Ο έρωτας του αμπελουργού

της Πόπης Διακαινισάκη

Ένα όμορφο και τρυφερά γραμμένο βιβλίο που διαδραματίζεται από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και την Κατοχή. Η ιστορία ξεκινάει από την Κρήτη και τις δυσκολίες της αμπελοκαλλιέργειας για να συνεχίσει στη Νέα Υόρκη των μεταναστών, στη Φλωρεντία των καλών τεχνών και των αρχιτεκτόνων, στην Αίγυπτο των Ελλήνων εμπόρων και να καταλήξει στη Θεσσαλονίκη των προσφύγων και στην Αθήνα του γερμανικού ζυγού. Πυκνογραμμένες σελίδες που τις φιλάνε ζωηρά, τρυφερά, ανθρώπινα συναισθήματα και ταξιδεύουν τον αναγνώστη στις δυσκολίες της αγροτικής ζωής, στις ελπίδες των μεταναστών και στις προσδοκίες των υπόδουλων Ευρωπαίων.

Ο Νικήτας Φανουράς, ορφανός από γονείς, χάρη στη βοήθεια του μέντορά του, γερο-Χολέβα, ισχυρού παράγοντα στην Κρήτη και μεγαλοκτηματία, ταξιδεύει ως ναυτικός στα πέρατα του κόσμου. Μετά τον θάνατο του Χολέβα, ο Νικήτας χαρίζει μέρος της περιουσίας του νεκρού στους υποτακτικούς και με τα χρήματα που του μένουν φτιάχνει δική του αμπελοπαραγωγή. Παντρεύεται τη Χριστίνα και αποκτούν τον Θεόδουλο, ένα όμορφο αγόρι που ονειρεύεται να γίνει αρχιτέκτονας. Κρυφός καημός του στην εφηβεία του, η Ανδρομάχη, με την οποία ποτέ δε μίλησαν για τα συναισθήματά τους. Αυτός ο πλατωνικός έρωτας διαλύεται, όταν η φτωχή Ανδρομάχη, με πρόσκληση του θείου της, παίρνει τον αδερφό της, Στέλιο, και μεταναστεύουν στην Αμερική ενώ ο Θεόδουλος ταξιδεύει στη Φλωρεντία να σπουδάσει αρχιτέκτονας. Το βιβλίο περιγράφει τις περιπέτειες και τις αλλαγές που υφίστανται αυτά τα δυο παιδιά στον χαρακτήρα και τη νοοτροπία τους, πώς ζουν, πώς περνούν τον χρόνο τους, ποιους συναντούν, πώς αποκαθίστανται. Η Ανδρομάχη γίνεται ζωγράφος, πειραματίζεται, δοκιμάζει διαφορετικές τεχνικές. Έργο ζωής, ο πίνακας «Ο έρωτας του αμπελουργού», στον οποίο αποτυπώνει όλα της τα συναισθήματα για το χαμένο παρελθόν και για τις ξεχασμένες πια ευκαιρίες να εκπληρωθεί ένας έρωτας, μια αγάπη που την αγκάλιασε πλέον η λήθη. Ο Θεόδουλος παίρνει το πολυπόθητο πτυχίο και με το ξέσπασμα του πολέμου εστιάζει τα όνειρά του και τα σχέδιά του στις στεγαστικές ανάγκες των προσφύγων, των σκλαβωμένων, των μεταναστών. Κι όταν η μοίρα αρχίζει να δείχνει το σκληρό της πρόσωπο και ο φασιμός και ο ναζισμός αρχίζουν να αναρριχώνται στην Ευρώπη τι επιλογές θα κάνουν; Θα γυρίσουν στην Ελλάδα; Θα ξανασυναντηθούν ποτέ;

