε επεισόδια εν πολλοίς άγνωστα, φαινομενικώς ασήμαντα που οδήγησαν τη χώρα σε περιπέτειες, σε πλήρη υποταγή μπροστά στις ιταμές προκλήσεις και απειλές των ξένων» (σελ. 400) (αλήθεια, θυμάστε το επεισόδιο Πατσίφικο το 1849;, την υπόθεση Σουλιέ το 1863, τα λαυρεωτικά του 1873 -η μετοχή της εταιρείας ανατιμήθηκε, παρασύρθηκε κόσμος να πουλήσει τις περιουσίες του για να αγοράσει μετοχές, σας θυμίζει το Χρηματιστήριο του 1999 μήπως;-, ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος μετά την ήττα του 1897, τρομερές ομοιότητες με το σήμερα!)

Πάμε και στις ενστάσεις του Σπιρτούλη:

Ας μου επιτραπεί να χαρακτηρίσω περιττές τις σκηνές με τις αυτοκτονίες των συμπολιτών μας, γιατί, αν και εξίσου καλογραμμένες, είναι τόσο γεμάτο όλο το μυθιστόρημα με τραγικότητα, δυστυχία, απελπισία για την κατάσταση που ζούμε, που οι ιστορίες επιβαρύνουν χειρότερα το κλίμα. Φυσικά δεν περιμένω χαρές και πανηγύρια σε ένα τέτοιο βιβλίο αλλά οι απελπισμένοι άνθρωποι, που από τη μια στιγμή στην άλλη έμειναν στον άσο, μου έδωσαν μια γερή μπουνιά στο στομάχι και την αφορμή να προσευχηθώ έντονα για να προστατέψω τη δική μου ζωή. Ίσως φταίει η καταπληκτική πένα του κυρίου Σολωμού που αγκάλιασε κάθε αυτόχειρα με αγάπη, ενδιαφέρον και συμπόνια, πάντως ψυχοπλακώθηκα ακόμη περισσότερο.

Άλλη αντίρρηση που έχω αφορά στο φινάλε του βιβλίου, το οποίο φυσικά δε θα αποκαλύψω. Επιλογή του συγγραφέα ήταν να κλείσει κάποιες ιστορίες και άλλες να τις αφήσει στην κρίση του αναγνώστη για το τι πραγματικά συνέβη. Αυτό δυσαρέστησε εμένα που είμαι φανατικός της ολοκλήρωσης, δηλαδή γράψε τι πραγματικά θες και άσε με να το κρίνω, μη μου αφήνεις κενά ή τη φαντασία μου να δουλέψει. Επειδή υπάρχουν όμως και τέτοιοι αναγνώστες, το σέβομαι. Άλλωστε, ο συγγραφέας έχει δώσει ένα τέλος σε όλον αυτόν τον κύκλο του αίματος, απλώς κάποιοι θα το αντιληφθούν διαφορετικά από κάποιους άλλους!

Εν συντομία, το Μίσος είναι ένα αριστούργημα κοινωνιολογικής μελέτης, αστυνομικής πλοκής και ιστορικής διεισδυτικότητας που θα σας ξενυχτήσει, θα σας πονέσει, θα σας κλονίσει και θα σας αλλάξει την ιστορική ματιά που έχετε αναπτύξει μέχρι στιγμής!

Πάνος Τουρλής