Μετά τα μεσάνυχτα (Manhattan #2)

της Τατιάνας Τζινιώλη

Ο Σεμπάστιαν πριν έξι χρόνια έχασε σε τροχαίο τον έρωτα της ζωής του κι από τότε έχει κλειστεί στον εαυτό του, αρνούμενος να ξαναζήσει το παραμικρό. Νιώθει τύψεις κι ενοχές γιατί οδηγούσε αυτός το αμάξι και δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια ενώ βλέπει συνέχεια τα βίντεο και τις φωτογραφίες του με εκείνη. Χάρη στη βοήθεια του κολλητού του, Τζος, με τον οποίο ιδρύουν μια διαφημιστική εταιρεία, αρχίζει κάπως να επανέρχεται στη ζωή. Από την άλλη, η Λέξι, είναι η αδελφή του Τζος και είναι θεατρική συγγραφέας. Ζει στο Λονδίνο κι ύστερα από μια αποτυχημένη σχέση επιστρέφει στη Νέα Υόρκη, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως αρχίζει να νιώθει αισθήματα για τον Σεμπάστιαν. Το ίδιο κι ο Σεμπάστιαν. Κι αυτό είναι η αρχή μιας αταίριαστης  σχέσης που θα εξουθενώσει ψυχικά και τους δύο, θα τους φέρει αντιμέτωπους με τις αλήθειες της ζωής και θα τους οδηγήσει σε πρωτόγνωρα μονοπάτια. Η Τατιάνα Τζινιώλη επέστρεψε με το δεύτερο αυτοτελές βιβλίο της τριλογίας Manhattan, αφηγούμενη αυτήν τη φορά την ιστορία του Σεμπάστιαν και της Λέξι, με τον γνωστό, κινηματογραφικό, ρεαλιστικό και βαθιά ανθρώπινο τρόπο γραφής της. Μια ερωτική ιστορία με τα σκαμπανεβάσματά της, τις αναποδιές και τα εμπόδια που προκύπτουν στην πορεία. Και δεν είναι εμπόδια που τους βάζουν άλλοι αλλά ο ίδιος τους ο εαυτός.

Ο Σεμπάστιαν είναι ένας άντρας με την εξής ρουτίνα: «…θέλω να μένω στο σπίτι όσο το δυνατόν λιγότερο, ίσως αύριο το βράδυ να βγω χωρίς άλλους μαζί ώστε να καταλήξω μέσα σε κάποια για αν μη νιώθω τόσο μόνος. Μία γυναίκα χωρίς πρόσωπο και χαρακτηριστικά, μία που δεν θα μου θυμίζει όλα αυτά που έχασα, αλλά θα μου θυμίζει γιατί θέλω να ζήσω» (σελ. 28). Σε όλο το βιβλίο ξεδιπλώνεται μια προσωπικότητα κολλημένη σε μια γυναίκα που έχει φύγει από τη ζωή. Αρνείται να την αφήσει να φύγει από τη ματιά του και να ξεκουραστεί στη μνήμη του κι όταν γνωρίζει καλύτερα τη Λέξι αγωνίζεται να ισορροπήσει αρμονικά ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, κάνοντάς τα, ως γνήσιος άντρας, μαντάρα. Δοκιμάζει και δοκιμάζεται, θέλει τη Λέξι αλλά νιώθει χειρότερες τύψεις αν αφήσει τον εαυτό του να ξεχάσει τον έρωτα της ζωής του. Ένα συναισθηματικό κουβάρι που τον οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αύξηση του αλκοόλ στο αίμα του.

Η Λέξι είναι μια νέα κοπέλα με ένα αβέβαιο στην Ελλάδα επάγγελμα, έξυπνη και απόλυτα συναισθηματική. Η εξέλιξη μιας σχέσης στην Αγγλία θα την οδηγήσει ουσιαστικά να το σκάσει πίσω στην οικογένειά της για να νιώσει ασφάλεια και να ανασυντάξει τις δυνάμεις της. Τα αισθήματά της για τον Σεμπάστιαν ξυπνούν και είναι αμείλικτα. Είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τα φαντάσματά του και να σταθεί στο πλάι του, όμως τα δικά της κολλήματα είναι άλλα: είναι κολλητός του αδελφού της. Και δώστου σκέψεις και δώστου πισωγυρίσματα και να οι τύψεις και να τα νεύρα κλπ.

