Το πορτρέτο της σιωπής

της Τέσυ Μπάιλα

Όταν αντικρίζεις μια βυζαντινή εικόνα σε μια εκκλησία νιώθεις δέος και γονατίζεις μπροστά της. Σε παρασύρουν η μυσταγωγία του χώρου, το γλυκό βλέμμα του απεικονιζόμενου προσώπου, η αύρα και η άλως ενός υπερφυσικού επέκεινα. Γονατίζεις και προσεύχεσαι, γλυκαίνει η ψυχή σου, κάποτε δακρύζεις κιόλας. Δεν είναι τόσο η τέχνη του αγιογράφου ούτε το πρόσωπο που απεικονίζεται, όσο η δύναμη που αντλείς από μέσα σου, η ανάγκη να ακουμπήσεις κάπου το βλέμμα σου και την ψυχή σου, γι' αυτό και γονατίζεις, έμπλεως δέους για την ιερή ατμόσφαιρα.

Αυτά τα συναισθήματα μου γεννήθηκαν όταν διάβασα και το βιβλίο «Το πορτρέτο της σιωπής» της καταπληκτικής συγγραφέως Τέσυς Μπάιλα. Μου κράτησε την πιο γλυκιά συντροφιά στις φετινές διακοπές μου, με γέμισε δέος,με συγκίνησε. Όσο δυνατή είναι η πένα της συγγραφέως άλλο τόσο αδύναμη είναι η ικανότητά μου να μεταδώσω τα συναισθήματα που ένιωσα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο. Σα βυζαντινή αγιογραφία, ζωγραφισμένη με τον χρωστήρα του ταλέντου, το «Πορτρέτο της σιωπής» περιγράφει το ψυχολογικό αδιέξοδο του Χριστόφορου, κατά κόσμον Γιάννη, ενός παιδιού που μεγάλωσε σε νησί, αγάπησε τη μουσική και αφοσιώθηκε στο βιολί. Με τις νότες του βιολιού χάιδευε τα αυτιά του Θεού και σχεδίαζε τις ισχνές γραμμές του χαρακτήρα του. Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι κάποιος ψιθυρίζει τρυφερά αλλά και απαιτητικά το όνομά του, οπότε εγκατέλειψε τη γυναίκα που αγαπούσε, τους γονείς του και το νησί του και αφοσιώθηκε στον Θεό («Θέλησε ν' αποσυρθεί απ' τη ζωή των μάταιων συναναστροφών, να γίνει ένας αναχωρητής του εφήμερου και να μαθητεύσει στη μοναξιά του ασκητισμού, μήπως κι έτσι ανακαλύψει την αρμονία που κρύβει μέσα της η ουράνια μελωδία. Θέλησε ν' αφεθεί στην υπέρβαση των ορίων του, μήπως κι έτσι βρει την αληθινή του ταυτότητα, μήπως και κατορθώσει και ανακαλύψει ποιος στ' αλήθεια είναι», σελ. 26).

Εκπληκτικές περιγραφές του Αγίου Όρους, δυνατές σκηνές μοναχισμού, κατανυκτικές ολονυκτίες και εξαντλητικοί όρθροι. Ψυχές χωρίς Παράδεισο, ίσκιοι χωρίς σώματα, καντήλια με θείο λάδι, οι μοναχοί αγωνίζονται για τον σημερινό επιούσιο και για το αυριανό άδηλο μέλλον. Τοπία με χρώματα, μόχθος, καθημερινότητα, ικεσίες, παρακλήσεις, μυσταγωγία, η συγγραφέας δε φείδεται να τα καταγράψει, δε διστάζει να τα αναπαραστήσει μπροστά στα μάτια μας. Μια γυναίκα που ποτέ δεν πάτησε στο Άγιον Όρος λόγω του άβατου καταφέρνει να αναπαραστήσει τη ζωή στα μοναστήρια και στην ερημιά του Περιβολιού της Παναγίας. Και το βιολί του Χριστόφορου να χαρίζει τις θείες μελωδίες του στον απαιτητικό Ακουστή του.

Δυστυχώς όμως η ζωή, τόσο κακομαθημένη που είναι, δεν ξεχνά τα σκέρτσα της και τα νάζια της και σύντομα ο Χριστόφορος αναγκάζεται να γυρίσει πίσω στο παρελθόν που εγκατέλειψε, για να σώσει τη ζωή της κόρης του που δεν ήξερε ότι είχε. Η γυναίκα που άφησε άναυδη να κοιτάζει την άδεια κόχη του ήταν έγκυος και αρκετά χρόνια μετά, το κοριτσάκι τους επλήγη από λευχαιμία. Ο εσωτερικός κόσμος του Χριστόφορου γκρεμίζεται, ο θόρυβος από τις πόρτες που κλείνουν γύρω του μία μία είναι εκκωφαντικός. Τι θα κάνει; Πώς θα αντιδράσει; Ποια θα είναι η επόμενη κίνησή του; Θα καταφέρει να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του αλλά κυρίως με τον εαυτό του;

