Τα παιδιά του Οδυσσέα

του Άρη Φακίνου

Ένα από τα ωραιότερα ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία που έχω διαβάσει. Παράλληλη αφήγηση της πολιορκίας της Τροίας και αυτοβιογραφικών (;) αναμνήσεων του συγγραφέα εξαιρετικά δοσμένα και καλοδουλεμένα. Εξαιρετική η μετάβαση από το σήμερα στο τότε, ακόμη και στο ίδιο το κεφάλαιο, ακόμη και στην ίδια την παράγραφο.

Το βιβλίο διαιρείται σε τρία μέρη: παιδικά χρόνια και πολιορκία Τροίας, Κατοχή, εμφύλιος και Δούρειος Ίππος και Δικτατορία (οπότε ο συγγραφέας μαζί με άλλους κομμουνιστές το σκάει από την Ελλάδα με πλαστό διαβατήριο) και οι Τρώες φτάνουν στον προορισμό τους.

Λέξεις, νοήματα, αισθήματα το κάτι άλλο. Δύναμη παντού. Ανθρώπινες στιγμές συγκλονιστικές. Σοκαριστική η σκηνή που η μάνα βάφει μαύρα τα ρούχα της περιμένοντας τον άντρα της να εκπνεύσει και ο γιος με το βλέμμα του την παρακαλάει να μη βάψει και το άσπρο σάλι της, που τόσο αγαπούσε όταν ήταν παιδί να το νιώθει πάνω του.

Στην παράλληλη ανάγνωση δεν διαβάζουμε αναλυτικά και χρονολογικά την πολιορκία της Τροίας αλλά έχουμε ένα εξαιρειτκό ψυχογράφημα της νοοτροπίας των Τρώων και των Αχαιών (πώς νιώθουν αυτά τα δέκα χρόνια, τι αισθάνονται, γιατί πήραν μέρος). Ο Μενέλαος είναι τυχερός γιατί έχει την ανάμνηση της ωραίας Ελένης ενώ ο Πάρης τιμωρείται βλέποντας την διά ζώσης να γερνάει και να χάνει αυτήν την ομορφιά που τον τρέλανε.

Απολαύστε αποσπάσματα και μην παραλείψετε να διαβάσετε αυτό το βιβλίο:

\"Στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής τους θα ξανάφερναν στο νου όλους τους οικείους και αγαπημένους θορύβους των παιδικών τους χρόνων κι έτσι δε θ\' άκουγαν τους πρώτους επικίνδυνους τριγμούς του κουρασμένου τους κορμιού, δε θα φοβούνταν, θα \'καναν υπομονή, θ\' άντεχαν\" (σελ. 76).

\"Σε μια άκρη, κάτω από \'ναν ευκάλυπτο, υπήρχε το πιο όμορφο πηγάδι της γειτονιάς, περιτριγυρισμένο από αγιοκλήματα και γιασεμιά. Έσκυβαν στα χείλια του πηγαδόστομου και κοιτούσαν περίεργοι τα έγκατα της γης οι δυόσμοι, οι αντράκλες ζήλευαν την τύχη τους και πολεμούσανε κι αυτές να σκαρφαλώσουν, μα τις εμπόδιζαν οι αρμπαρόριζες που καραδοκούσαν λίγο πιο μακριά, τους έκλειναν το πέρασμα φτιάχνοντας τείχος με τα χνουδάτα κι αρωματικά φύλλα τους\" (σελ. 121).

\"Είχα προσέξει που το αγιόκλημα περίμενε υπομονετικά να δει πώς θα εξελισσόταν η διαμάχη για να μπορέσει να επωφεληθεί, το παρατηρούσα που άπλωνε από νύχτα σε νύχτα τις κεραίες του, που \'βαζε τα κάτασπρα λουλουδάκια του να παριστάνουν ολημερίς τ\' αθώα κι αποκοιμισμένα. Κάποιο απόβραδο θα τους έδινε διαταγή ν\' ανοίξουν στα ξαφνικά, να περικυκλώσουν τους αντιπάλους, να τους αποκοιμίσουν με τ\' ακατανίκητο άρωμά τους\" (σελ. 122).

Πάνος Τουρλής