του Μπάμπη Χαραλαμπούλια

Ένας καλογραμμένος και ολοζώντανος ογκόλιθος 892 σελίδων που καταφέρνει ένα δυνατό χαστούκι στη στημένη πραγματικότητα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και στην οικονομική εκμετάλλευση της αφέλειας των πιστών από επιτήδειους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Μια καταγγελία για την ελληνική πραγματικότητα και για τον τρόπο με τον οποίο ορισμένοι πανέξυπνοι «λίγοι» χειρίζονται τη ζωή, τα πιστεύω, τα ιδεώδη και την καθημερινή ζωή των περισσότερων από μας. Ειλικρινά, αν κάποιος με ρώταγε ποια μυθιστορήματα να διαβάσω για την ελληνική κοινωνική και οικονομική κατάσταση της Ελλάδας στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα θα πρότεινα τους Θεομπαίχτες του Μπάμπη Χαραλαμπούλια και τη Μαύρη Αυγή του Θάνου Δραγούμη.

Ο Σωκράτης Χαρίτος δεν καταφέρνει ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ασφαλιστικής εταιρείας για την οποία εργάζεται και απολύεται. Σχεδόν ταυτόχρονα γνωρίζει την Ελένη, μια γυναίκα που αλλάζει την καθημερινότητά του και τον βοηθά να ορθοποδήσει ώσπου ένα τροχαίο ατύχημα τους χωρίζει για πάντα. Απελπισμένος, ο Σωκράτης ασυναίσθητα στρέφεται σε μια τηλεοπτική εκπομπή να πει τον πόνο του κι αυτό είναι η αρχή μιας ανατρεπτικής, κλιμακούμενης και τραγικά αληθινής ιστορίας με χιλιάδες πρωταγωνιστές και κομπάρσους, με πάρα πολλά μηνύματα και υπαινιγμούς για τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, με εκατομμύρια αφορμές για σκέψη και προβληματισμό.

Ο συγγραφέας, εκτός από την ικανότητά του να αναπαριστά σκηνές και διαλόγους με ζωντάνια, καταγράφει το χρονικό μιας προσωπικότητας και μιας ανθρώπινης ψυχής απο το ζενίθ ως το ναδίρ της εφήμερής ύπαρξής της (ή μήπως η πορεία είναι καθοδική και όχι ανοδική;). Ένιωσα σα να έβλεπα από κάμερα την καθημερινότητα του πρωταγωνιστή, των στελεχών του τηλεοπτικού καναλιού, των μελών του Κοινόβιου, την αγωνία του Αρχιεπισκόπου να χειριστεί σωστά την αγιοποίηση της Ελένης και τόσα άλλα περιστατικά. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, ο χειρισμός της πραγματικότητας και η εξέλιξη της ιστορίας είναι πανέξυπνα δοσμένα και ειλικρινά δεν περίμενα ότι θα μπορούσε να διατηρηθεί η ιστορία του Χαρίτου κατ’ αυτόν τον τρόπο στην τηλεοπτική επικαιρότητα! Αλλαγές στη στιγμή, ανατροπές, διαψεύσεις και ταυτόχρονος φωτισμός διαφορετικών πλευρών της πραγματικότητας και όλα αυτά προς τέρψιν του κοινού, που χαζεύει μπροστά από ένα γυαλί τις ζωές των άλλων!

Έπαθα σοκ με τον τρόπο που ξεκίνησε το μυθιστόρημα και πώς κλιμακώθηκε κι έφτασε σε αυτό το ταιριαστό τέλος! Μα τόση οξυδέρκεια και διεστραμμένη φαντασία; Μα από χήρος μάρτυρας θαύματος αγίας κι από κει ηγέτης ενός κοινόβιου τριών χιλιάδων ψυχών; Σε στενή συνεργασία με τον πατέρα Τιμόθεο, τον Σάιλοκ της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, παίρνουν στα χέρια τους τα πανωτόκια των τραπεζών και τις ψυχές των πιστών τους που τους άφησαν τα δάνειά τους να τα χειριστούν όπως νομίζουν καλύτερα, αρκεί να απαλλαγούν από αυτά και να τους προστατεύει η Χάρη Της! Γροθιά στο στομάχι τα χιλιάδες αποσπάσματα που αφορούν πρόσωπα και καταστάσεις που έχουν περάσει από την ελληνική πολιτική και θρησκευτική πραγματικότητα (αποκορύφωμα ο Μποχατζόπουλος!), τραγικά πραγματική η κατάσταση με τις τράπεζες. Κι εκεί που λες πού θα καταλήξει αυτό, έρχεται η ύφεση, οι απαιτήσεις της Τρόικας, οι πορείς και η αγανάκτηση, έτσι το Κοινόβιο αρχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κάτι που εκμεταλλεύεται η εξοργισμένη Εκκλησία προς όφελός της, χρησιμοποιώντας τον πιο έξυπνο δούρειο ίππο για κατάρριψη της αγιότητας της Ελένης της Νεαπολίτισσας! Κι όλα αυτά διαδραματίζονται στη Θεσσαλονίκη και τον Βόλβο!