Η συγγραφέας χειρίζεται μοναδικά μια ιστορία που ίσως ακούγεται μελοδραματική και καθόλου πρωτότυπη, όμως είναι τόσο καλογραμμένη και η εξέλιξη είναι τόσο πρωτότυπη που δε θα αφήσει ασυγκίνητο κανεναν αναγνώστη. Επιπλέον, υπάρχουν τόσο έντονα ζωγραφισμένοι χαρακτήρες που εκτυλίσσουν τον δικό τους μύθο παράλληλα με την ιστορία του Χριστόφορου που η πλοκή γίνεται πλούσια, μεστή και ανατρεπτική. Παράλληλα με όλα αυτά φτάνει στο Άγιον Όρος κι ένας μυστηριώδης μοναχός με ένα σκοτεινό παρελθόν που εξαφανίζεται μετά από έναν μήνα. Ποιος είναι στην πραγματικότητα ο μοναχός Ιάκωβος; Τι γυρεύει στο Περιβόλι της Παναγίας και γιατί δε μιλάει σε κανέναν; Πώς θα τα φέρει η μοίρα να βρεθούν καιρό αργότερα σε τελείως απρόσμενες συνθήκες με τον Χριστόφορο;

Ένα διαφορετικό, πολυεπίπεδο, καλογραμμένο μυθιστόρημα, με έναν από τους ωραιότερους χαρακτήρες που έχω συναντήσει, έναν άντρα που αναλαμβάνει τις ευθύνες του και δίνει μόνος του την οριστική λύση στο δράμα που τύλιξε σφιχτά τη ζωή του. Μη διστάσετε να αφήσετε τον εαυτό σας να παρασυρθεί από τις νότες του βιολιού και να μελετήσετε γραμμή γραμμή το Πορτρέτο της σιωπής μιας συγγραφέως που μας χάρισε πρόσφατα το τελευταίο της βιβλίο, «Το μυστικό ήταν η ζάχαρη». Θα μεθύσετε από το θείο κρασί της συγγραφής και θα γίνετε κοινωνοί μιας πρωτότυπης μυσταγωγίας. Πάντως ειλικρινά πιστεύω ότι αυτό το βιβλίο μπορεί κάλλιστα να μεταφερθεί στην ελληνική τηλεόραση σε μορφή σήριαλ.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα (δεν ξέρω τι να πρωτογράψω):

«Aσυλλόγιστα o Οκτώβρης είχε κάνει τα πρώτα φύλλα να κιτρινίσουν. Συστάδες δέντρων συνομιλούσαν ψιθυρίζοντας το τέλος του καλοκαιριού. Χρωματικοί πορφυρισμοί, παγιδευμένοι στα κλαδιά τους, λαμπύριζαν μες στη βροχή. Η γη απέπνεε τις μυρωδιές της νοτισμένης προσμονής, αφού είχε περάσει πολύς καιρός από την προηγούμενη νεροποντή. Κολασμένα αναζητούσε να ξεδιψάσει απ' το υγρό της χάδι. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου, μια συκιά, μόνη ανάμεσα στα τόσα αμπέλια, εξακολουθούσε να λατρεύει τον ουρανό, με στραμμένα σε ικεσία τα κλαδιά της, σ' ένα σιωπηλό θρήνο, ωδή στην αναπόδραστη μοναξιά της. Δακρυσμένες σταγόνες εισχωρούσαν παντού, συνωμοτώντας ψιθυριστά με τους ορεινούς όγκους» (σελ. 13).

«Μόνος, αυτός, η θάλασσα και η μουσική του. Η μουσική, που πάντα γύριζε μέσα του, να του θυμίζει, ότι τίποτα περισσότερο δεν χρειάζεται ένας πόθος παρά μια τόση δα μικρή σχισμή, μια ελάχιστη χαραμάδα για να γεμίσει ο νους, μια μόνο σπίθα για να πυρποληθεί η σκέψη» (σελ. 26).

«Πώς κρύφτηκε, Θεέ μου, τόσος πόνος μέσα σε μια στιγμή; Τόση οργή και θλίψη, μέσα σε ένα και μόνο βλέμμα; Σαν ζακετάκι ακουμπισμένο ανέμελα, πάνω στην κουπαστή ενός πλοίου η ψυχή της. Ξεχασμένο εκεί να το φυσά ο αέρας, να το βρέχει η αρμύρα, να το νοτίζει η θάλασσα, λίγο πριν πέσει μέσα στα κύματα της απελπισίας! Κι αν ξέρει κανείς να κολυμπά είναι καλά. Μα κάποιοι δεν μπόρεσαν ποτέ να μάθουν. Πάντα τρόμαζαν να κοιτούν τη θάλασσα, γιατί στο μυαλό τους, βάθη και σκότος, υγρή φυλακή, έρχονται πάντα στη θέα της» (σελ. 40).

«Ο μόνος ήχος που έφτανε στον Χριστόφορο, ήταν αυτός ο μουσικός αποχωρισμός των δροσοσταλίδων, που αργά και σταθερά, έσταζαν στο έδαφος, σίγουρες για τον αφανισμό τους, άστρα που δάκρυζαν για το χαμό της σύντομης ζωής τους» (σελ. 70).

