Στα μονοπάτια του καπνού

της Βασιλικής Λεβεντάκη

Μια αξιόλογη προσπάθεια για αστυνομικό μυθιστόρημα, με τη μυρωδιά του διαλεχτού καπνού να ανακατεύεται με τη διαπεραστική μυρωδιά του αίματος. Σαν τα φύλλα του καπνού που απλώνονται στον ήλιο για να αποξηρανθούν, έτσι και οι ήρωες του μυθιστορήματος απλώνονται στα μάτια του αναγνώστη και του αφηγούνται την ιστορία τους.

Ο αστυνόμος Ηλίας Μαντάς και ο γιατρός Πέτρος Φραζής εμπλέκονται σε μια σειρά δολοφονιών που ξεκινούν από τη Δραπετσώνα και καταλήγουν στην Καβάλα τη δεκαετία του 1930, λίγα χρόνια μετά τη μικρασιατική τραγωδία και την άφιξη των χιλιάδων προσφύγων στην Ελλάδα. Ποιος είναι ο επιχειρηματίας Μηνάς Βασιλείου; Τι κρύβει το παρελθόν του; Τα θύματα τι ρόλο παίζουν στη ζωή του; Ποιος είναι ο δολοφόνος;

Σε γενικές γραμμές, η ιστορία ήταν ικανοποιητική ως προς τον χειρισμό και την εξέλιξή της. Η ταυτότητα του δολοφόνου με άφησε άναυδο και μπορώ να πω ότι ήταν μια πολύ καλή ανατροπή, αν και μου θύμισε έντονα και παραλλαγμένα ανατροπή γνωστής συγγραφέως αστυνομικών βιβλίων. Μόνο η ιστορία με κράτησε και κάποια σκόρπια καλολογικά στοιχεία που συναντούσα κατά την ανάγνωση. Η κυρία Λεβεντάκη έχει όμορφη πένα, είδα σε πολλά σημεία αποσπάσματα που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, όμως στο παρόν βιβλίο ο τρόπος που παρουσίασε τα γεγονότα με ξένισε. Φρόντισε να παρουσιάσει τα θύματα, τους πρωταγωνιστές, τον γιατρό και τον αστυνομικό, τόσο καταιγιστικά και χωρίς ξεκάθαρο συνεκτικό δεσμό ανάμεσα στα περιστατικά, που χάθηκα. Περιέγραφε μια σκηνή, πήγαινε στην επόμενη, μετά σε μια άλλη τόσο απότομα που δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω άνετα την ιστορία. Καταλαβαίνω ότι σε ένα αστυνομικό βιβλίο η δράση είναι καταιγιστική, όμως τα γεγονότα και τα πρόσωπα συνδέονται, έστω με περιγραφή των τόπων και του περιβάλλοντος στο οποίο θα εκτυλιχτεί η επόμενη σκηνή.

Ένα άλλο σημείο που με ξένισε ήταν η περιττή περιγραφή γεγονότων και οι ξύλινοι διάλογοι με άφθονες λέξεις που δεν έχουν νόημα να βρίσκονται εκεί! Για παράδειγμα, δεν μπορεί να σου πετούν πέτρα στο τζάμι του σπιτιού σου και να λες: «Και ξαφνικά ακούω ένα δυνατό μα και παράξενο ήχο, τόσο κοντινό αλλά και τόσο μακρινό, σαν αστραπή που ξέσκιζε τον ουρανό, με κρυστάλλινη ηχώ όμως» (σελ. 163). Αυτό το παρατήρησα σε πολλά σημεία και στην αφήγηση και στις περιγραφές: «Η σκέψη και μόνο εκείνης της γυναίκας, της αέρινης, της εύθραστης, της γεμάτης αντιθέσεις, που επιδίωκε την επιβράβευση σαν κακομαθημένο κοριτσόπουλο και ταυτόχρονα πάλευε για ουσιαστική αλληλεγγύη σαν ώριμη γυναίκα, έκλεινε στον πυρήνα της την αμαρτία» (σελ. 159). Έχω την αίσθηση ότι ακουμπάμε στον βερμπαλισμό και δεν χρειάζεται, η ιστορία είναι δυνατή από μόνη της!

