Το χαμένο ταίρι

του Διονύση Λεϊμονή

Η γιαγιά Δέσποινα και το χαμένο ταίρι της. Η οδύσσεια μιας γυναίκας που ξεριζώθηκε μαζί με τόσους από τη Σμύρνη το 1922 για να έρθει στην Ελλάδα και να αντιμετωπίσει το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Το βιβλίο μου τράβηξε το ενδιαφέρον λόγω της Σάμου (νησί καταγωγής μου) όπου ζει η εγγονή της κυρά-Δέσποινας, και λόγω της μικρασιατικής καταστροφής που πάντα μου χτυπάει μια ευαίσθητη χορδή (ένεκα οι παππούδες εκ Βουρλών). Επιτρέψτε μου να πω ότι το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη: στα πριν της αφήγησης της γιαγιάς και στην αφήγηση. Τι εννοώ; Μέχρι να μπούμε στο κλίμα και να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται διαβάζουμε για τη συνονόματη εγγόνα και πώς μαθαίνει για το εγκεφαλικό που χτύπησε τη γιαγιά. Η Δέσποινα παίρνει το καράβι για Πειραιά κι από κει το λεωφορείο για Βόλο. Στη διάρκεια του ταξιδιού θυμάται τη γιαγιά, τις αφηγήσεις της και τη συντροφιά της. Με λύπη μου το λέω ότι είναι λίγο κακογραμμένο το κείμενο, με παρομοιώσεις και σολοικισμούς που χρήζουν εντατικότερης επιμελείας, διαλόγους που δεν στέκουν στο χαρτί και αρκετές ασάφειες. Δεν ξεκινάει να μας συστήσει τα πρόσωπα, να μας δείξει πού ζουν και τι κάνουν, να έχουμε έναν μπούσουλα. Με βάση τις αφηγήσεις της γιαγιάς αρχίζουμε να βλέπουμε ένα ένα τα πρόσωπα της ιστορίας αλλά η μπάλα έχει χαθεί. Ευτυχώς, όταν έρχεται η ώρα να πει η γιαγιά Δέσποινα την ιστορία της, τα βάσανά της, την τραγωδία της, τις περιπέτειές της, η γλώσσα ζωντανεύει, η αφήγηση ρέει, παρασύρθηκα και σταμάτησα την γκρίνια. Αφέθηκα στα πάθη της ηρωίδας, που έχασε την παντόφλα της στο διωγμό και την έκλεισε σε ένα κουτάκι με την ελπίδα να γυρίσει στα χώματα αυτά και να ξαναβρεί το χαμένο ταίρι της, που νόμιζε ότι έχασε τον άντρα της στα τάγματα εργασίας αλλά τον ξαναβρήκε στο Βόλο και από τότε δεν ξαναχώρισαν ποτέ. Έζησα έντονα τα συναισθήματα της γυναίκας αυτής και τόσων άλλων μικρασιατών προσφύγων, τον πόνο, το φόβο, τηνν αγωνία, τη στενοχώρια που αφήνεις το βιος πίσω σου. Από τη Σμύρνη στη Θεσσαλονίκη όπου δεν τους αφήνανε να αποβιβαστούν για λόγους υγιεινής, από κει ρεγάλο στον καπετάνιο να τους μεταφέρει στη φάμπρικα του Βόλου, όπου επιτέλους ρίζωσαν κι άρχισαν να χτίζουν το σπιτικό τους. Όλες τις μικροχαρές και την καθημερινότητα που έζησαν σαν "τουρκόσποροι" και το πώς στέργιωσαν και ρίζωσαν κι έκαναν οικογένειες (ακόμα και πώς αντιπαρήλθαν τις κακουχίες της Κατοχής). Για να φτάσουμε στο πικρό τέλος, πολλά χρόνια μετά για να κλείσω συγκινημένος και βουρκωμένος το βιβλίο. Ένα ωραίο θέμα, ένα ωραίο υλικό (η αφήγηση της γιαγιάς Δέσποινας με τα 5 παιδιά και τα εγγόνια που της χάρισαν τα παιδιά της) αλλά σε πολλά σημεία η γραφή με ξένισε και με αποθάρρυνε.

Πάνος Τουρλής