Από την άλλη, όσο καλογραμμένο και παραστατικότατο κι αν είναι το κείμενο, σύντομα ένιωσα να μπουκώνω από πληροφορίες και μηνύματα. Ναι, χάλια και άσχημα τα πράγματα, ναι, ωραία τα παραδείγματα των ανθρώπων που διαλέγει ο συγγραφέας ως τεκμηρίωση των απόψεων και συνέχιση της ιστορίας του, ναι, έξυπνη η κλιμάκωση της ιστορίας, αλλά πρόκειται για πάρα πολλές σελίδες που φοβάμαι ότι ο αναγνώστης ίσως κάπου αδιφορήσει ή κουραστεί! Και είναι αδύνατο να υπερσκελίσει κάποιες σελίδες, γιατί είναι τόσο πυκνογραμμένο το μυθιστόρημα που κάθε λέξη είναι και σημαντικός κρίκος. Η καλύτερη λύση θα ήταν να κυκλοφορήσει σε δύο ή τρία βιβλία που και περισσότερο χώρο θα έδιναν στον συγγραφέα να αναπτύξει τις απόψεις του χωρίς να στομώνει το κουρασμένο μυαλό ενός αναγνώστη και πιο σφιχτοδεμένο θα ήταν. Άνετα μπόρεσα να ξεχωρίσω τρεις περιόδους: το πριν, η αγιοποίηση και η θρησκευτική εκμετάλλευση, το Κοινόβιο και η κρίση.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που ή θα το παρατήσετε ή θα το διαβάζετε σελίδα σελίδα όποτε βρίσκετε χρόνο. Κατ’ εμέ, καλύτερα να το διαβάζετε αργά αργά ώστε να αφομοιώνονται καλύτερα οι πληροφοριες και τα κοινωνικά μηνύματα παρά να το παρατήσετε. Αξίζει να το ανακαλύψετε, γι’ αυτό και το υποστηρίζω.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«-Ξέρεις τι είναι ένα παιδί; Ταξίδια, έρωτες, γούστα, λίγο πολύ όλα αυτά έχουν την ίδια γεύση, δεν σ’ αλλάζουν. Μόνο σαν γίνεις γονιός καταλαβαίνεις ότι έως τώρα γνώριζες μονάχα ένα κομμάτι του εαυτού σου, το εγωιστικό κομμάτι που ξέρει να κοιτάζει αποκλειστικά την πάρτη του. Το παιδί ξεκλειδώνει μέσα σου ένα ολόκληρο ορυχείο από συναισθήματα που αγνοούσες. Δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα απ’ ό,τι έχεις βιώσει. Για πρώτη φορά στη ζωή σου νιώθεις ευτυχία όχι μόνο παίρνοντας αλλά κυρίως δίνοντας. Δίνοντας ολοένα και περισσότερα. Μπροστά σ’ αυτό το θάυμα, το παρελθόν καταλαγιάζει. Άλλωστε, δε σου μένει και χρόνος, να το ταΐσεις, να το κάνεις μπάνιο, να μαγειρέψεις, να πας στη δουλειά...Πού μυαλό και όρεξη για ριπλέι...» (σελ. 68).

«Η όψη του σκοτείνιασε. Οι φαντασιώσεις του μοσχεύματα που απορρίφθηκαν» (σελ. 73).

«Οι τράπεζες είναι κατεξοχήν χώροι ψευδαισθήσεων. Εδώ μέσα δεν υπάρχει απαγορευμένη φαντασίωση, στον ναό του δανεισμού όλα είναι δυνατά..Κυριλέ σφαγείο...Σου γ...νε τη ζωή και δεν ανοίγει ρουθούνι...Πόσοι άνθρωποι θα είχαν γλιτώσει τις περιουσίες τους εάν τα κέρδη ήταν ένα τοις εκατό λιγότερο;» (σελ. 80-81).

«Με κάθε ευρώ που εξοικονομούσε -κόβοντας ακόμα και απ’ τη διατροφή του- τάιζε τα δάνεια, που λίγο ακόμα να έμεναν νηστικά θα ξεπετάγονταν απ’ τα κλουβιά τους και θα κατασπάραζαν το προσημειωμένο του βιός» (σελ. 174).