Από την άλλη η Καβάλα ξετυλίγεται πολύ όμορφα και αναπαρίσταται και η εποχή και ο τόπος πολύ μελετημένα. Η διαδικασία της καπνοδιαλογής, τα βάσανα των εργατών, τα λούσα των αφεντικών, η μητρόπολη του καπνού και σημαντικό λιμάνι, χαρίζουν μια μυρωδάτη τοιχογραφία, ποτισμένη όχι νικοτίνη αλλά σέρτικο καπνό.

Επομένως τα Μονοπάτια του καπνού το συστήνω για την ωραία ιδέα της αστυνομικής πλοκής και για την αναπαράσταση της Καβάλας του 1930, όχι για τη γραφή και το ύφος της συγγραφέως, η οποία όμως είμαι σίγουρος οτι δε θα με απογοητεύσει αν ασχοληθεί με άλλο είδος μυθιστορήματος ή ξαναγράψει αστυνομικό μυθιστόρημα με διαφορετική προσέγγιση.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Ένα δυσάρεστο γεγονός είχε φέρει κοντά τρεις ανθρώπους εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους, ενώνοντας κατά παράξενο τρόπο τις μοίρες τους. Ο αστυνόμος, ο κρατούμενος, ο γιατρός...Σαν χαρακτήρες μυθιστορήματος που ο συγγραφέας δεν αποφάσισε ακόμα να ξεκαθαρίσει το ρόλο τους στην πλοκή του έργου του. Σαν άγνωστοι διαβάτες που συναντήθηκαν τυχαία στη διασταύρωση του δρόμου και αποφάσισαν να βαδίσουν σε κοινή πορεία. Σαν κομμάτια γης που κάποια δίψασαν για μια ψιχάλα βροχής και άλλα ποτίστηκαν άφθονα με γάργαρο νερό, αλλά αναπτύχθηκαν από το ίδιο χώμα και ξεριζώθηκαν την ίδια στιγμή, για να βρεθούν ανακατεμένα στη χούφτα του αγρότη που θα αξιολογούσε την ποικιλία τους» (σελ. 36).

Η μαγευτική Καβάλα:

«Ήταν και οι ανάκατες μυρωδιές στους μαχαλάδες και στους εμπορικούς δρόμους, στα χαμόσπιτα και στις επαύλεις από μπαχαρικά και λογής λογής καρυκεύματα, που μπερδεύονταν με τα σπάνια αρώματα των πλούσιων κυράδων και ταξίδευαν τις αισθήσεις στους απολαυστικούς περιπάτους της όσφρησης. Ήταν και οι φωνές των παιδιών μετά το σχόλασμα, καθιώς κατηφόριζαν προς τις Καμάρες για να σνυαντήσουν μανάδες και συγγενείς, γείτονες και γνωστούς όταν εκείνοι τέλειωναν με το μεροκάματο στις καπναποθήκες και επέστρεφαν εξαντλημένοι στα σπιτικά τους, ένα ανθρώπινο ποτάμι που ξεχυνόταν δίχως επικίνδυνη ορμή. Ήταν και τα χέρια τα γδαρμένα από την κοπιαστική εργασία στο χωράφι, τα δάχτυλα τα τρυπημένα από τις βελόνες στο μπούρλιασμα, τότε που τα περισυλλεγμένα φύλλα αποχαιρετούσαν την ασφαλή αγκάλη των κοφινιών για να παραδοθούν στο πέρασμα της κλωστής κι έπειτα του σπάγκου και να μεταμορφωθούν σε γιορτινή γιρλάντα που δεν έμελλε να παίξει το ρόλο διακοσμητικού στοιχείου παρά καλούνταν να ρουφήξει άπληστα τις πύρινες αχτίδες του ήλιου, εξασφαλίζοντας την αποξήρανσή της, οι στιλπνές παλάμες την ώρα της δουλειάς στα τεζάκια, τους πάγκους διαλογής, με την αφή να ματώνει από τον αδιαμαρτύρητο κάματο όσων πάλευαν για την επιβίωσή τους. Ήταν και η επίδειξη πλούτου και γοήτρου στις χοροεσπερίδες της Μεγάλης Λέσχης που θάμπωνε την όραση με την πολυτέλεια και την υπερβολή. Χίλιες εικόνες τόσο ανόμοιες μεταξύ τους, συντροφιά σε μια κοινή πορεία, που μέτραγε χρόνια άνθησης και ακμής από τη μια, φτώχειας καια αγωνίας από την άλλη» (σελ. 67).

Πάνος Τουρλής