«Ποιος μπορεί άλλωστε να διακρίνει τα όρια σ' αυτές τις περιπτώσεις και να μιλήσει με σιγουριά; Και ποιος μπορεί να δει στα κατάβαθα της ψυχής του άλλου τι κρύβεται, όταν κισσός ο πόνος απομυζά όσους χυμούς τής έχουν απομείνει;» (σελ. 77).

«Ένας ολόλαμπρος ήλιος ήρθε το επόμενο πρωινό να ζεστάνει γλυκά το νησί. Αναζήτησε με τις πρώτες αχτίδες του την πέτρινη γη να σμίξει μαζί της, έλουσε τα μαλλιά του στο γαλάζιο νερό και πλημμύρισε τον αιθέρα νιάτα και ομορφιά. Όρμησε μέσα από το μισάνοιχτο παράθυρο του δωματίου, τελάλης της καινούργιας μέρας. Στάθηκε πρώτα κοντά στη Φωτεινή, έπαιξε με τα απλωμένα χέρια της και προχώρησε να καλημερίσει τα μάτια της. Τα παγωμένα της δάκρυα τον τρόμαξαν. Γρήγορα πλημμύρισε φως το δωμάτιο, ελπίζοντας έτσι να συνθλίψει τη σκοτεινιά, που στρογγυλοκαθισμένη στο σαλόνι απέναντι από τη Φωτεινή, όλο το βράδυ έμεινε μοναδική συντροφιά, να σκουπίζει τα βουβά δάκρυά της» (σελ. 82).

«Κι ο πόνος τι άλλο, παρά ένα παιδί που γεννιέται όταν η αγάπη ερωτευτεί τον αποχωρισμό, που αγκαλιάζει σφιχτά την καρδιά και το νου και δεν αφήνει περιθώριο στα μάτια να κοιτάξουν γύρω τους μ' αθόλωτο βλέμμα» (σελ. 84).

«Κι η αγάπη ξέρει να ντύνεται το κουστούμι της υπομονής. Και κάθεται σε μια γωνιά ν' αχνοχαμογελά, γιατί από πριν γνωρίζει πως τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί σε ό,τι αυτή θελήσει» (σελ. 115).

«Μπορεί μια στιγμή να μετατραπεί σε έναν ολόκληρο αιώνα, κι ένας αιώνας να σβήσει στη διάρκεια μια στιγμής; Δυο ζευγάρια μάτια διασταυρώθηκαν σε μια ανελέητη ματιά! Καρφώθηκαν το ένα μέσα στο άλλο κι αναζήτησαν τις αλήθειες τους. Κι όλη η τρικυμία μιας καταιγίδας αλλά και η γαλήνη μιας λίμνης αποτυπώθηκαν στο βλέμμα τους. Το βλέμμα μιας μόνο στιγμής! Γι' αυτήν όλη η ζωή, κι ο χρόνος ένας αδιαπραγμάτευτος ληστής της ανθρώπινης μοίρας! Μια στιγμή σαν αιώνας μεγάλη! Σε μια ματιά αναπάντεχη! Αμίλητοι δυο άνθρωποι χάθηκαν στο μελωδικό δάσος ενός βλέμματος! Δυο διψασμένα πουλιά που έψαχναν να βρουν την πηγή της αλήθειας τους. Να δροσιστούν από το νερό της για να συνεχίσουν, χωριστά και πάλι, το καθένα τη δική του πορεία» (σελ. 260).

«Γιατί είναι αλήθεια, κάποτε τα λόγια χάνονται πριν κατορθώσει κανείς να τα αρθρώσει. Καταδικάζονται να μην μπορέσουν ποτέ να δώσουν μορφή σε όσα η καρδιά ορίζει. Και μένουν μόνο οι σκέψεις. Αδύναμα τα χείλη να σχηματίσουν τις λέξεις. Κι οι λέξεις μετέωρες στο λαβύρινθο του νου. Ξεχασμένες σταλαγματιές βροχής που χάθηκαν στην απρόσμενη καταιγίδα. ...γιατί είναι κάποιες φορές που η ζωή παίζει φιλήδονα με τους ανθρώπους και τα πάθη τους. Βγάζει τον κρυμμένο άσο από το μανίκι της και το ρίχνει στο τραπέζι. Και τότε είναι που είτε καίγεσαι και χάνεις τα πάντα, είτε κερδίζεις και τραβάς καινούργιο φύλλο στο παιχνίδι της. Μα τίποτα δε μένει πια ίδιο. Αλλά το κόστος που μοιραία θα κληθείς να πληρώσεις είναι πολύ μεγάλο. Κι άλλοτε πάλι σφυρίζει αδιάφορα τα μυστικά της και φαίνεται να προσπερνά χωρίς να αφήνει πίσω της σημάδια. Μα πάντα, ένα μελτέμι αρώματα, από τα πιο ηχηρά, έρχεται να σφυρίξει τα πιο αναπότρεπτα όνειρα» (σελ. 266).

Πάνος Τουρλής