Μικρή παρουσίαση

Οι γάτοι της Ακρόπολης και άλλα ποιήματα του Οράσιο Καστίγιο

Έφυγε από τη ζωή ο Αργεντίνος ποιητής Οράσιο Καστίγιο

Για να απαγγελθεί στη βάρκα του Χάροντα


Το τοπίο είναι πιο όμορφο από ό,τι είχαμε

φανταστεί:

αυτά τα τείχη που πέφτουν κατακόρυφα πάνω μας,

εκείνος ο μαύρος ήλιος που βασιλεύει πάνω από τη λίμνη,

πέρα, στα δεξιά της βάρκας, ένα ουράνιο τόξο που διαθλάται στην ομίχλη.

Όμως, αυτό το μεταλλικό νόμισμα ανάμεσα στα δόντια,

αυτός ο οβολός που οφείλουμε να δαγκώνουμε ως το τέρμα

του ταξιδιού,

φράζει το στόμα που θέλει να τραγουδήσει.

Να τραγουδήσει γι? αυτές τις θλιμμένες ψυχές που κάθονται στον πάγκο,

καθώς ο ναύκληρος σημαίνει με το μαστίγιο το τέμπο,

καθώς παραγγέλλει να κωπηλατούν δίχως αναπαμό,

κάθε φορά πιο γερά, κάθε φορά πιο γρήγορα, πιο πέρα από το

φως.

Είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία της έκδοσης αυτής, το βιβλίο ήταν ήδη έτοιμο να το παραλάβουμε σε δύο μέρες και να το ξεφυλλίσουμε, απολαμβάνοντας το αποτέλεσμα της συλλογικής εργασίας μας. Με χαρά είδαμε να κυκλοφορεί ταυτόχρονα -κατά σύμπτωση- και ένα αφιέρωμα του Χρήστου Τουμανίδη στον Οράσιο στο περιοδικό Μανδραγόρας, όταν ξαφνικά έφτασε το θλιβερό μήνυμα του θανάτου του Οράσιο Καστίγιο, το πρωινό της 5ης Ιουλίου 2010 στη Λα Πλάτα. Δυστυχώς, ο ποιητής δεν πρόλαβε να πάρει την τελευταία μεγάλη χαρά της ζωής του, να δει τα ποιήματά του σε κυκλοφορία στην Ελλάδα, τη χώρα που τόσο αγάπησε και θεωρούσε και δική του πατρίδα.


Θα τον αποχαιρετήσουμε με τα δικά του λόγια:


Ούτε το τέλειο ρόδο ούτε η δημόσια δάφνη:

νάρδο και βασιλικός, άνηθο, λεβάντα, μοσχοκάρυδο,

και ο αέρας της αυγής που διασκορπίζει το άρωμά του

να μηνούν στο διαβάτη: Αυτός έζησε.

Επιτάφιος, Οι γάτοι της Ακρόπολης, 1998

5 Ιουλίου 2010

...................................................................

Μικρή εισαγωγή

Γεννημένος το 1934 στην Ενσενάδα, παραδοσιακό εξαγωγικό λιμάνι σιτηρών και βοδινού επάνω στον ποταμό Ρίο ντε Λα Πλάτα, ο Οράσιο Καστίγιο ζει σήμερα στη γειτονική πόλη Λα Πλάτα, καμιά ώρα δρόμο από το Μπουένος Άιρες μέσω ενός υπερσύγχρονου αυτοκινητόδρομου, στα διόδια του οποίου, αν συμβεί να «κολλήσουν» πέντε-έξι αυτοκίνητα στη σειρά, οι οδηγοί, κορνάροντας δαιμονισμένα, απαιτούν και επιτυγχάνουν δικαιωματικά την ελεύθερη διέλευση χωρίς καταβολή διοδίων. Οι δικοί του ήταν από το Μπουένος Άιρες, αλλά μετά το κραχ του ?29 αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στην Ενσενάδα. Στη διπλανή πόλη Μπερίσσο είχε ήδη ιδρυθεί η πρώτη κοινότητα μεταναστών στη Νότιο Αμερική από Έλληνες στα 1910 και ο Οράσιο από νωρίς συνδέθηκε με την κοινότητα και έκανε παρέα με ναυτικούς που έφταναν με τα ποντοπόρα μπάρκα. Εκεί, γνώρισε τον ελληνικό πολιτισμό και χόρεψε χασάπικο, συρτάκι και καλαματιανό πίνοντας ούζο που έφερναν οι ναύτες από την Ελλάδα. Στη συνέχεια, φοίτησε Νομικά στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Λα Πλάτα και εργάστηκε ως υπάλληλος στην Περιφέρεια του Μπουένος Άιρες, αλλά και ως δημοσιογράφος. Νυμφεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά.