Το κείμενο είναι αληθινό, άμεσο και ολοζώντανο. Κινηματογραφικό στυλ, έντονες και ρεαλιστικές σκηνές, καθημερινοί διάλογοι, αληθινοί χαρακτήρες, ό,τι αγάπησε κανείς δηλαδή στην Ελληνίδα Cecilia Ahern είναι εδώ. Αν και άρρεν αναγνώστης το βιβλίο το ρούφηξα ως το τέλος ακριβώς λόγω του υφολογικού στυλ της συγγραφέως που δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Ξεδιπλώνει και αναλύει όλες τις ψυχολογικές παραμέτρους σαν παραμύθι, εύληπτα και καταιγιστικά, οπότε παρασύρθηκα. Και όσο διάβαζα σημείωνα σε ποιον να πρωτοδώσω σφαλιάρες γιατί η πρωτοκαθεδρία άλλαζε σχεδόν ασκαρδαμυκτί. Ήθελα να μπουφλίσω τον Σεμπάστιαν για τις τόσο πολλές και έντονες τύψεις που ένιωθε γιατί προχωράει στη ζωή του, ήθελα να πλακώσω τη Λέξι με τις δικές της ανασφάλειες και που δεν άφηνε το σώμα της να δράσει αλλά το μυαλό της να σκέφτεται (αγάπη μου, άμα σκέφτεσαι έχουμε Φιλοσοφία, αν πράττεις έχουμε σχέση!), ύστερα ο Σεμπάστιαν δεν ήθελε το ένα και το άλλο, μετά η Λέξι είπε μια βλακεία και πάμε πάλι από την αρχή. Αυτό το παιχνίδι είχε πολύ ενδιαφέρον και το παρακολούθησα με άνεση, επεξηγήθηκε και τεκμηριώθηκε η κάθε κίνηση των παιδιών, όμως ήθελα να τους πω: «Νέοι είστε, απολαύστε το!»

Είναι πολυδιάστατη η ιστορία που διάλεξε να γράψει η Τατιάνα. Γιατί ο κάθε ήρωας έχει τα δικά του ψυχολογικά αδιέξοδα, τον λάθος τρόπο να εκφράσει τα θέλω του και επιπλέον αγωνίζονται να δώσουν όνομα στη σχέση τους. Τα έχουμε ή δεν τα έχουμε; Αν τα έχουμε γιατί νιώθουμε έτσι; Αν δεν τα έχουμε τι είμαστε, «φίλοι με προνόμια;» (η νέα μόδα στην Αμερική που μας έχει κυριεύσει κι εδώ). Η συγγραφέας θα μπορούσε να ξεφύγει σε πολλά σημεία ή να μην καταφέρει να περιγράψει σωστά τον ψυχικό κόσμο των δύο πρωταγωνιστών, έχει όμως τη σύνεση, την εμπειρία και το γνώθι σαυτόν να παραμείνει πιστή στην κεντρική ιδέα της ιστορίας και να μην παρασυρθεί επ’ ουδενί.

Ο Σεμπάστιαν και η Λέξι θα χαρίσουν άλλη μια τρυφερή, ρομαντική και αληθινή ιστορία στους αναγνώστες τους, αν και προσωπικά περιμένω τη συγγραφέα κάποια στιγμή να τολμήσει να γράψει κάτι διαφορετικό. Κάτι ανατρεπτικό; Κάτι με πρωτότυπη θεματολογία ή έναν άλλον τρόπο γραφής; Δεν ξέρω πώς να το εκφράσω. Έχει τα εχέγγυα να ταξιδεύει τον αναγνώστη της με το πλούσιο λεξιλόγιο και τη διεισδυτική ματιά της, θα ήθελα όμως κι ένα πιο τολμηρό βήμα.

Πάνος Τουρλής