«-Άκου να σου πω, στην εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης ακόμα και ο ίδιος ο Χριστός να είσαι, όταν πρόκειται για διαφημίσεις θα το βουλώνεις όποτε σου πούμε εμείς! Κατάλαβες;» (σελ. 181).

«Στην εποχή του λυσσαλέου μιντιακού ανταγωνισμού επικρατεί εκείνος που ανταποκρίνεται ταχύτερα στο διαρκώς μεταβαλλόμενο ενδιαφέρον του κοινού εξασφαλίζοντας καλεσμένους με επικοινωνιακό χάρισμα και πλειοδοτεί σε πληροφορίες -διασταυρωμένες ή όχι, δεν έχει μεγάλη σημασία- για το θέμα που κάθε βράδυ αναγορεύεται σε φλέγον ζήτημα της επικαιρότητας. Διότι τα μηχανάκια της «AGB» είναι φτιαγμένα να μετράνε τη θεαματικότητα, όχι την αλήθεια» (σελ. 241).

«Δεν υπάρχει πιο απολαυστικό γεύμα για τους δημοσιογράφους από τις σάρκες ενός καταξιωμένου συναδέλφου τους» (σελ. 246).

«Τη μοίρα μιας ολόκληρης γενιάς καθηλωμένης στο πλαφόν των επτακοσίων ευρώ, που ισοπέδωνε τα πτυχία των πανεπιστημίων, τις ξένες γλώσσες, την εξυπνάδα, την εργατικότητα. Μονη δίοδος για μια αξιοπρεπή ζωή στη σύγχρονη Ελλάδα, τα λεφτά των γονιών ή μια θέση στο Δημόσιο που τάζουν τα πουλημένα κομματόσκυλα για να στρατολογούνε οπαδούς απ’ την απελπισμένη μάζα των ανέργων. Η προσωπική αξία δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Η προσωπική αξία ήταν καταδικασμένη να αναδεικνύεται μονάχα μέσα από κομπίνες... Η δομή του κράτους, από την κυβέρνηση, τα κόμματα ως τον τελευταίο δημόσιο υπάλληλο, τρεφόταν από μαύρο χρήμα και κλίκες...Μια κοινωνία της οποίας οι ίδιοι οι γ... ηγέτες έχουν κάνει τη διαφθορά θρησκεία και την ατιμωρησία νόμο του κράτους, εκπέμπει ένα στίγμα στους από κάτω» (σελ. 568).

«Αναπόφευκτα, σκάνδαλο το σκάνδαλο αρχίζεις να απευαισθητοποιείσαι. Τη θέση της οργής παίρνει η στενοχώρια, τη θέση της στενοχώριας η πίκρα, ακολουθεί η περιφρόνηση και εντέλει σαν λύτρωση επέρχεται η αδιαφορία. Στο τέλος τίποτα πια δε σου κάνει εντύπωση. Τους έχεις ικανούς για όλα...Τι σόι δημοκρατία είναι αυτή που οι νόμοι ισχύουν για όλους εκτός από τα κόμματα, τους πολιτικούς και τους κομματικώς διορισμένους κρατικούς αξιωματούχους;» (σελ. 569).

«Εάν ένας πιστός αρχίσει τις ερωτήσεις, δύσκολα τον κρατάς. Όσες απαντήσεις και να του δώσεις, πάντα θα ζητάει κάτι περισσότερο. Έχει πάψει να δέχεται τον Θεό ως δεδομένο και απαιτεί αποδείξεις, είναι χαμένη υπόθεση» (σελ. 661).

«Του φάνηκε σαν να περπατούσε στον διάδρομο ενός μουσείου. Ενός υπαίθριου μουσείου οικονομικού ολοκαυτώματος» (σελ. 804). [περπατώντας σε δρόμο με άδεια και κλειστά μαγαζιά]

«Σ’ αυτούς που έχουν μάθει να ζουν μέσα στην τηλεόραση, το ένστικτο της αυτοπροβολής γίνεται εξίσου δυνατό με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Τους τρελαίνει το γυαλί. Δεν αντέχουν τον εξοστρακισμό από την οθόνη, είναι σαν ένα είδος θανάτου γι’ αυτούς...Όταν η τηλεοπτική εικόνα κάποιου είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχει να παρουσιάσει η μίζερη ζωή του, τότε η εικόνα του σα να αποκτά ξεχωριστή υπόσταση, ξεχωριστό ένστικτο αυτοσυντήρησηης από κείνο του πραγματικού εαυτού του» (σελ. 872).

Πάνος Τουρλής