Ήθελα μόνο να χωρέσω

της Στέλλας Κάσδαγλη

«Ήθελα μόνο να χωρέσω», εξομολογείται στον αναγνώστη η έφηβη Ζωή, μαθήτρια λυκείου, και περιγράφει με ωμότητα, ρεαλισμό και αυτοεκτίμηση την περιπέτειά της με τη νευρική ανορεξία. Ένα κορίτσι, που απ’ ό,τι κατάλαβα ήταν απλώς στρουμπουλό, αλλάζει σχολικό περιβάλλον και αποχωρίζεται την κολλητή της φίλη, με την οποία όμως δε χάνονται. Οι ηλεκτρονικές τους τουλάχιστον συζητήσεις είναι σχεδόν καθημερινές. Ένας σχολικός χορός κι ένα φιλί είναι η αρχή του τέλους για την κοπέλα, η οποία βάζει στόχο να χάσει κάποια κιλά, σταδιακά όμως πέφτει στη μαύρη τρύπα της ανασφάλειας και θεωρεί τον εαυτό της φαγανό τέρας. Θα γλυτώσει από αυτόν τον εφιάλτη; Ποιος θα τη βοηθήσει; Οι γονείς της και η κολλητή της θα σταθούν δυνατοί για να ζήσουν τις χειρότερες στιγμές της ηρωίδας μας;

Ένα κείμενο εξαιρετικά καλογραμμένο, ανατριχιαστικό και ασφυκτικό. Ένιωσα στο πετσί μου την αλλαγή της Ζωής από ζωηρή έφηβη σε ανασφαλή και χαμηλής αυτοεκτίμησης ανορεξικιά. Είναι τρομερό το πώς αισθάνονται αυτά τα παιδιά και αξίζουν πολλά μπράβο στη συγγραφέα για τη σωστή σκιαγράφηση του χαρακτήρα και για την εξαιρετική απόδοση της ψυχολογίας της και του κοινωνικού αντίκτυπου. Η αφήγηση εναλλάσσεται: πότε μιλάει η Ζωή, πότε εναλλάξ οι γονείς της, πότε συζητάει στο chat με την κολλητή της, πότε ανταλλάσσουν μηνύματα στο κινητό. Η ιστορία ρέει και η μεταστροφή του κλίματος από ευχάριστο, ανέμελο, εφηβικό σε εφιαλτικό, κλειστοφοβικό, επισφαλές είναι αμείλικτα κλιμακωτή.

Χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, χωρίς κορώνες και αναθέματα, χωρίς να πανικοβάλλει τον αναγνώστη, η κυρία Κάσδαγλη περιγράφει μια εφιαλτική ζωή που στοιχειώνει πολλές κοπέλες της εποχής μας, με ενδιαφέρον, διεισδυτικότητα και μια αγωνία να μην απομακρυνθεί συναισθηματικά από την αφήγηση. Οι σκέψεις και η αλλαγή της νοοτροπίας της Ζωής με εξόργισαν, αρχικά νομίζοντας λόγω της αμυαλιάς της να σκέφτεται έτσι για το φαγητό, όμως σύντομα κατάλαβα ότι οργίστηκα που ένιωσα ανήμπορος να τη βοηθήσω. Όλα είναι μέσα στο μυαλό και αν δεν υπάρχει χαραμάδα, η πόρτα δεν ανοίγει ολότελα. Ένιωσα τον ιδρώτα και τον φόβο των γονιών, την αδυναμία τους να προσφέρουν κάτι στο παιδί που έφεραν στον κόσμο, ένιωσα την αποστροφή της κοπέλας για κάθε τι βρώσιμο και περίμενα με λαχτάρα το τέλος, ελπίζοντας το κορίτσι να σωθεί έστω και την τελευταία στιγμή.

Το μυθιστόρημα αυτό πρέπει να διαβαστεί από γονείς και εφήβους, ώστε να προσέξουν λίγο περισσότερο, γιατί όταν συνειδητοποιήσουν την ασθένεια, τότε θα είναι αργά. Το κείμενο είναι συγκλονιστικό και αποκαλυπτικό. Μην το χάσετε με τίποτα, γιατί ένα παιδί δίπλα σας πεινάει αλλά δε θα τραβήξει την προσοχή σας πάνω του.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Είχαν όλους τους γιατρούς. Διαιτολόγο, ψυχίατρο, παιδίατρο. Παθολόγο και εργοθεραπευτή. Γιατί τόσοι γιατροί; σκεφτόμουν. Γιατί τόσοι γιατροί για να κάνουν ένα παιδί να φάει; Τι δεν καταλαβαίνω, Ζωή;» (σελ. 115).

«Στην ψυχοθεραπεία δεν υποτίθεται ότι πας για να μιλήσεις σε κάποιον; Ε, εγώ δε μιλάω. Τι να πω; Αν πω αυτά που σκέφτομαι, θα με κλείσουν μέσα. Αν πω αυτά που αισθάνομαι, δε θα καταλάβει κανείς (ουτ’ εγώ καταλαβαίνω). Αν πω ότι δεν ξέρω τι αισθάνομαι, θα αποδειχτεί για μία ακόμη φορά ότι είμαι χαμένη περίπτωση» (σελ. 183).

Πάνος Τουρλής