Ο Οράσιο Καστίγιο έγραψε ποίηση, μετέφρασε και μελέτησε έλληνες ποιητές, όπως τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Βρεττάκο, τον Βαρβιτσιώτη, τον Σαχτούρη, τον φίλο του, αείμνηστο, Σπύρο Βέργο, αλλά και Καβάφη και επιγράμματα του αρχαίου ποιητή Καλλίμαχου. Ελληνικά είχε ξεκινήσει να μαθαίνει με έναν ορθόδοξο παπά της ελληνικής κοινότητας, τον μακαριστό Νικόλαο Γαλανόπουλο, ενώ αργότερα συνέχισε ως «αυτοδίδακτος και ερασιτέχνης της γλώσσας», όπως λέει ο ίδιος. Το μεταφραστικό του έργο επικεντρώνεται στην Ελλάδα και ασχολείται μόνο με την ελληνική ποίηση, διαδίδοντας τους έλληνες ποιητές στην Αργεντινή, ενώ θεωρεί τον εαυτό του Έλληνα. Συνεργάστηκε με τη διακεκριμένη μεταφράστρια Νίνα Αγγελίδη και στις αρχές της δεκαετίας του ?80 πήρε την πρωτοβουλία να επικοινωνήσει ταχυδρομικά με τον Ελύτη και να του στείλει μεταφράσεις ποιημάτων του στα ισπανικά καθώς και άρθρα για τον έλληνα ποιητή που είχε δημοσιεύσει στον Τύπο της Αργεντινής. Σε μια επιστολή του 1983, ο Ελύτης τού απάντησε εκφράζοντας την «ευχάριστη έκπληξη» και «ευγνωμοσύνη» για το ενδιαφέρον του Οράσιο προς τη νεοελληνική ποίηση. Ξεκίνησε έτσι μια φιλική σχέση μεταξύ των δύο, καθώς ο Καστίγιο συνέχισε να μελετά, να μεταφράζει και να εκδίδει στην Αργεντινή έργα του νομπελίστα ποιητή. Στο δοκίμιό του Το κυκλαδίτικο φως και άλλα ελληνικά θέματα, το οποίο εκδόθηκε το 2004, μελετά την εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως την εποχή μας, με ειδική αναφορά στη γενιά του ?30, στους ποιητές που εμφανίστηκαν μεταπολεμικά καθώς και σε εκείνους της δεκαετίας του εβδομήντα.


Ο Οράσιο έχει πάρει διάφορα βραβεία τα οποία, όπως λέει ο ίδιος, τον ξάφνιασαν γιατί δεν τα επεδίωξε ποτέ. Έχει δώσει διαλέξεις και έχει εισηγηθεί σε σεμινάρια για την ελληνική ποίηση στο Ελληνικό Ινστιτούτο του Μπουένος Άιρες και στο Πανεπιστήμιο Nordeste. Συμμετείχε στο Ι Σεμινάριο για τη Διδακτική της Ελληνικής Γλώσσας και του Ελληνικού Πολιτισμού (Μπουένος Άιρες, 1989) και στην Πρώτη Διεθνή Συνάντηση Συγγραφέων Ελληνικής Καταγωγής και Μεταφραστών Σύγχρονης Ελληνικής Γλώσσας (Δελφοί, 1992). Είναι Τακτικό Μέλος της Αργεντινής Ακαδημίας Γραμμάτων (1991) Αντεπιστέλλον Μέλος της Ισπανικής Βασιλικής Ακαδημίας, Επίτιμο Μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου του Μπουένος Άιρες και συμμετέχει στη γνωστή Ένωση Φίλων του Νίκου Καζαντζάκη, με έδρα τη Γενεύη. Το 2004 εκλέχτηκε Επίτιμο Μέλος της Ένωσης Συγγραφέων Ελλάδας μαζί με τους Πάτρικ Λη Φέρμορ, Σέιμους Χίνι, Άδωνη, Δημήτρη Άναλις, Ουμπέρτο Εκο και Ζακ Λακαριέρ. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και πορτογαλικά, ενώ η ποιητική συλλογή του Αλάσκα (1993) εκδίδεται σύντομα στη Γαλλία. Παρ? ότι Αργεντινός δεν είναι οπαδός κάποιας μεγάλης ποδοσφαιρικής ομάδας αλλά, όπως λέει, είναι «αθλητής της μελέτης και της διάδοσης των ελλήνων ποιητών».


Χαίρομαι που, επιτέλους, βγαίνει μια αντιπροσωπευτική ανθολογία ποιημάτων του Οράσιο στη γλώσσα και στη χώρα που τόσο αγαπάει ο ίδιος, κι αυτό χάρη στις νέες Εκδόσεις των Συναδέλφων. Στα ποιήματά του βλέπουμε να ζει η Ελλάδα μέσα από τη μυθολογία, την ιστορία και τη σύγχρονη πραγματικότητά της, φιλτραρισμένη από το βλέμμα ενός αργεντινού ποιητή που δεν έχει κανένα άλλο κίνητρο πέρα από την «αγάπη και μόνον», όπως γράφει σε ιδιόχειρη επιστολή του ο Ελύτης.


