Ματωμένα ίχνη

του Henning Mankell

Η ιστορία ξεκινάει με πολλές υποσχέσεις. Διαβάζοντας δε και το βιογραφικό του συγγραφέα ο οποίος φαίνεται ότι ασχολείται με θέματα ευαίσθητα, προϊδεάζεσαι θετικά για μια ευχάριστη όσο και ενδιαφέρουσα ανάγνωση.

Πρωτοσυναντούμε τη Σουηδή αρχαιολόγο Λουίζ Κάντορ στην Πελοπόννησο. Τη βρίσκουμε να ρεμβάζει και να αναπολεί το παρελθόν της λίγο πριν επιστρέψει στην πατρίδα της για ένα συνέδριο. Η επίσκεψη της στο σπίτι του γιού της σηματοδοτεί ουσιαστικά την έναρξη της ιστορίας. Μια και η κεντρική ιδέα του βιβλίου αναγράφεται ήδη στο οπισθόφυλλο, δε θα κάνω περισσότερες αποκαλύψεις από τις αναγκαίες, αν και δεν περιλαμβάνεται σχεδόν καμία έκπληξη στην πλοκή.

Η πολυαναμενόμενη συνάντηση μητέρας και γιού καταλήγει σε ένα δράμα καθώς η Λουίζ βρίσκει το γιο της νεκρό στο κρεβάτι του. Το μόνο αξιόλογο κομμάτι του βιβλίου έχει να κάνει με αυτή την ανακάλυψη και το σοκ που ακολουθεί για τη μητέρα. Ο πόνος της περιγράφεται ξεγυμνωμένος και η ύπαρξη της παραπαίει μεταξύ πραγματικότητας και προσπάθειας για την αποδοχή της.

Καθώς η ηρωίδα αρχίζει να στέκεται στα πόδια της και να αποδέχεται αυτό που συνέβη, ξεκινά και το μυαλό της να σκέφτεται και να αναρωτιέται για τα αίτια αυτής της προσωπικής τραγωδίας. Από εκεί και πέρα χάνεται κυριολεκτικά η μπάλα. Αποκαλύπτεται ότι ο γιος ήταν φορέας του AIDS και παράλληλα ξεπροβάλλει μια απιθανότητα ξεκάρφωτη που έχει να κάνει με τον χαμένο εγκέφαλο του Κέννεντυ, εν ολίγοις άρες, μάρες, κουκουνάρες. Ο αναγνώστης μένει με το στόμα ανοιχτό και αναρωτιέται ποια περίεργη σχέση υπάρχει με τον εγκέφαλο 40 χρόνια πριν. Το αλαλούμ διανθίζεται με άπειρα ταξίδια της ηρωίδας σε όλο τον κόσμο. Την παρακολουθούμε να ανεβοκατεβαίνει σε αεροπλάνα, να αλλάζει ηπείρους, να κοιμάται και να σηκώνεται και εμείς βρισκόμαστε ακόμα να αναρωτιόμαστε τι συμβαίνει.

Στο ομιχλώδες τοπίο της υποτιθέμενης πλοκής, κάποια στιγμή αναδύεται ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, το θέμα της επιδημίας του AIDS στην Αφρική. Μεγάλο θέμα, περικυκλωμένο από παγκόσμια υποκρισία, μαζί με αδιαφορία, προσπάθεια συγκάλυψης της έκτασης του, εκμετάλλευση κάθε είδους και όλα αυτά πασπαλισμένα με άφθονα κροκοδείλια δάκρυα. Παράλληλα θίγονται θέματα όπως η πορνεία, παιδική και ενήλικη, η φτώχεια και ο εξευτελισμός.

Ο συγγραφέας ξεκινά να ασχολείται με την υπόθεση ότι οι κάτοικοι της Μοζαμβίκης που έχουν μολυνθεί από τον ιό χρησιμεύουν σε κάποια φαρμακευτική εταιρεία ως πειραματόζωα νέων εμβολίων. Ο φτωχός δεν έχει άμυνα ως γνωστόν. Περιμένεις η πλοκή να πάρει τα πάνω της. Αναρωτιέσαι πώς θα χειριστεί ο συγγραφέας αυτό που αποτελεί παγκοσμίως ένα κοινό μυστικό. Ανάμεσα στον κυκεώνα των ταξιδιών της ηρωίδας, περιγράφονται κάποιοι φόνοι, προφανώς για να διασφαλιστεί το μυστικό. Γιατί δεν σκότωσαν την ίδια, πράγμα που θα ήταν εξαιρετικά εύκολο καθώς κυκλοφορούσε τυχαία και σκοντάφτοντας από δω κι από κει, για ποιο λόγο σκότωσαν τον πρώην σύζυγό της, για ποιο λόγο σκοτώθηκε ο γιος, αν σκοτώθηκε και δεν αυτοκτόνησε, πώς μολύνθηκε από τον ιό ο ίδιος και πολλά άλλα παραμένουν άξια απορίας για τον αναγνώστη ο οποίος κλείνει το βιβλίο ζαλισμένος από το jet lag.
Στο τέλος συναντάμε την ηρωίδα να φεύγει από την Αφρική έχοντας κάνει μια τρύπα στο νερό και με την απόφαση να επιστρέψει δριμύτερη στο μέλλον για να ανακαλύψει τί συμβαίνει. Σιγά τα αίματα!

Έμιλυ Ιωάννου