Η ιστορία ίσως φαίνεται απλή στα βασικά σημεία της αλλά δε βαρέθηκα πουθενά. Κάτι το υπέροχο γράψιμο, κάτι οι πολλοί και ωραία σκιαγραφημένοι χαρακτήρες που πλαισιώνουν τους κεντρικούς ήρωες, κάτι οι διαχρονικές κοινωνιολογικές και πολιτιστικές παρατηρήσεις, κάτι τα αποσπάσματα για την ιστορία της τέχνης (ντανταϊσμός, φωβισμός, σουρεαλισμός κ. π. ά.) με κράτησαν από την αρχή ως το τέλος. Το βιβλίο είναι πολύ ωραία γραμμένο, με ιδιόλεκτο όπου και όσο χρειάζεται. Τα ιστορικά στοιχεία είναι άψογα μελετημένα και τοποθετημένα σωστά στην πορεία της αφήγησης ενώ οι ανατροπές και οι εκπλήξεις κρατούν την αγωνία και την περιέργεια για το τι συνέβη παρακάτω στα ύψη!

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Κόμπιασε για μια στιγμή ο Νικήτας, άγνωστος ο άνθρωπος που 'χε μπροστά του, μα η θάλασσα αυτό το καλό έχει, δεν στέλνει μπιλιέτα γνωριμίας, εμπιστεύεσαι ή όχι τον άλλον με την πρώτη ματιά κι άμα τον εμπιστευτείς, τον εμπιστεύεσαι. Κοιμάσαι δίπλα του χωρίς μαχαίρι κάτω από το μαξιλάρι σου κι ας είσαι τύφλα στο μεθύσι» (σελ. 60).
«...κι ύστερα πάλι βούλιαξε στα μάτια της. Λεπίδες τον έκοβαν, θάλασσες τον νανούριζαν, υποσχέσεις τον ανάσταιναν, κατάρες τον στοίχειωναν. Όλα σε μια στιγμή» (σελ. 118).

«Πρόσωπα μαντιλοδεμένα, γυναίκες και άντρες και παιδιά, και ντάνες εμπορεύματα. Ανέβηκαν τη σκάλα και συνάχτηκαν μαζί μ' ένα μεγάλο πλήθος σε μια σάλα, σάλα-κατάστρωμα το λέγανε. Μύριζε τον ιδρώτα και τα όνειρα χιλιοκατατρεγμένων ανθρώπων. Πήγαιναν όλοι να συναντήσουν την τύχη τους πέρα από τον ωκεανό, λίγο πιο φοβισμένοι απ' ό,τι ήταν μέσα στην κακοπέραση που βίωναν στον τόπο τους. Στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, κάθονταν ο ένας ανακούρκουδα κι ο άλλος συλλογισμένος πάνω σε χράμια και χλαίνες που είχαν στρώσει στα σανίδια. Πρόσωπα όμορφα, παιδιά αμούστακα, άγουρα κορίτσια και γυναίκες ταλαίπωρες με δυο τρία κουτσούβελα να σέρνονται από τα φουστάνια τους, να μασουλάνε μια φέτα ξερό ψωμί και να περιμένουν τη χορτασιά που υποσχόταν η πρόσκληση -την είχε στείλει ο άντρας, ο πατέρας. Ένα καράβι όνειρα. Και πιο κει, στο πάνω κατάστρωμα οι άλλοι, κάτω από πολυελαίους, φορώντας καπέλα και χρυσές καδένες. Μια πόρτα με χρωματιστό βιτρό τους χώριζε. Τους μεν, που είχε χρώματα ο φόβος τους, τους δε, που είχε ψύχρα η χορτασιά τους. Όλοι μαζί στο ίδιο βαπόρι, οι μεν πάνω, οι δε κάτω» (σελ. 143-144).

«Αμερική του 1930. Όλοι ήταν μια παρέα σ' ένα ρέστοραντ ανθρωπιάς κι ανακατεμένων καπνών, από τσιγάρα πολλών πατρίδων» (σελ. 257).

Πάνος Τουρλής