Η Λα Πλάτα είναι μια ζωηρή πόλη της πάμπας δίπλα από τον ποταμό Ρίο ντε λα Πλάτα, πρωτεύουσα της Περιφέρειας του Μπουένος Άιρες, άνετη πόλη, όπου τρία αυτοκίνητα το ένα πίσω από το άλλο σε ένα κόκκινο φανάρι μιας διασταύρωσης θεωρούνται από τους ντόπιους «μποτιλιάρισμα». Στα φανάρια θα δει κανείς αυτόκλητους ζογκλέρ να δίνουν παραστάσεις στους οδηγούς και μερικοί μάλιστα είναι πολύ καλοί. Όμορφη πόλη με δρόμους κατάφυτους από φλαμουριές (τιλιές), όμορφα ψηλόλιγνα δέντρα που μοσχοβολούν ένα υπέροχο λεπτό άρωμα στην ανθοφορία τους. Ιδρύθηκε και σχεδιάστηκε από μασόνους και εκφράζει την ιδιαίτερη αγάπη τους για τη γεωμετρία, με ένα σύστημα όπου σε κάθε έξι δρόμους αντιστοιχεί μια λεωφόρος και σε κάθε διασταύρωση των λεωφόρων υπάρχει ένα πάρκο ή πλατεία (23 στον αριθμό) που συνδέονται μεταξύ τους με άλλες, διαγώνιες λεωφόρους. Από τις διαγωνίους αλλά και τις τιλιές, πολλοί αποκαλούν τη Λα Πλάτα «πόλη των διαγωνίων και των τιλιών». Το Πανεπιστήμιό της είναι από τα σημαντικότερα γι αυτό και η πόλη είναι ολοζώντανη, γεμάτη φοιτητές, καλλιτέχνες, μικρέμπορους, και νεανικά στέκια. Στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας θα δεις σκελετούς δεινόσαυρων από την Παταγονία και στο Ζωολογικό Κήπο πιθήκους να σε προκαλούν?


Η λογοτεχνική παρέα του Οράσιο συνάζεται τις Παρασκευές στις πρώην εγκαταστάσεις του 7ου Συνάγματος Πεζικού που στα 1982 στάλθηκε απροετοίμαστο από τη χούντα στον Πόλεμο των Μαλβίνων (Φώκλαντ). Σήμερα είναι το Πολιτιστικό Κέντρο των Μαλβίνων, και τίποτα δε θυμίζει τους χιλιάδες κληρωτούς που παρουσιάστηκαν εδώ στις κρύες μέρες του 1982 για να μεταχθούν εσπευσμένα στο μακελειό του Ατλαντικού, όπου για 74 ημέρες θα πολεμούσαν απέναντι σε μια μακρινή χώρα που ζητούσε να επιβεβαιώσει το χαμένο αποικιοκρατικό της κλέος.


Την ημέρα που πήγα να συναντήσω τον Οράσιο στο σπίτι του οι ένοικοι της πολυκατοικίας έκαναν συνέλευση στην είσοδο για να πάρουν κάποια μέτρα σε σχέση με τις αναρτημένες στους τοίχους θερμάστρες φυσικού αερίου, με τις οποίες θερμαίνονται ακόμα και σύγχρονα κτήρια στη Λα Πλάτα. Εκείνες τις μέρες είχαν γίνει πολλά θανατηφόρα οικιακά ατυχήματα. Το τελευταίο, μια γυναίκα είχε βρει τραγικό θάνατο, επειδή άρπαξε φωτιά η φούστα της. Μιλήσαμε για πολλά θέματα. Η Ελλάδα ήταν στο επίκεντρο της κουβέντας και οι Έλληνες που είχε γνωρίσει.  Ύστερα από λίγο κατέφτασε και ο φίλος μας, συγγραφέας, Λουίς Σοουλέ και συνεχίσαμε να συζητάμε για καθετί, την Ελλάδα, την Αργεντινή, για ποίηση, ακόμα και για υπολογιστές. Μου έκανε εντύπωση που στην ηλικία του ο Οράσιο μου ζήτησε να του εξηγήσω πώς να γράφει ελληνικό πολυτονικό σύστημα στον υπολογιστή, ενεργός χρήστης του διαδικτύου και αρκετών εργαλείων πληροφορικής ο ίδιος.

Φεύγοντας με τον Λουίς Σοουλέ από το σπίτι τού Οράσιο, καθώς περπατούσαμε στα άνετα πεζοδρόμια, κάτω από τις πανταχού παρούσες φλαμουριές, ο Λουίς μού εκμυστηρεύτηκε ότι το όνειρό του ήταν να επισκεφτεί τη χώρα μας, να ανεβεί στην Ακρόπολη και να δει από κοντά τον Παρθενώνα. Εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκα πότε ήταν η τελευταία φορά που είχα ανεβεί ο ίδιος? Στην ίδια αμηχανία βρέθηκα και πάλι, όταν ο ψιλικατζής στο ισόγειο της πολυκατοικίας που έμενα, επέμενε να μου χαρίσει μερικά Κρους ντε Μάλτα, πακέτα τσαγιού μάτε, με αντάλλαγμα να επισκεφτώ τον ιερό βράχο και να προφέρω το όνομά του μπροστά στον Παρθενώνα. Ένα χρέος που ακόμα δεν έχω ξεπληρώσει, δυστυχώς.

Χαράλαμπος Π. Δήμου

Απρίλιος 2010